Μικρά Αγανάκτησης Τέλους

2016-01-30 15:28

Δεν θέλω να σας τρομάξω, αλλά είμαι χαρούμενη, γιατί μια μέρα θα πεθάνω. Θα κάνω υπομονή μέχρι τότε και... Θεός σχωρέσ’ με!

24/10/14 2:40 π.μ.

 

Κι όλο αυτό το τίποτα, για το τίποτα;

24/10/14 2:40 π.μ.

 

Τι είπες τώρα που άκουσες «ουράνιο τόξο» κάπου τυχαία; Τι είπες; Γέλασες; 30.11.14

 

Σκληρό

 

Θυμάμαι μια εποχή που είχα όνειρα.

Θυμάμαι να ελπίζω 

για ένα συνοδοιπόρο, για μια αγάπη.

Βλέμμα αυστηρό απ’ τη ζωή και χαστούκι.

Δεν είχε άλλο να μου δώσει.

 

30/11/14

 

Ο δυστυχής εγκώμιο θα πλέξει για τον θάνατο, μην τον ρωτάς, για την ζωή˙ σιγή.

14.12.14

 

Όλα τα είπες εσύ. Βιάστηκες όλα να τα πεις. Όλα ήταν από εσένα, εγκώμια, ταξίματα, χτισίματα. Κι έπειτα εσύ ο ίδιος να αποδοκιμάζεις, να παίρνεις πίσω, να γκρεμίζεις. Όλα εσύ, εγώ μόνο κοιτούσα την βίαιη αλλαγή. 14.12.14

 

Και έφτασαν σε συμπέρασμα: «Είναι ευαίσθητη.» Αφήστε το. Ποιοι είναι οι ευαίσθητοι και ποιοι οι αναίσθητοι, αφήστε το. 14.12.14

 

 

Και τέλος πάντων τι είναι ο θάνατος; Επιτέλους ένα τέλος ή επιτέλους μια αρχή; 15,1,15

 

Κάποτε να βγει ένα «νυν απολύεις...» έχοντας συναντήσει το μέγιστο. 2.2.15

 

Γιατί είναι άσχημη η ζωή; Θα σας πω για τα νιάτα. Γερατειά δεν γνώρισα κι η παιδική ηλικία ήταν σε χωριό με γονείς, αδέρφια και φίλους... Για τη νιότη ξέρω. Είναι πως οι κοπέλες ονειρεύονται μιαν αγκάλη μοναχά, ένα χάδι στα μαλλιά, αγάπη, όμως οι άντρες αρχικά γίνονται χαλί να τα προσφέρουν, μα έπειτα δεν τους καίγεται καρφί παρά για ένα πράγμα. Ωστόσο η κοπέλα έχει πιστέψει σ’ αυτόν, έχει εμπιστέψει τα όνειρα της, την ζωή της, την αγάπη της σε εκείνον που σύντομα φεύγει. Αυτή είναι η τραγωδία. 2.2.15

 

Παραδέξου το: ήσουν ένας βλάκας! Υπερβάλλω; Σου ζήτησα να συναντηθούμε και είπες παρεμπιπτόντως να την χωρίσω. Αλλιώς; αν δεν είχα ζητήσει να έρθεις θα επέστρεφες με τους φίλους σου στη γειτονιά σου, δηλαδή δεν θα μου έλεγες τίποτα, δηλαδή θα έφευγες για την δουλειά σου, για όσο θα καθόσουν, θα ήσουν αλλού και εμένα δεν θα μου έλεγες τίποτα.

«Α καλάάά... νομίζεις πως τότε σε χώρισα; σε είχα χωρίσει καιρό πριν, απλά δεν στο είχα πει.» Σωστά ο βλάκας ήμουν εγώ. 2.2.15

 

Να γυρίσω το χρόνο πίσω; Όχι! Όχι! Δεν ξαναζώ! 2.2.15

 

Το υστερόγραφο σου, ή δεν ήταν υστερόγραφο, ήταν ανάμεσα στα άλλα  «σοβαρά» που είχες πει, ήταν «να με χαιρετάς, άμα με βλέπεις, μην γίνουμε ξένοι» και πώς να σας προσφωνώ παρακαλώ; αναίσθητο γουρούνι μήπως;

 

Εσύ νόμιζες θα βάλεις τη ζωή σου σε μια τάξη κι εγώ ήμουν μεγάλη αταξία για ‘σένα.

 

Και ευτυχώς μετά την ώριμη απόφαση σου να μ’ αφήσεις, δεν άλλαξες γνώμη ούτε μια φορά. Ή δεν άλλαξες γνώμη μια φορά. Όχι, όχι δεν με κυνήγησες και πάλι για να με φτύσεις και πάλι. Όχι, όχι αυτή τη ανωριμότητα δεν θα την επωμιστείς. Κι ούτε την άλλη φορά είπες « Εγώ θέλω, εκείνος δεν μ’ αφήνει. Δεν μπορώ.» γιατί εσύ θέλεις να είσαι μαριονέτα, να μην έχεις ευθύνη για της επιλογές σου. Να εμπιστευτείς απόλυτα κάποιον και να του αφήσεις την αυτοκυριαρχία σου, όπως η Ελλάδα στην Ευρώπη.

 

Η αλλαγή στα λόγια μοίρες 180. Το δεξιά έγινε αριστερά κι ανάστροφα. Το πάνω κάτω. Το εδώ εκεί. Το πάντα ποτέ. Το εμείς εγώ, εσύ.

 

Τώρα θα τα γράψω, θα τα καταγράψω όλα, γιατί τόσο καιρό σε περίμενα. Τόσο ηλίθια...

 

Λέει, δεν μιλούσα και έπρεπε να έχω πράγματα μέσα μου που με πνίγουν και κάποτε θα κάνω ένα «μπαμ» και θα βγουν χείμαρρος. Έπρεπε να γίνει αυτό. Φοβόταν πως θα γίνει, είχε προβλέψει ότι θα γίνει, έπρεπε να γίνει! Αλλά αφού δεν έγινε από εμένα, το έκανε αυτός. Κρατούσε μέσα του υποψίες, υποθέσεις, αηδίες, για να μην σκάσει χωρίσαμε και έπειτα  όταν λίγο τσιγκλίστηκε βγήκαν όλα στην επιφάνεια όλα τα χαζά του, μα ήταν τότε, λέει, πολύ αργά.

 

Τώρα πρέπει να κάτσω να λύσω το πρόβλημα: εγώ πήρα με κακό μάτι τη ζωή ή αυτή εμένα; Ποιός έκανε την αρχή;

 

Έζησα πεθαμένη, μαζί με άλλους ζωντανή, από αυτούς για αυτούς. Όσο μαζί τους ζωντανή. Έπειτα από τον αποχωρισμό επέστρεφα στο μνήμα μου στις θύμησες, την μοναξιά και την πραγματικότητά μου, να πάρω θέση στην κάσα. Πώς ζει ο άνθρωπος χωρίς προσδοκίες, χωρίς όνειρα με θέα μαύρο; Δεν ζει˙ περιμένει να του δοθεί ξανά ζωή.

 

Εντάξει, δεν υπάρχουν λόγια και δεν θα βρεθούν, αφού μπόρεσε να υπάρξει αντίζηλος μου μια γειτονιά...

 

Τώρα όμως όσα γράφτηκαν κάποτε για εκείνον

δεν ανήκουν σε εκείνον

την θέση άφησε άδεια

δεν έχουν που να προσκολληθούν

μέχρι να ‘ρθει νέος να την κερδίσει

θα μείνουν μετέωρα, ντροπιασμένα, βουβά˙

πάντα πληγωμένα. 11.2.15

 

Αυτό που ξεμπλέκεις από ένα βλάκα και πικραίνεσαι, είναι ανήκουστο! 12.2.15

 

Γιατί έχει τόσο πόνο η νιότη; Πώς και οι γέροι δεν θυμούνται τίποτα από αυτόν;

 

Πέταξε εμένα, αφού δεν μπορούσε να πετάξει ούτε μια σπιθαμή από τον εαυτό του.

 

Από όλους τους αριθμούς βρήκε τον μηδέν να πολλαπλασιάσει τον έρωτα του...

 

Ρόδα κολλημένη στην λάσπη. Το χώμα λάσπωσε στα δάκρυα. Δύναμη έβαζε να γυρίσει να φύγει, μα μόνο γύρω από τον εαυτό της έκανε στροφές. Έπρεπε επιτέλους να σταματήσει το κλάμα, να περιμένει τον ήλιο. 2.15

 

Στην κορυφή της μοναξιάς

δεν κοπίασα να ανέβω

δεν θέλησα

παλίρροια με σήκωσε

ανήμπορη να αντισταθώ.