Το κυκλάμινο κι ο βασιλικός

- Δανιήλ, θυμάσαι όταν σε είδα πρώτη φορά;

- Με αγριοκοίταξες, αλλά και πάλι ήσουν όμορφη.

- Νόμιζα ότι μου είχες δώσει λάθος τα ρέστα... Αλλά δεν θα σε κοιτούσα έτσι, αν δεν με είχε κλέψει προηγουμένως ο ταξιτζής, που με έφερε στο πανεπιστήμιο. Ξέρεις πόσα μου ζήτησε; Αν δεν βρισκόμουν στην ανάγκη... Απεργίες. Έπρεπε να δώσω το μάθημα. Βιαζόμουν. Όταν κατάλαβα, πόσα μου είχε πάρει, εκνευρίστηκα. Εσύ έλαβες το βλέμμα, που προοριζόταν για αυτόν.

 

Σε μια γλαστρούλα φύτεψε ένα κλαδάκι βασιλικού. Το είχε σε ένα ποτήρι με νερό, μέχρι να βγάλει ρίζα. Είχε ακούσει για την διαδικασία, ωστόσο αναρωτιόταν αν θα πιάσει. Το κλαδάκι της έμοιαζε αδύναμο.Μήπως έπρεπε να παραμείνει κι άλλο στο νερό, ώστε να μεγαλώσει περισσότερο η ρίζα; Μήπως θα ξεκινούσε να σαπίζει;

 

- Μην στεναχωριέσαι Αμαρυλλίς, μου άρεσες κι έτσι, με το άγριο σου βλέμμα.

- Κι εμένα μου άρεσες.

- Όμως δεν ερχόσουν από το περίπτερο.

- Ναι, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα κορίτσια της σχολής. Σε ντρεπόμουν. Το ότι δεν ερχόμουν σημαίνει πως μ’ άρεσες.

- Το ξέρω. Ευτυχώς, από τους δύο μας, εγώ είχα θάρρος, αλλιώς δεν θα είχαμε βγει ποτέ.

- Ευτυχώς, Δανιήλ. Είναι σπουδαίο να έχεις κάποιον στον οποίο να μπορείς να στηριχθείς. Θυμάσαι που ήθελα να κλάψω και μου πρόσφερες τον ώμο σου; Είναι σπουδαίο να αγαπήσεις κάποιον για αυτό που είναι και να σε αγαπά για αυτό που είσαι.

 

Έχει ακόμα μια γλάστρα ζωντανή. Ένα κυκλάμινο. Το είχε αγοράσει την άνοιξη μαζί με άλλες τρεις γλάστρες. Γρήγορα σταμάτησαν να ανθίζουν. Ξεραίνονταν τα μπουμπούκια πριν ανοίξουν και τα φύλλα παρουσίασαν τρύπες. Ένδειξη ύπαρξης σκουληκιού.  Βρήκε ένα σκουλήκι. Το σκότωσε. Χωρίς οίκτο, να λέμε την αλήθεια. Στο διαδίκτυο έψαξε για τρόπους αντιμετώπισης, αλλά δεν αποδείχθηκαν αποτελεσματικοί. Το κυκλάμινο ήταν το μόνο που επιβίωσε...

 

- Θυμάσαι την πρώτη φορά που με είδες, Δανιήλ;

- Αμαρυλλίς, δεν είναι τώρα ώρα για αυτά.

- Τώρα πρέπει να ξεχάσουμε...

- Δεν είπα αυτό, Αμαρυλλίς. Κι εγώ λυπάμαι που χωρίζουμε...

- Είναι τόσο δύσκολο να συνεχιστεί η σχέση μας; από μακριά έστω;

- Για να συνεχίσω τις σπουδές μου πάω, Αμαρυλλίς. Θα έχω να μελετήσω. Θα έχω να δουλέψω. Είναι δύσκολα τα πράγματα εκεί. Δεν θα έχω χρόνο κι εσύ θα θες να περνάς χρόνο μαζί μου.

- Κι είναι περίεργο αυτό; Θα επιστρέψεις μετά;

- Έχει μέλλον εδώ για να επιστρέψω; Πες μου, έχει;

- Να έρθω και εγώ; Θα έρθω!

- Έχεις ακόμα ένα έτος στην σχολή, Αμαρυλλίς. Αλλά ας πούμε ότι τελειώνεις και έρχεσαι. Τι θα κάνεις εκεί; Η σχολή δεν σ’ άρεσε. Θα συνεχίσεις στο ίδιο αντικείμενο; Αγγλικά; Θα τα εξασκήσεις;

 - Για πόσο καιρό όμως; Εκεί δεν έχει θάλασσα...

- Στο είπα. Εσύ δεν μπορείς να φύγεις...

- Μπορώ. Μα θέλω να ξέρω πως μ’ αγαπάς. Πες μου, μ’ αγαπάς;

- Ξέρεις.

- Δεν μου το λες... Πόσο εύκολο σου φαίνεται να χωρίσουμε; Γιατί;

- Δεν μου φαίνεται εύκολο! Δεν μου φαίνεται καθόλου εύκολο. Πρέπει! Δεν θέλω να έρθεις και να στερηθείς την θάλασσά σου, τα ηλιοβασιλέματά σου, την αποβάθρα σου, τις φίλες σου.

- Δεν σε ρώτησα τι θα στερηθώ. Σε ρωτάω απλά και ξεκάθαρα: Με αγαπάς; Μ’ αγαπάς;

 

Φαντάζει λάθος, αλλά έβαλε την γλάστρα του «μολυσμένου» κυκλάμινου δίπλα στην γλάστρα του νήπιου βασιλικού. Μήπως το σκουλήκι θα λυπηθεί τον βασιλικό λόγω ηλικίας; Τα άφησε να αφανιστούν και τα δυο. Το ένα δίπλα στο άλλο.

 

- Στο καλό Δανιήλ! Εύχομαι να μεγιστοποιήσεις το όφελος σου. Να ξεπεράσεις τους ανταγωνιστές σου. Να γίνεις μεγάλος. Να γίνεις τρανός. Να κατακτήσεις τον κόσμο. Μα δεν θα έχεις εμένα...

 

Το βλέμμα της έπεσε τυχαία στις δύο γλάστρες. Είδε τον βασιλικό να έχει γείρει επάνω σε ένα πλατύ φύλλο του κυκλάμινου. Όταν τις είχε αφήσει δίπλα-δίπλα, το κυκλάμινο δεν ακουμπούσε τον βασιλικό, το θυμόταν καλά αυτό. Ο βασιλικός στηρίχτηκε πάνω στο κυκλάμινο. Το κυκλάμινο αγκάλιαζε τον βασιλικό. «Οι δυό σας τα βρήκατε, έτσι;» διαπίστωσε η Αμαρυλλίς. «Θα ζήσετε. Δεν ξέρω για πόσο. Ξέρω μόνο ότι εσείς θα ζήσετε...»

 

Η Αμαρυλλίς πότισε τις γλάστρες, καθάρισε τα φύλλα τους και κάλεσε έναν γεωπόνο να την βοηθήσει. Δεν σκεπτόταν να ασχοληθεί τόσο μαζί τους, αλλά αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα, να αγαπήσει το κυκλάμινο τον βασιλικό και αντίστροφα, έπρεπε να βοηθήσει όσο μπορεί.

- Μια κοπέλα ασχολείται με τα φυτά της.

- Από ό,τι βλέπεις...

- Με τι άλλο ασχολείσαι Αμαρυλλίς;

- Τελειώνω οικονομικά.

Ο νεαρός ξίνισε το πρόσωπο του και ζήτησε συγγνώμη γι’ αυτό.

- Δεν πειράζει. Ούτε εμένα μ’ αρέσει αυτή η σχολή. Εσάς, κύριε γεωπόνε;

- Εγώ; Όνομα και πράμα. Γεωπόνος, πονώ την γη.

- Καλό! Φώτισε το πρόσωπο της Αμαρυλλίς ένα χαμόγελο. Της άρεσε η ετυμολογία της λέξης.

- Τελείωσα εδώ την σχολή. Έπειτα έκανα μεταπτυχιακό στην Γαλλία.

- Επέστρεψες όμως! παρατήρησε η Αμαρυλλίς.

- Δεν σου συστήθηκα; Νέστορας. Νέστωρ από το “νέομαι” έρχομαι, επιστρέφω. Εξ'ού και νόστος “αυτός που επιστρέφει από μακριά, ο ταξιδεμένος”.

- Νέστωρ! Επέστρεψες!