Άφρων

Από ψηλά πόσο μικρά φαίνονταν τα χωράφια του. Μηδαμινά. Όσο ήταν στην γη, του φαίνονταν πολλά, έφταναν ως εκεί που βλέπει το μάτι. Μα τώρα τι σημασία έχουν αυτά; Περίεργη η αλλαγή. Προσπάθησε να δει τον εαυτό του, μα ήταν τόσο λεπτή η ψυχή του. Όχι λεπτεπίλεπτη, όλες οι ψυχές λεπτές ήταν, μα αυτουνού ήταν αδύνατη, σαν σώμα που έχει μείνει χωρίς τροφή για καιρό. Ήταν και απεριποίητη κι ασχημάτιστη, σαν μάρμαρο που δεν λαξεύτηκε να πάρει μορφή.

 

Κλότσησε τον τέτζερη που άφησε μπροστά της, χύθηκε ο χυλός που είχε μέσα. Λίγο κρέας του ζήτησε η μάνα για τ΄άρρωστο παιδί της, να δυναμώσει κι εκείνος της έφερε χυλό, λες και θα του έλειπε εκείνου αν της έδινε λίγο κρέας. Αλλά εκείνος σκέφτηκε ότι αν δώσει τώρα σ’ αυτήν, τότε μπορεί κάποιος άλλος  να του ζητήσει αύριο κι έπειτα κι άλλος. Όχι, όχι θα πρέπει να είναι προσεκτικός, να μην του καθίσουν στον σβέρκο οι δουλευτάδες του.

 

- Θέλεις μισθό; γέλασε ο γαιοκτήμονας. Ορίστε ο δρόμος. Θα πάρω άλλον στην δουλειά.

- Άφησε με τουλάχιστον να πηγαίνω τα μεσημέρια να τρώω με την οικογένεια μου κι έπειτα να επιστρέφω στην δουλειά. Ή να επιστρέφω σπίτι λίγο πριν δύσει ο ήλιος, να προλαβαίνω να βλέπω τα παιδιά μου πριν κοιμηθούν.

- Nα πας αλλού, αν θες. Για ‘μένα έτσι δουλεύουν. Σ’ όποιον αρέσει.

 

«Εγώ μια μέρα θα πλουτίσω» είχε πει στον εαυτό του το ξυπόλυτο παιδί, καθώς έβλεπε τους πλούσιους να ‘ναι χορτάτοι και καλοντυμένοι. Δούλεψε, είναι αλήθεια, σκληρά για να ανέβει την κλίμακα του πλούτου. Εδώ που τα λέμε, δεν είναι κι εύκολο να πείσεις τον πλούτο ότι ανήκεις σε υψηλότερη κατηγορία, από αυτήν που σε ‘χει κατατάξει. Όμως τον κατάφερε, από παιδί για τα θελήματα έγινε γαιοκτήμονας. Τώρα τα χωράφια του τα δούλευαν άλλοι, αυτός απομυζούσε τον καρπό. Τα χρόνια ήταν δύσκολα. Όχι γι’ αυτόν, για τους άλλους. Γι’ αυτόν ήταν πολύ καλά τα χρόνια αυτά. Παλιότερα, εκτός από στέγη και τροφή, οι εργάτες ζητούσαν και κάποιο μισθό, μα τώρα έβρισκε κανείς δύσκολα δουλειά και οι όροι εργασίας ήταν ελάχιστοι. Βλέπετε, είχε καιρό να γίνει κάποια καταστροφή ένας σεισμός, ένας λιμός, μια τρόικα, κάτι, ώστε να μειωθεί ο αριθμός των εργατών και μαζί του η ανεργία, με συνέπεια την ευνοϊκότερη θέση τους απέναντι στον εργοδότη. Αυτά περίπου μας έλεγε ο David Ricardo κλασικός οικονομολόγος από τα τέλη του 18ου αιώνα.

Φυσικά δεν πρέπει να σταθούμε στο γεγονός ότι ο γαιοκτήμονας, όταν δούλευε σε άλλους, πριν φτάσει εκεί όπου έφτασε, έπαιρνε μισθό, τώρα όμως αυτός δεν δίνει. «Είναι άτυχοι. Οι συγκυρίες δεν τους ευνοούν» λέει «Τρελός είμαι; να τους λυπηθώ και να μειώσω τα αγαθά που απολαμβάνω;»

 

Αυτή η χρονιά είναι γουρλίδικη για τον πλούσιο γαιοκτήμονα. Το χωράφι κατακίτρινο. Το σιτάρι βουνό. Το αμπέλι όλο κόκκινο σταφύλι. Άφθονο το κρασί. Οι ελιές παραφορτωμένες. Λάδι πολύ. «Τι θα κάνω τόσο καρπό;» σκέφτηκε «Θα πρέπει να χτίσω κι άλλες αποθήκες να χωρέσει.  Κι έπειτα; Ψυχή, ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου.  Καλά τα κατάφερα ο μπαγάσας!»

Κάλεσε τους φίλους του να γλεντήσουν. Έφαγαν και ήπιαν πολύ. Αυτό το βράδυ μπορεί να είδε στο όνειρό του την γυναίκα με το άρρωστο παιδί, τον εργάτη που ήθελε να βλέπει την οικογένεια του. Μπορεί και όχι. Αν τους είδε, απλά άλλαξε πλευρό. Ήσυχος, μέχρι να νιώσει το σύγκρυο στο κορμί του κι ένα πόνο στην καρδιά, που αμέσως σταμάτησε τον ρυθμικό της χτύπο.

Το σώμα έμεινε άσειστο, καθώς η ψυχή έφυγε απ’ αυτό. Έβλεπε νεκρωμένο τον οίκο που την φιλοξένησε τόσα χρόνια. Χοντρό. Ω, μα μόνο για τον οίκο νοιάστηκε; Για αυτόν έβαλε πλώρη από την αρχή της ζωής του, αγνόησε όμως τον κάτοικο, o άφρων.