Εδώ εσύ;

2017-01-27 18:53

Χαρακτήρες έργου:

 

Απελλής Πανσέληνος

Καικιλία Θαλασσινή

Αγλαοφών Θεοφάνης

Τιτή

Υπάλληλος

ΜΕΡΟΣ Α

Σκηνή 1

Ακούγεται μόνο μουσική, όχι λόγια, είναι σαν ένα πλάνο, που παρακολουθείται, από μακριά, αλλ’ όμως το βλέπουν μπροστά τους. Η Καικιλία και ο Αγλαοφών εμφανίζονται σαν μουσικοί του δρόμου (κατά προτίμηση παίζουν κανονάκι και ούτι αντίστοιχα, π.χ από το Bezmârâ - Splendours of Topkapı το Nihavend Peşrev.). Ο Αγλαοφών φορά παντελόνι με τιράντες και ένα κασκέτο. Μπροστά τους -αντί για καπέλο με ψιλά- βρίσκεται ένα μηχανηματάκι. Από τους περαστικούς κάποιοι αφήνουν κάποιο γλυκό ή φρούτα. Άλλοι βάζουν την κάρτα τους στο μηχανηματάκι και πληκτρολογούν κάτι. Κοιτούν την Καικιλία. Η Καικιλία γνέφει «ευχαριστώ», είναι ανέκφραστη, δεν χαμογελά, μάλλον μελαγχολική. Ο Απελλής περνάει από εκεί. Ο Απελλής είναι πασίγνωστος ζωγράφος. Έχει μακριά μαλλιά και τα στερεώνει με ένα πινέλο, κατά τα άλλα είναι κομψά και καλά ντυμένος. Σταματά απότομα, βγάζει από τα αυτιά του τα ακουστικά και παρακολουθεί την μουσική της Καικιλίας. Τελειώνει η μουσική, οι μουσικοί σταματούν να ξεμουδιάσουν. Ο Απελλής απευθύνετε στην Καικιλία, την ρωτά κάτι –οι θεατές βλέπουν, αλλά δεν ακούν τι λένε- αυτή δεν του δίνει σημασία, ο Αγλαοφών απαντάει αντί για αυτήν. (Αυτό που συμβαίνει είναι: ο Απελλής ζητά να μάθει το όνομα της Καικιλίας, αυτή δεν του απαντά, ο Αγλαοφών απαντά για αυτήν και της εξηγεί ότι είναι διάσημος και δεν μπορεί να τον αγνοεί) Στην σκηνή μπαίνει ο υπάλληλος. Ο Αγλαοφών και η Καικιλία ταράζονται, μαζεύουν γρήγορα τα όργανα και φεύγουν, πριν τους δει ο υπάλληλος. Ο Απελλής τους ακολουθεί.Ο υπάλληλος βρίσκει το μηχανηματάκι, που έμεινε πίσω, το περιεργάζεται απορημένος.

Σκηνή 2

Ο Απελλής μπαίνει για να εξυπηρετηθεί σε γραφεία, μπορεί να βγάλει χαρτάκι που αριθμεί την σειρά του ή και όχι. Εκεί περιμένει και ο Αγλαοφών. Αν υπάρχουν νουμεράκια, τότε ο Αγλαοφών ανταλλάσει τον αριθμό του με τον Απελλή που ήρθε αργότερα από αυτόν.

Αγλαοφών: Κύριε Απελλή, εδώ εσύ;

Απελλής: Όχι εγώ, το πουκάμισό μου... Εγώ αυτή την στιγμή είμαι στην Αίγυπτο και πουλάω μπαχαρικά...

Αγλαοφών: Κύριε Απελλή, δείξε συμπάθια... ήταν τρόπος του λέγειν...

Απελλής: Μπα; Έχει τρόπους το λέγειν;

Αγλαοφών: Αναλόγως ποιος μιλάει σε ποιον... Αν μιλάει μια προσωπικότητα σε ένα μέσο άνθρωπο, μάλλον δεν έχει... Ε;

Ο Απελλής κουνάει θετικά το κεφάλι, σαν να λέει «έχεις δίκιο», για να τον προσπεράσει.

Αγλαοφών: Κύριε Απελλή, δεν ξέρεις, τι βαθιά εκτίμηση έχω για την δουλειά σου...

Απελλής: Αυ...τά!

Αγλαοφών: Με διώχνεις;

Απελλής: Εγώ; Προς Θεού! Την ησυχία μου θέλω μόνο.

Αγλαοφών: Ξέρεις... ζωγραφίζω και εγώ... Έμαθα στην... Άσ’ το.

Απελλής: Μην βγω σε δημόσιο χώρο, έρχονται όλοι να μου πουν πως με αναγνωρίζουν, με θαυμάζουν, πως ζωγραφίζουν κι αυτοί. Καταντάει ενοχλητικό... αλλά εσύ, δεν με γελάς, για να κυκλοφορείς έτσι, δεν είσαι παρά ένας Πλήβειος!

Αγλαοφών: Κι όμως... όχι! Ε... εντάξει, απ’ την Υπατεία δεν είμαι. Απ’ την Πατρίκια όμως;

Απελλής: Τι; (γελάει) Είσαι απ’ την Πατρικία;

Αγλαοφών: Ναι, ναι από εκεί... Δηλαδή...

Απελλής: Τότε τι είναι αυτά τα ρούχα;

Αγλαοφών: Τα ρούχα; Τι έχουν τα ρούχα μου;

Απελλής: Αυτά είναι ρούχα από ντουλάπες τρίτης κατηγορίας... Στις ντουλάπες της Πατρικίας, τιράντες;

Αγλαοφών: Έχει. Μου αρέσουν οι τιράντες! Μήπως και εσύ δεν στερεώνεις με ένα πινέλο τα μαλλιά σου;

Απελλής: Κοίτα τον. Έχει και άποψη ο τύπος... Για πες μου λίγο σε παρακαλώ, αστικό χρησιμοποιείς; Δεν σε έχω δει στο αστικό.

Αγλαοφών: Ε, και; Ε... Δεν θα έτυχε...

Απελλής: Δεν θα έτυχε; Αυτό δεν είναι δυνατό. Όλη η καλή κοινωνία χρησιμοποιεί την συγκοινωνία. Εκεί συναντιόμαστε καθημερινά. Έτσι γνωριζόμαστε όλοι, τουλάχιστον φυσιογνωμικά.

Αγλαοφών: Το γνωρίζω...

Απελλής: Μη με διακόψεις άλλη φορά, παρακαλώ. Μόνο οι Πλήβειοι δεν δικαιούνται ελεύθερη μετακίνηση. Μα τι κάθομαι και ασχολούμαι; Δεν μπα να ‘σαι ό,τι θες. Τι με νοιάζει εμένα; Άντε να δούμε, θα έρθει η σειρά μου καμιά ώρα;

Αγλαοφών: Αν δεν χρησιμοποιούσα αστικό, πώς θα μπορούσα να έρθω ως εδώ; Με τα πόδια;

Απελλής: Όχι βέβαια, οι εστίες είναι στην άλλη άκρη της πόλης! Αλλά μπορεί να χρησιμοποίησες την διαδρομή του μήνα. Ή μπορεί να αντάλλαξες ένα γεύμα σου με μια-δυό διαδρομές. Ή μπορεί να ελευθέρωσες κανένα εγκλωβισμένο γατί και για να σε τιμήσει ο δήμος να σου χάρισε την διαδρομή...

Αγλαοφών: Ή μπορεί και να μου έχει χορηγηθεί η ελευθερία μετακίνησης...

Απελλής: Μπορεί. Στο εύχομαι!

Αγλαοφών: Ευχαριστώ, κύριε Απελλή!

Απελλής: Αυτό πάλι; Ευχαριστεί για κάτι που έχει ήδη κατά τα λεγόμενα του...

Αγλαοφών: Μην με ειρωνεύεσαι, κύριε Απελλή! Φτάνει πια! Και εν τέλη, δεν ντρέπομαι να πω την αλήθεια. Είμαι Πλήβειος. Μένω στις εστίες και δεν ντρέπομαι γι’ αυτό!

Απελλής: Εγώ πάλι στην θέση σου θα ντρεπόμουν. Ώστε καλά το κατάλαβα, δεν είσαι παρά ένας τεμπέλης...

Αγλαοφών: Εμένα δεν μου δόθηκε η ευκαιρία, ξέρεις...

Απελλής: Αποκλείεται! Αποκλείεται να μην σου δόθηκε η ευκαιρία! Ω, Θε μου! Τι ακούω! Καταλαβαίνεις τι είπες; Καταλαβαίνεις τι έχεις πει;

Αγλαοφών: Ξέρω όμως...

Απελλής: Σε αυτήν την πόλη όλοι γεννιόμαστε σε νοσοκομείο με την καλύτερη περίθαλψη!  Όλοι ανεξαιρέτως έχουμε πρόσβαση στην μόρφωση! Επιλέγουμε ελεύθερα τον κλάδο, που θέλουμε να ακολουθήσουμε και τον επαγγελματία που θέλουμε να γίνει δάσκαλο μας. Την κατάλληλη στιγμή ξεκινάμε εργασία. Έπειτα τίποτα δεν στερείται, όποιος παράγει σ’ αυτή την πόλη.

Αγλαοφών: Εγώ στερήθηκα επιλογής...

Απελλής:  Μη μου λες στερήθηκες επιλογής! Ως και το όνομά του ο καθένας μπορεί  να το επιλέξει, όταν κριθεί ότι έφτασε στο αναγκαίο επίπεδο ωριμότητας και αυτογνωσίας. Μιλάμε για τέτοια περιθώρια επιλογής! Τέτοια ελευθερία!

Αγλαοφών: Εγώ ξέρετε είχα ένα πρόβλημα...

Απελλής: Για μας δεν υπάρχουν άνθρωποι που να έχουν κάποιο πρόβλημα. Για όλους βρίσκεται πού και πόσο μπορούν να προσφέρουν. Τους δίνεται η κατάλληλη θέση, την κατάλληλη ώρα... Μόνο ένας τεμπέλης θα μπορούσε να κατηγορήσει το σύστημά μας πως δεν του έδωσε την ευκαιρία! Ένας τεμπέλης για να βγάλει απ’ έξω την ουρά του...

Αγλαοφών: Κι όμως μπορεί και να μην είναι έτσι ακριβώς...

Απελλής: Αποκλείω, οποιαδήποτε άλλη εκδοχή.

Αγλαοφών: Μερικές φορές όταν είναι κάποιος είναι σίγουρος για κάτι...

Απελλής: Επιτέλους! Ήρθε η σειρά μου!  Πόσο λυπάμαι που θα σ’ αφήσω... Άντε γεια και χάρηκα που τα είπαμε!

Αγλαοφών: Και τον είχα σε εκτίμηση...

Ο Απελλής πάει στην υπηρεσία. Η Τιτή είναι η υπάλληλος πίσω από έναν πάγκο.

Τιτή: Την κάρτα, παρακαλώ.

Απελλής: Ορίστε, κυρία. (Δίνει την κάρτα του. Η Τιτή την βάζει στο μηχάνιμα και εμφανίζονται τα στοιχεία του)

Τιτή: Ο Απελλής Πανσέληνος! (τον κοιτά) Είσαι εσύ; Αχ!

Απελλής: Όχι εγώ, ο σωσίας μου... Ή μάλλον όχι ο δικός μου, του Ντοστογιέφσκι...

Τιτή: Α, τι χιούμορ! Μα πώς έχετε ομορφύνει έτσι!

Απελλής: Ξέρεις ήρθα εδώ για...

Ττή:  Μα τι βλέπουν τα ματάκια μου; 87,7% στο πεδίο αποδοτικότητας! Ανατολικά προάστια Υπατείας! Ντουλάπες Υπατείας. Όλο και πιο πολύ μου αρέσεις, κύριε Απελλή! Φυσικά, ελεύθερη η μετακίνηση, μαγειρευτό φαγητό από βιολογικά προϊόντα, αυτόνομη ενέργεια, πρόσβαση στα οχήματα προς την εξοχή...

Απελλής: Παρακαλώ, να γίνεις πιο διακριτική και να μην κοιτάς τα προσωπικά μου στοιχεία...

Τιτή: Με συγχωρείς, κύριε Πανσέληνε! Μια προσωπικότητα σαν εσένα... δεν έχουμε την τύχη να περνά από εδώ κάθε μέρα... Θέλω να ξέρω τα πάντα!

Απελλής: Ήρθα να εξυπηρετηθώ, παρακαλώ.

Τιτή: Και πολύ καλά έκανες! Τι θέλεις, παρακαλώ;

Απελλής: Ήρθα να ζητήσω να μου χορηγηθεί ελευθερία... (κομπιάζει)

Τιτή: Ναι.

Απελλής: ...στο πεδίο του έρωτα.

Τιτή: Μισό λεπτό να μπω. Πεδίο έρωτα... Άδειο. Άδειο;  Άδειο! Μηδέν τοις εκατό. Ουάου! Τι θέλεις;

Απελλής:  Το 100%! Δηλαδή... δεν ξέρω, τι δυνατότητες έχω;

Τιτή: Αλήθεια δεν ξέρεις;

Απελλής: Ενημέρωσε με και χωρίς πολλές καθυστερήσεις, παρακαλώ.

Τιτή: Καθυστερήσεις; Μα εμείς δεν ξέρουμε τι είναι αυτό το πράγμα.

Απελλής: Ωραία. Πες μου.

Τιτή: Υπάρχει συγκεκριμένη διαδικασία χωρισμένη σε τρία στάδια. Να τα πω;

 

Απελλής: Όχι, μου αρκεί να γνωρίζω ότι υπάρχει συγκεκριμένη διαδικασία χωρισμένη σε τρία στάδια... Φυσικά και να τα πεις!

 

Τιτή: Εντάξει. Βήμα 1ο χορήγηση άδειας γνωριμίας. Αντιστοιχεί στο τριάντα τρία κόμμα τρία, τρία, τρία, τρία...

 

Απελλής: Αρκετά με τα τριάρια! Παρακάτω.

 

Τιτή: ...τοις εκατό. Βήμα 2ο μερική επισημοποίηση. Γνωστοποιείται στις οικογένειες των ενδιαφερόμενων μερών. Αυτό που κάποτε έλεγαν "αρραβώνα". Αν θέλεις να το κάνεις πιο παραδοσιακό μπορείς να προσφέρεις και δαχτυλίδι, πράγμα που θα το πρότεινα...

 

Απελλής: Ξέρω, ξέρω. Συνέχισε.

 

Τιτή: Αντιστοιχεί στο εξήντα έξι κόμμα έξι, έξι...

 

Απελλής: τοις εκατό. Συνέχισε παρακαλώ.

 

Τιτή: Βήμα 3ο πλήρη επισημοποίηση. Αυτό που παραδοσιακά έλεγαν "γάμο"... Οι δυο γίνονται ένα. Η νέα αποδοτικότητα σε καθένα από τα μέλη είναι ο μέσος όρος των ποσοστών αποδοτικότητας του καθένα. Το επίπεδο αποδοτικότητας αλλάζει αν...

 

Απελλής: Εντάξει, κατάλαβα. Είναι ανάγκη να πετσοκόβεται αυτή η διαδικασία; Εννοώ, δεν μπορεί να ακολουθήσει μια πιο ομαλή ροή, πιο ελεύθερη;

Τιτή: Δεν την πετσοκόβω εγώ, κύριε Απελλή!

Απελλής: Εννοούσα γενικά. Τέλος πάντων. Οπότε; Τι γίνεται τώρα;

Τιτή: Μπορείς να κάνεις έναρξη της διαδικασίας. Στην κάρτα σου θα χορηγηθεί η άδεια του 33,3333...

Απελλής: Τοις εκατό. Κατάλαβα. Καν’ το.

Τιτή: Αίτηση για το επόμενο στάδιο μπορείς να κάνεις και μέσω e-mail! Δεν χρειάζεται να έρθεις ξανά εδώ. Δυστυχώς για εμένα. Αν επιθυμείς να διακόψεις, μπορείς να το κάνεις σε οποιοδήποτε χρόνο. Πάλι μέσω e-mail. Ενημερώνεται η νέα σου κατάσταση αυτόματα... ελεύθερος! Για αυτήν την περίπτωση να σου δώσω το τηλέφωνό μου;

Απελλής: Αρκετά! Θέλω να κάνω έναρξη σήμερα!

Τιτή: Σε ποιο πρόσωπο να κάνω αίτηση για σύνδεση; Υπενθυμίζω ότι αυτό δεν θα γνωστοποιηθεί πριν το επόμενο στάδιο. Για αρχή θα το γνωρίζεις εσύ, η κοπέλα και εμείς...

Απελλής: Το έχω καταλάβει. Καικιλία Θαλασσινή λέγεται.

Η Τιτή πληκτρολογεί. Σταματά λίγο. Τον κοιτά περίεργα.

Τιτή: Δεν υπάρχει αυτό το πρόσωπο!

Απελλής: Πώς; Τι εννοείς δεν υπάρχει;

Τιτή: Απλούστατα δεν υπάρχει αυτό το όνομα στο σύστημά μας.

Απελλής: Αποκλείεται! Το έγραψες λάθος! Πληκτρολόγησε ξανά: κάπα, άλφα, γιώτα…

Τιτή: Σωστά το πληκτρολόγησα. Εκείνη δεν σου είπε το πραγματικό της όνομα… Αλλά εσύ ολόκληρος Απελλής Πανσέληνος, δεν θα πικραθείς για ένα άμυαλο κορίτσι... Κι ίσως πάλι αυτό δεν έγινε τυχαία...

Απελλής: Φτάνει πια! Δοκίμασε και πάλι!

Τιτή: Άκυρη η διαδικασία. Επόμενος!

Απελλής: Μα…

Τιτή: Επόμενος!

Απελλής: Πληκτρολόγησε ξανά!

Τιτή: Επόμενος!

Ο Αγλαοφών κατευθύνεται προς τα εκεί,ο Απελλής είναι εκνευρισμένος και τον σπρώχνει.

Απελλής: Δοκίμασε πάλι είπα! (στην Τιτή)

Αγλαοφών: Είναι φορές που ένα ποντικάκι μπορεί να βοηθήσει το λιοντάρι, κύριε Απελλή… Ένα ποντικάκι...

Ο Απελλής τον κοιτά επίμονα, κολλάει σαν να θυμάται κάτι.

Απελλής: Ήσουν εσύ; Όχι, δεν μπορεί! Τι σχέση μπορεί να έχεις εσύ, ένας Πλήβειος;

Φεύγει. Ο Αγλαοφών πάει στην υπάλληλο.

Αγλαοφών: Ορίστε η κάρτα μου, κυρία.

Τιτή: Τι θέλεις;

Αγλαοφών: Κωδικός αίτησης εργοδότη: 257.  Χορήγηση ελευθερίας χρήσης του αστικού. Δυο διαδρομές την ημέρα. 7:30 το πρωί από τις εστίες προς την «καθαριότητα ΕΠΕ» και 4:10 το απόγευμα ανάστροφη διαδρομή. Ξεκίνησα να δουλεύω ξέρεις...

Τιτή: (χαζογελά) Συγχαρητήρια κύριε! Χαίρομαι πολύ να βλέπω να γίνονται άνθρωποι κάποιοι-κάποιοι.

Αγλαοφών: Ναι, έχω αλλάξει. Θα μπορούσα να σε βγάλω και για ένα ποτό... Καλά, όχι, τώρα. Στο μέλλον ίσως...

Τιτή: Μάλιστα. Την εμφανίζει. Επιτυχία. Η άδεια χορηγήθηκε. Ορίστε η κάρτα σου. Επόμενος.

Αγλαοφών: Ευχαριστώ πολύ! Α... και μια διαδρομή για να επιστρέψω σπίτι, παρακαλώ..!

Τιτή: Επόμενος!

Αγλαόφων: Δεν έχω διαδρομή να επιστρέψω σπίτι. Παρακαλώ, χορηγείστε μου μια διαδρομή!

Τιτή: Αυτά τα λένε απ’ την αρχή, κύριε...

Αγλαοφών: Ξέχασα να το πω...

Τιτή: Θα περιμένεις λίγο... Έχει κόσμο στην ουρά.

Στην πραγματικότητα δεν είναι κανείς άλλος, η Τιτή φεύγει, ο Αγλαοφών κάθεται απογοητευμένος.

Σκηνή 3

Η πολιτεία είναι χωρισμένη σε τρεις τάξεις. Τα δικαιώματα χορηγούνται στο άτομο ανάλογα με το ποσοστό αποδοτικότητας του στο σύστημα. Αυτοί που έχουν υψηλή αποδοτικότητα μένουν στην Υπατεία και έχουν πλήρη προνόμια και την καλύτερη ποιότητα ζωής. Αυτοί που έχουν μέτρια αποδοτικότητα μένουν στην Πατρικία κι έχουν προνόμια αλλά σε χαμηλότερη ποιότητα, ενώ οι Πλήβειοι είναι άνεργοι, αντιφρονούντες, μένουν στις εστίες, τρώνε εκεί και τους παρέχεται ένδυση. Δεν έχουν κανένα άλλο προνόμιο. Οι πρόσφυγες αντιμετωπίζονται όπως οι Πλήβειοι, αλλά θεωρούνται κατώτεροι. Ο Απελλής πάει στις εστίες να βρει τον Αγλαοφών. Ο υπάλληλος τον βλέπει.

Υπάλληλος: Ποιόν ζητάς, κύριε; Ω, ο Απελλής Πανσέληνος! Εδώ εσύ;

Απελλής: Όχι εγώ, (σιγανά) το κουρέλι μου… (δυνατά)Εγώ, εγώ είμαι, ναι! Ζωγραφίζεις και εσύ;

Υπάλληλος: Πώς; Όχι! Γιατί ρωτάς;

Απελλής: Ρωτάω; Τι ρωτάω; Μήπως ξέρω και εγώ τι ρωτάω;

Υπάλληλος: Πες μου, κύριε Απελλή, τι ζητάς εδώ;

Απελλής: Τον… Τον… Αχ, πώς τον λένε; Μα... δεν ξέρω το όνομά του...

Υπάλληλος: Είσαι καλά, κύριε;

Απελλής: Φοράει ένα καφέ κασκέτο...

Υπάλληλος: Τίποτα πιο ιδιαίτερο;

Απελλής: Φοράει παντελόνι με τιράντες...

Υπάλληλος: Αλήθεια; Ποιος φοράει παντελόνι με τιράντες την σήμερον ημέρα; Α, βέβαια, ο Αγλαοφών Θεοφάνης! Το ξέρω αυτό το ρεμάλι.

Απελλής: Ναι, ναι, αυτός! Αυτός πρέπει να είναι! ...(σκέφτεται λίγο) Αγλαοφών Θεοφάνης είπες;

Υπάλληλος: Ναι.

Απελλής: Μπράβο όνομα!

Υπάλληλος: Τι έχει;

Απελλής: Καλά δεν ξέρεις; "Αγλαοφών" όνομα αρχαίου Έλληνα ζωγράφου. "Θεοφάνης" βυζαντινού.

Υπάλληλος: Μπράβο! Πώς ένας τέτοιος άνθρωπος, μπόρεσε να επιλέξει τέτοιο όνομα;

Απελλής: Πού να ξέρω; Μα πες μου, ποιο είναι το δωμάτιο του;

Υπάλληλος: Δωμάτιο 17 στην πρώτη πτέρυγα. Όμως φοβάμαι πως τώρα δεν θα τον βρεις εκεί. Δουλεύει. Με το αστικό των 4:10 επιστρέφει.

Απελλής: Όλα τα ξέρεις. Καλά λοιπόν. Θα περιμένω.

Υπάλληλος: Θα περιμένεις; Εσύ; Τον Αγλαοφών;

Απελλής: Ναι, θα τον περιμένω...

Υπάλληλος: Μήπως θέλεις να του μεταφέρω εγώ κάτι;

Απελλής: Όχι! (θέλει να δικαιολογήσει την στάση του, ρίχνει τον τόνο) Ζωγραφίζει κι αυτός... ξέρεις... Γιατί με κοιτάς έτσι;

Υπάλληλος: Όχι. Τίποτα. Τίποτα. Εντάξει. Όπως θέλεις.

Ο Απελλής έκατσε να περιμένει τον Αγλαοφών, για εμένα μπορεί να κάτσει και κατάχαμα. Όταν τον βλέπει να έρχεται, σηκώνετε και κατευθύνετε στο μέρος του.

Αγλαοφών: Κύριε Απελλή! Εσύ εδώ;

Απελλής: Εγώ εδώ. Μάλιστα.

Αγλαοφών: «Όχι εγώ, το πουκάμισό μου…»

Απελλής: Ήρθα για την Καικιλία. Την ξέρεις!

Αγλαοφών: Την ξέρω; Πού να την ξέρω; Ποια να ξέρω;

Απελλής: Την Καικιλία! Δεν ακούς;

Αγλαοφών: Καικιλία, Καικιλία… Δεν θυμάμαι!

Απελλής: Την ξέρεις! Ήσουν και εσύ την μέρα που την συνάντησα... Εσύ μου την σύστησες. Εσύ δεν ήσουν; Ήσουν εσύ!

Αγλαοφών: «Το σύστημά μας δίνει σε όλους την ευκαιρία. Μόνο τεμπέληδες κατηγορούν ότι δεν τους έδωσε την ευκαιρία…»

Απελλής: Τι εννοείς;

Αγλαοφών: Με περιφρόνησες, κύριε Απελλή... Δεν θέλησες να σου δώσω εξηγήσεις...

Απελλής: Σαν τι εξηγήσεις δηλαδή;

Αγλαοφών: Για το πώς βρέθηκα στις εστίες...

Απελλής: Τέλος πάντων, ξέχασε τα τα παλιά...

Αγλαοφών: Τα παλιά; Ήταν μόλις χθες...

Απελλής: Ήρθα εδώ, γιατί θέλω να μάθω για την...

Αγλαοφών: Δεν ξέρω καμία Καικιλία...

Απελλής: Τι θέλεις; Θέλεις να σου ζητήσω συγγνώμη; Αυτό θα σε ευχαριστούσε;

Αγλαοφών: Χμ, καλό ακούγεται για αρχή. Λοιπόν;

Απελλής: Συγγνώμη.

Αγλαοφών: Δεν το εννοείς...

Απελλής: Συγγνώμη! (το φωνάζει)

Αγλαοφών: Τώρα το εννοούσες, ας πούμε... Τέλος πάντων. Επανάλαβε μετά από εμένα: ¨Συγγνώμη Αγλαοφών. Υπήρξα υπερόπτης.¨

Απελλής: Υπερόπτης; Στα αλήθεια πιστεύεις πως υπήρξα υπερόπτης;

Αγλαοφών: Το πρόβλημα είναι πως δεν το πιστεύεις εσύ. Γι΄αυτό θα συμβιβαστώ. Μου αρκεί να ακούσω να το προφέρεις.

Απελλής: Ω, Θέ μου! «Συγγνώμη Αγλαοφ...

Αγλαοφών: Χωρίς επιφωνήματα. Και δυνατά!

Απελλής: Συγγνώμη Αγλαοφών. Υπήρξα υπερόπτης.

Αγλαοφών: Υπερόπτης; Αλήθεια το παραδέχεσαι;

Απελλής: Είπαμε. Όχι! Θα μου πεις τώρα. Το συμφωνήσαμε.

Αγλαοφών:  Εντάξει. Θα σταθώ εντάξει απέναντι στον λόγο μου. Θα μιλήσω. Αν και δεν το αξίζεις πραγματικά. Η Καικιλία λοιπόν…

Απελλής: Επιτέλους!

Αγλαοφών:  ...δεν είναι από την πόλη μας… Είχε έρθει απ’ έξω, πριν από...

Απελλής: Ορίστε; Ούτε καν Πλήβεια; Ούτε καν Πλήβεια...

Ο Απελλής κρύβει το πρόσωπό του στα χέρια του. Φεύγει τρέχοντας...

Αγλαοφών: Δεν του αρέσει και πολύ το γεγονός.

Σκηνή 4

Μπαίνει ο υπάλληλος στην έκθεση ζωγραφικής του Απελλή:

Υπάλληλος: Κύριε Απελλή, μπορώ να σου μιλήσω λίγο ιδιαίτερα;

Απελλής: Ορίστε.

Υπάλληλος: Είναι... θέλουν να περάσουν δύο... Πλήβειοι φαίνονται...

Απελλής: Στην έκθεση μου; Μπα, και τι να κάνουν;

Υπάλληλος: Ο ένας μου είπε να σου πω πως σε ξέρει.

Απελλής: (γελά ειρωνικά) Φυσικά. Κάνω συχνά παρέα με Πλήβειους!

Υπάλληλος: Μου είπε να σου πω, πως είναι με την Καικιλία... (λίγη σιωπή, ο Απελλής δεν αντιδρά) Όμως μην σε απασχολώ άλλο, θα τους διώξω...

Απελλής: Όχι! (παύση) Τώρα που το ξανασκέφτομαι, άφησε τους να περάσουν.

Υπάλληλος: Μα... εγώ τους διαβεβαίωσα πως θα τους διώξεις. Κι ήρθα και περίμενα να μου πεις να τους διώξω. Δεν έρχονται οι Πλήβειοι σε τέτοια μέρη...

Απελλής: Έχεις δίκιο. Είναι προς τιμήν μου, που θέλουν να έρθουν. Χρησιμοποίησαν την μια διαδρομή, που έχουν αυτό τον μήνα, για να έρθουν εδώ. Θυσίασαν όλα τα άλλα μέρη που θα μπορούσαν να πάνε και ήρθαν εδώ. Η παρουσία τους με τιμά πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο.

Υπάλληλος: Γίνεσαι υπερβολικός, κύριε Απελλ...

Απελλής: Πες τους να περάσουν! (Ο υπάλληλος δεν κινείται) Πάω εγώ! (φεύγει ο Απελλής και επιστρέφει)

Υπάλληλος: Τι έγινε;

Απελλής: Έφυγαν. ...Δηλαδή... τους έδιωξα...

Υπάλληλος: Έτσι μπράβο, κύριε Απελλή. Για μια στιγμή νόμιζα πως έχασες τον εαυτό σου. Σε τέτοιους ανθρώπους δεν πρέπει να δίνουμε θάρρος, γιατί έτσι δεν θα αλλάξουν ποτέ. Δεν θα καταλάβουν ποτέ σε τι άθλια κατάσταση, έχουν επιλέξει, να ζουν...

Στις εστίες ο Απελλής έρχεται πάλι για να βρει τον Αγλαοφών.

Αγλαοφών: Βρε, καλώς τον! Τι έγινε; Καιρό έχουμε να σε δούμε. Όλα καλά; (ειρωνικά)

Απελλής: Θέλω να την συναντήσω. (προσπαθεί να κρύψει την ταραχή του) Πού μπορώ να την βρω;

Αγλαοφών: Κύριε Απελλή, ξέρεις τι διαφορά έχει ο λαγός απ’ το κουνέλι;

Απελλής: (τον πιάνει απ’ τον λαιμό) Πιστεύεις ότι αυτή είναι η ώρα να μιλήσουμε για λαγούς και για κουνέλια;

Αγλαοφών: Η Καικιλία... Θα εξηγηθώ αμέσως. Άφησε με! (τον αφήνει)

Απελλής: Ακούω.

Αγλαοφών: Το κουνέλι μπορεί να γεννηθεί σε κλουβί. Μπορεί να περιμένει την τροφή του συγκεκριμένη ώρα κάθε μέρα. Έχει εξασφαλισμένο το νερό. Μπορεί να ζήσει όλη του την ζωή σ’ αυτό... Μέχρι την μέρα που θα ξεπληρώσει με το τομάρι του...

Απελλής: Ποντίκια, κουνέλια, λαγοί... Εσένα σ’ αρέσουν τα ζώα! Αλλά εγώ δεν έχω καμιά όρεξη να σ’ ακούω, τελείωνε!

Αγλαοφών: Ο κυνηγός που θα πιάσει λαγό, θα τον μαγειρέψει αμέσως. Δεν  θα τον βάλει σε κλουβί. Αν το κάνει, ο λαγός θα ζήσει μια μέρα, δύο μέρες, το πολύ τρεις... Ο λαγός ή θα βρει τρόπο να δραπετεύσει ή θα ψοφήσει...

Απελλής: Τι θες να πεις; Πες το απλά! Δεν ξέρω Κινέζικα!

Αγλαοφών: Έχε ένα ερώτημα στο μυαλό: Ποιος είναι το κουνέλι και ποιος ο λαγός... 

Απελλής: Α! Αυτό; Με κοροϊδεύεις, λοιπόν;

Αγλαοφών: Θέλω να πω ότι η Καικιλία...

Απελλής: Ε, πες το, ντε!

Αγλαοφών:  Άστο... Η Καικιλία μένει στις εστίες. Στην άλλη πτέρυγα. Δωμάτιο 57.

Απελλής: Αυτό. Αυτό ήθελα, άνθρωπε μου! Όχι λαγούς και κουνέλια. Άντε γεια τώρα, ζωόφιλε.

Αγλαοφών: Φιλόζωος, λέγεται... (Ο Απελλής έχει φύγει)

ΜΕΡΟΣ Β’

Σκηνή 1

Χωρίς λόγια. Το φως είναι σβηστό, ανάβει βλέπουμε ένα στιγμιότυπο, σβήνει, ανάβει, άλλο στιγμιότυπο κ.ο.κ. 1. Η Καικιλία τρώει.Είναι στις εστίες σε τραπέζι που το μοιράζεται με άλλα άτομα, το φαγητό είναι σε δίσκο, που έχει χώρο για το κυρίως γεύμα, σαλάτα, μια φέτα ψωμί, συνοδευτικό και γλυκό π.χ. ζελέ. Ο Απελλής είναι σε μια γωνιά  και σκιτσάρει την εικόνα της. (σβήνει φως, ανάβει) 2. Η Καικιλία είναι στον κήπο και παίζει κανονάκι. Ο Απελλής την σκιτσάρει από μακριά. 3. Η Καικιλία περιμένει στην ουρά στις ντουζιέρες, κρατά πετσέτες και αλλαξιά ρούχα, ο Απελλής την σκιτσάρει.

 Η Καικιλία καθώς πηγαίνει για το δωμάτιο της, βλέπει τον Απελλή που προσπαθεί να μαζέψει τα χαρτιά του.

Καικιλία: Έχεις γίνει πολύ ενοχλητικός εσύ.

Απελλής: Μπορείς να τα κρατήσεις. (της προσφέρει τον πάκο χαρτιά με τα σκίτσα του.)

Η Καικιλία τα παίρνει, αλλά μπαίνει στο δωμάτιο της, κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Ο Απελλής χτυπά την πόρτα. Δεν παίρνει απάντηση, χτυπά και πάλι. Τίποτα. Βλέπει την Τιτή να έρχεται, απομακρύνεται λίγο και κάνει τον αδιάφορο. Η Τιτή στέκεται μπροστά του και του χαμογελά με ειρωνεία.

Απελλής: Κυρία... υπάλληλε... εσύ; Εδώ;

Τιτή: Δεν με περίμενες έτσι;

Απελλής: Αυτό δεν είναι ψέμα...

Τιτή: Δεν ήρθες ξανά για την έναρξη γνωριμίας. Δεν το βρήκες το όνομα του κοριτσιού;

Απελλής: Όχι, δεν το βρήκα. Αλλά ποιος νοιάζεται;

Τιτή: Να κάνω και εγώ την ίδια ερώτηση τότε. Στις εστίες τι γυρεύεις, κύριε Απελλή;

Απελλής: Ε, να έτυχε...

Τιτή: Κάθε μέρα στις εστίες... Κι αυτό τυχαίο;

Απελλής: Κάθε μέρα; Πώς το ξέρεις παρακαλώ;

Τιτή: Μεταξύ μας τώρα; Υπάλληλοι υπάρχουν παντού. Τα κουτσομπολιά κυκλοφορούν...

Απελλής: Ε, να... (εμπιστευτικά) έχω ξεκινήσει μια σειρά έργων με θέμα τους Πλήβειους. Θέλω να δω και αυτήν την πλευρά της πόλης μας. Όμως δεν θέλω να γνωστοποιηθεί ακόμα. Καταλαβαίνεις... Αυτό είναι όλο.

Τιτή: Γίνεσαι γραφικός.

Απελλής: Είπα να δοκιμάσω κάτι καινούργιο.

Τιτή: Κοίτα να δεις, που ο ζωγράφος μας μεταλλάχτηκε σε ρομαντικό... Ώστε Πλήβεια! Το θέμα σου δεν είναι οι Πλήβειοι, αλλά μιά Πλήβεια. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να περάσει αδιάφορο νομίζεις;

Απελλής: Και έτσι να είναι, δεν νομίζω πως έχω να δώσω αναφορά σε κανέναν.

Τιτή: Μα φυσικά! Μόνο που... ξέχασες κάτι, κύριε Απελλή. Δεν έχεις κάνει έναρξη διαδικασίας γνωριμίας! Τι έτσι; Όμως ξέρω...

Απελλής: (σιγά, στον εαυτό του) Όλα τα ξέρεις εσύ...

Τιτή: Είναι Πλήβεια! Μια πλήβεια με 0% αποδοτικότητα. 87,7% και μηδέν δια δύο, 43,85%! 43,85% μέσος όρος! Για αυτό δεν το ομολογείς, έτσι; Πηγαίνεις. Την συναντάς. Χωρίς άδεια! Γιατί είναι Πλήβεια. Γιατί έχει 0% αποδοτικότητα. Γιατί ο μέσος όρος σας πέφτει κατευθείαν στο 43,85%.

Απελλής: Τι λες; Ξέρεις τι λες;

Τιτή: 43,85%; Μα μετακομίζεις! Η Πατρικία σε περιμένει. Μπάι-Μπάι Υπατεία! Ποιος θα είναι ο νέος συντελεστής της γνώμης σου στα κοινά; Τι φαγητό θα...

Απελλής: Δεν νομίζεις ότι όλα αυτά είναι αρκετά;

Τιτή: Ω, καλά κάνεις και το κρατάς κρυφό. Δεν σε συμφέρει καθόλου να το αποκαλύψεις.

Απελλής: Παραλογίζεσαι!

Τιτή: (Γελάει) Παραλογίζομαι; (σοβαρεύει) Εσύ παραλογίζεσαι! Τι πας να κάνεις; Έχασες τα λογικά σου;

Απελλής: Πες μου τώρα, ότι ήρθες να μου βάλεις μυαλό.

Τιτή: Θα βάλεις σε δοκιμασία την καριέρα σου; Την φήμη, το όνομά σου; Τι θα πει ο κόσμος; Ο μεγάλος μας ζωγράφος, ο Απελλής Πανσέληνος, αυτός που ζωγράφισε το ταβάνι του δημαρχείου, αυτός που φιλοτέχνησε εκατόν τριάντα δύο έργα σε δημόσιους χώρους, αυτός που έκανε ακόμα και το «Καλώς Ήρθατε Στην Πόλη Μας»... αναζητά μια... Πλήβεια!

Απελλής: Δεν επιτρέπω να μου μιλάνε με αυτό το ύφος!

Τιτή: Αφού ξέρεις... Μπορείς να κάνεις μια υπέροχη σχέση με μια από εμάς...

Απελλής: "Με μια από εμάς";

Τιτή: Εγώ για παράδειγμα... με 73% αποδοτικότητα. 80,35% μέσος όρος! Ω, μα δεν είναι υπέροχος αριθμός; Θα έχουμε τα πάντα! Ελευθερία, κύρος, άνεση. Ταξίδια. Πολ...

Απελλής: Αρκετά! Θα... Θα το σκεφτώ... μόνος μου... θέλω χρόνο. Παρακαλώ πολύ, άφησε με για την ώρα.

Τιτή: Θα φύγω. Όμως...

Απελλής: Τι;

Τιτή: Δεν έχουμε καν συστηθεί. Εγώ βέβαια σε ξέρω... Εσύ όμως; Το όνομά μου το ξέρεις;

Απελλής: Όχι.

Τιτή: Τιτή.

Απελλής: Τώρα τι να πω; Χάρηκα, κυρία Τιτή.

Τιτή: Τιτή σκέτο. Τι κυρία;

Απελλής: Όπως νομίζεις.

Τιτή: Να πηγαίνω τώρα. (δεν κινείται να φεύγει)

Απελλης: Να πας... Να πας... Στο καλό... εννοώ.

Τιτή: Χάρηκα που τα είπαμε. Και να θυμάσαι: μάτια υπάρχουν παντού...

Απελλής: Στο καλό! (αφού φεύγει) ...και να μας γράφεις... Αυτή μου έλειπε! Τι ήθελε εδώ; Να πάρει!

Επιστρέφει στην πόρτα της Καικιλίας, χτυπά, δεν απαντά. Μιλά στην πόρτα.Η Καικιλία είναι πίσω από την πόρτα,κάθεται στο πάτωμα, με τα χέρια της αγκαλιάζει τα διπλωμένα πόδια της, ακούει τι λέει ο Απελλής, αλλά δεν απαντά.

 

Απελλής: Δεν μου απαντάς. Δεν με θέλεις. Όμως εγώ θέλω να ξέρω για εσένα. Να σε γνωρίσω. Ποια είσαι; Από πού; Γιατί έφυγες; Γιατί είσαι εδώ; Εδώ που δεν έχεις τίποτα... Καικιλία... Δεν μ΄ακούς;

Τι θα κάνω; Τι να κάνω; Αν άλλαζα... (για λίγο σιγή) Θα βρω τον Αγλαοφών!

 

Βρίσκει τον Αγλαοφών

Απελλής: Θέλω κάτι από εσένα.

Αγλαοφών: Από εμένα; Σαν τι;

Απελλής: Θέλω τα ρούχα σου...

Αγλαοφών: Τα ρούχα μου; Περίεργο δεν μου τα έχει ζητήσει κανείς στο παρελθόν... Ρούχα από τις εστίες. Τρίτης κατηγορίας. Έχω και τιράντες...

Απελλής: Θα ανταλλάξουμε.

Αγλαοφών: Χμ... Δεν θα την έλεγα δίκαιη ανταλλαγή, θα το σκεφτώ...

Απελλής: Εντάξει, εντάξει. Τι θες για αντάλλαγμα;

Αγλαοφών: Καμιά εικοσαριά διαδρομές με φτάνουν. Α, και πού και πού να φέρνεις κανένα γλυκάκι, από αυτά τα δικά σας, μια και έρχεσαι συχνά εδώ...

Απελλής: Θα τα έχεις!

Αγλαοφών: Τα ρούχα τα δικά σου πού θα τα πάω στο τέλος της μέρας; Εδώ ή στης ντουλάπες της Υπατείας;

Απελλής: Αυτό δεν το σκέφτηκα. Εσύ δεν μπορείς να μπεις στις ντουλάπες της Υπατεία και εγώ στων εστιών... Θα πρέπει να ανταλλάξουμε και πάλι για να πάει να κατεθέσει ο καθένας τα ρούχα του στις αντίστοιχες ντουλάπες.

Αγλαοφών: Ε, ναι.

Απελλής: Λοιπόν, άκου τι σκέφτηκα. Θα κάνω αίτηση για να σε πάρω βοηθό στο ατελιέ μου. Θα έχεις είκοσι διαδρομές το μήνα, για να έρχεσαι υποτίθεται στο ατελιέ μου κι ως αντάλλαγμα θα αλλάζουμε ρούχα πρωί-βράδυ. Συμφωνείς;

Αγλαοφών: Θα με πάρεις βοηθό στο ατελιέ σου; (με ενθουσιασμό)

Απελλής: Θα δηλώσουμε πως θα σε πάρω.

Αγλαοφών: Α... καλά... Δηλαδή θα πηγαίνω στην δουλειά με ρούχα από τις ντουλάπες της Υπατείας και εσύ θα τριγυρνάς με τα ρούχα ενός Πλήβειου με τιράντες;

Απελλής: Έλα τώρα. Συμφωνείς;

Αγλαοφών: Κι όλα αυτά για να βλέπεις την Καικιλία;

Απελλής: Γι’ αυτό.

Αγλαοφών: Η Καικιλία δεν σε δέχεται, όμως...

Απελλής: Το ξέρω, το ξέρω, όμως...

Αγλαοφών: Όμως οι επισκέψεις σου της δίνουν ζωή...

Απελλής: Τι; Τι εννοείς;

Αγλαοφών: Δεν σε δέχεται, γιατί είσαι ένας από τους "ψηλά". Είσαι ένας από αυτούς που κοιτάνε "χαμηλά" και δείχνουν ευσπλαχνία... ή κάνουν φιλανθρωπία...

Απελλής : Το ξέρω, όμως..

Αγλαοφών: Όμως παρατήρησα ότι σε περιμένει. Ξέρει ότι θα έρθεις κάθε μέρα κι άρχισε να σε περιμένει...

Απελλής: Εμένα; Τι λες τώρα;

Αγλαοφών: Την Πέμπτη δεν είχες έρθει, ε;

Απελλής: Δεν μπόρεσα, μου έτυχε...

Αγλαοφών: Ε, εκείνη την μέρα ήταν ιδιαίτερα μελαγχολική... Με κοιτούσε και ένιωθα σαν να με ρωτούσε «Ξέρεις γιατί δεν ήρθε; Συνέβη τίποτα;». Έκανε να μιλήσει, μα δεν το έπαιρνε απόφαση. «Αύριο θα έρθει. Είμαι βέβαιος» Είπα τελικά.

Απελλής: Και; Τι έκανε;

Αγλαοφών: Χτύπησε με τις γροθιές της τον τοίχο και γύρισε την πλάτη να φύγει. «Ξέρω ότι δεν σε νοιάζει» της είπα. Δεν ήθελε να φανερωθεί.

Απελλής: Δηλαδή λες ότι... ότι δεν της είμαι τελείως αδιάφορος;

Αγλαοφών: Την επόμενη μέρα ήταν σχεδόν χαρούμενη. Έτσι ήμουν βέβαιος ότι είχες έρθει.

Απελλής: Μα αυτό είναι φοβερό! Αυτό τα αλλάζει όλα! Η σκοτεινιά γεμίσε φως!

Αγλαοφών: Γι’ αυτό θα δεχτώ. Για την Καικιλία. Να το ξέρεις.

Απελλής: Ωραία! Μόνο ωραία; Σε ευχαριστώ! Σε ευχαριστώ!

Αγλαοφών: Πόσο τοις εκατό;

Απελλής: 99,99999...

Σκηνή 2

Ο Απελλής έχει αλλάξει ρούχα με τον Αγλαοφώντα, περιμένει στην πόρτα της Καικιλίας. Όταν έρχεται εκείνη.

Απελλής: Καλημέρα! (εκείνη δεν απαντά) Πότε επιτέλους θα μου μιλήσεις;

Καικιλία: Δεν θέλω να σου μιλήσω! (ανοίγει την πόρτα της, μπαίνει και κλείνει)

Απελλής: Είδες; Δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Μου μίλησες.

Ανοίγει την πόρτα της.

Καικιλιά: Δύσκολο είναι πιά το να μην μιλήσω μαζί σου... (τον κοιτά) Άλλαξες.

Απελλής: Τα ρούχα; Αντάλλαξα με τον Αγλαοφώντα. Για να μπορώ να έρχομαι στην εστία, χωρίς να με κοιτάνε περίεργα...

Καικιλία: Κι άμα σε κοιτάνε περίεργα, τι; Φοβάσαι μην χάσεις τα προνόμια σου;

Απελλής: Το να μην μπορώ να έρχομαι. Αυτό είναι όλο κι όλο το προνόμιο που με νοιάζει μην χάσω...

Καικιλία: Εσείς ζείτε σ’ άλλο κόσμο! Δεν ξέρεις τι σημαίνει να μην μπορείς να... (ήδη είναι φορτισμένη συναισθηματικά. Κρατιέται να μην κλάψει.)

Απελλής: Αυτό είναι αλήθεια. Αφότου άρχισα να νοιάζομαι για εσένα, άρχισα να νοιάζομαι για όλους. Πατρίκιους, Πλήβειους, πρόσφυγες. Άρχισα να κατανοώ πολλά... Είναι σαν να μπήκα στην θέση...

Η Καικιλία ξεσπά σε κλάμα. Ο Απελλής φέρνει το χέρι του στην μέση της διακριτικά.

Απελλής: Καικιλία; Είπα κάτι που δεν έπρεπε;

Γνέφει «όχι»

Απελλής: Τι είναι; Τι συμβαίνει;

Καικιλία: Γιατί είσαι εδώ;

Απελλής: Γιατί...

Καικιλία: Δεν αξίζει να βρίσκεσαι εδώ.

Απελλής: Εδώ θέλω να είμαι. Γιατί είσαι εσύ εδώ.

Καικιλία: Εσύ όμως...

Η Καικιλία συνεχίζει να κλαίει και δεν μπορεί να μιλήσει.

Απελλής: Πάμε στο πάρκο; Να πάρεις λίγο αέρα.

Καικιλία: Στο πάρκο...

Απελλής: Τι είναι;

Καικιλία: Πάμε. (γυρνάει και δείχνει το κανονάκι της, που είναι μεσ’ το δωμάτιο της)

Απελλής: Θα παίξεις μουσική;

Γνέφει «ναι». Ο Απελλής το παίρνει μαζί του. Στο πάρκο η Καικιλία πάει να παίξει, σταματά, γιατί το κλάμα την προφτένει. Αυτός της χαϊδεύει τα μαλλιά, σκουπίζει τα δάκρυα από το πρόσωπο της. Αυτή εξακολουθεί να κλαίει, αυτός ταλαντώνει μια χορδή και σιγοτραγουδά. Συνεχίζει αυτή στο κανονάκι κι αυτός τραγουδά. Σταματά ξανά μουσική. Λυγμός. Την αγκαλιάζει. Της φιλά τα μαλλιά.

Απελλής: Κλάψε. Κλάψε όσο θες.

Καικιλία: (ενώ σκουπίζει τα μάτια της) Συγγνώμη. Δεν ήθελα...

Απελλής: Μην μου ζητάς συγγνώμη! Εγώ είμαι ευγνώμων που είμαι εδώ μαζί σου!

Η Καικιλία τον κοιτά χωρίς να απαντά.

Απελλής: Τι είναι; Θα μου πεις;

Καικιλία: Τι;

Απελλής: Ποια είναι η Καικιλία; Τι την πληγώνει;

Πάει να μιλήσει, αλλά αρχίζει πάλι να κλαίει.

Απελλής: Συγγνώμη! Δεν έπρεπε να ρωτήσω... Όποτε θέλεις να μιλήσεις, θα μιλήσεις. Με συγχωρείς. Ας πούμε κάτι άλλο. (Κοιτάει γύρω του) Ωραίο το πάρκο.

Η Καικιλία, ενώ κλαίει, αρχίζει να τον χτυπά στο στήθος. Αυτός προσπαθεί να την ηρεμήσει.Τον σπρώχνει και φεύγει τρέχοντας στο δωμάτιο της. Αυτός παίρνει το κανονάκι της, την ακολουθεί και το αφήνει έξω από την πόρτα της. Πάει να φύγει, το σκέφτεται, βγάζει από την τσέπη του χαρτί και κάρβουνο. Ζωγραφίζει κάτι. Το βάζει από την χαραμάδα της πόρτας της. Αυτή το παίρνει, κλαίγοντας πάντα. Το σφίγγει στο στήθος της. «Μπορεί να ζήσουμε, σε άλλον κόσμο!» μιλάει στην πόρτα, υπολογίζοντας πως πίσω είναι ο Απελλής. «Θα ζήσουμε!» Απαντά αυτός. Πόρτα ανάμεσα τους και οι δυο ακουμπούν πάνω της. «Θα ζήσουμε» «Θα ζήσουμε» μια ο ένας μια ο άλλος...

Απελλής: Θα σε βάλω σ’ αυτήν την κοινωνία. Μ’ ακούς; Θα σε αναγνωρίσουν σαν ισάξιο μέλος. Θα κάνω ό,τι χρειαστεί... Θα σε παντρευτώ! Θα κάνω αίτηση. Αύριο κιόλας! Εσύ μόνο να μου πεις το "ναι"...

Η Καικιλία ανοίγει την πόρτα.

Καικιλία: Ναι.

Απελλής: Ναι; Είπες ναι;

Καικιλία: (κλαίγοντας) Ναι.

Ο Απελλής την παίρνει αγκαλιά.

Απελλής: Αγάπη μου! Είπε ναι! Είπε ναι!

Σκηνή 2β

Ο Απελλής έχει φορέσει και πάλι τα δικά του ρούχα και πάει στα γραφεία για να κάνει αίτηση για την πλήρη άδεια. Είναι αποφασιμένος να την πάρει. Είναι η υπάλληλος Τιτή. Τους βλέπουμε να λογομαχούν, μετά έχουμε και ήχο:

Τιτή: Σου είπα. Δεν υπάρχει στο σύστημα!

Απελλής: Ξέρεις πόσα χρόνια μένει η Καικιλία στην πόλη μας; Και για το σύστημα είναι ακόμα ανύπαρκτη!

Τιτή: Μου το είπες τόσες φορές. Τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει.

Απελλής: Αποκλεισμένη στις εστίες, χωρίς το δικαίωμα στην εργασία, δεν μπορεί να αποκτήσει όσα χρειάζεται για μια αξιοπρεπή διαβίωση...

Τιτή: Εδώ, κύριε Απελλή, έχει...

Απελλής: Στέγη, τροφή, ένδυση... Ξέρω.... όμως στέγη, τροφή και ένδυση αρκεί στα κουνέλια, ο άνθρωπος έχει κι άλλες ανάγκες...

Τιτή: Τα κουνέλια;

Απελλής: Τέλος πάντων...

Τιτή: Όλες οι απαραίτητες ανάγκες είναι καλυμμένες...

Απελλής: Στην βιβλιοθήκη, για παράδειγμα, γιατί δεν μπορεί να πάει η Καικιλία;

Τιτή: Πώς δεν μπορεί; Η είσοδος είναι ελεύθερη.

Απελλής: Η μετακίνηση όμως...

Τιτή: Μελετημένο και δίκαιο. Αυτό είναι το σύστημα μας! Εάν θέλεις κάτι άλλο, δεν έχεις από το να καταθέσεις την πρόταση σου στο κοινοβούλιο και να υπερψηφιστεί από τον πληθυσμό.

Απελλής: Σωστά! Θα το εκμεταλευτώ αυτό.

Έρχεται ο υπάλληλος. Φέρνει τα χέρια του Απελλή πίσω από την πλάτη του. Στον Απελλή:

Υπάλληλος: Ακολούθησε με! Ήσυχα. Χωρίς να προκαλέσουμε αναστάτωση.

Απελλής: Εννοείς πως με συλλαμβάνεις;

Υπάλληλος: Όπως θες, πες το.

Απελλής: Πώς; Με ποιο δικαίωμα; Δεν καταλαβαίνω!

Τιτή: (προς τον άλλον) Τι συμβαίνει; Τι έκανε;

Υπάλληλος: Συνάδελφε, μην ανακατεύεσαι, παρακαλώ. Έχω εντολή. Θα διαλευκανθούν όλα, αλλά όχι εδώ.

Τιτή: Μα δεν βλέπεις ποιος είναι; Είναι ο Απελλής Πανσέληνος!

Υπάλληλος: Αυτό θα το δούμε!

Απελλής: Πώς; Έχω μαζί μου την κάρτα μου. Θα σου την δείξω αμέσως.

Ελευθερώνει τα χέρια του και ψάχνει στις τσέπες του. Δεν βρίσκει τίποτα. Ο υπάλληλος επαναφέρει τα χέρια του πίσω από την πλάτη του.

Απελλής: Αγλαοφών!! (αναφωνεί)

Υπάλληλος: Όχι εδώ, σου είπα. Ακολούθησε με! Μην μ’ αναγκάσεις να συμπεριφερθώ όπως δεν θέλουμε...

Απελλής: Στο δωμάτιο 17. Εκεί θα βρούμε την κάρτα μου! Άλλαξα εκεί χθες τα ρούχα μου. Πάμε!

Υπάλληλος: Όχι! Εσύ θα έρθεις μαζί μου!

Απελλής: Μα δεν βρίσκω την κάρτα μου!

Υπάλληλος: Θα με ακολουθήσεις με το καλό ή θα με αναγκάσεις να χρησιμοποιήσω άλλα μέσα;

Ο Απελλής τον ακολουθεί.

Τιτή: Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να τον συλλάβεις! Αυτό δεν θα το αφήσω να περάσει έτσι! Στην πόλη μας δεν... (βλέπει που έχουν ήδη φύγει, σταματά.)

Σκηνή 3

Άδειο δωμάτιο κράτησης Απελλή. Υπόγειο με υγρασία και χαμηλό φωτισμό. Βρίσκεται εκεί με τον υπάλληλο.

Απελλής: Θα μου παράπεσε! Στο δωμάτιο του Αγλαοφώντα. Ήμουν στο δωμάτιο του. Δωμάτιο 17. Είναι ο βοηθός μου. Εκεί θα μου παράπεσε...

Υπάλληλος: Σιωπή Αγλαοφών! Θα μιλάς μόνο, εφόσον σου δώσω τον λόγο εγώ, αλλιώς...

Απελλής: Τι έχεις πάθει; Είμαι ο Απελλής δεν το βλέπεις; (ο υπάλληλος δεν απαντά, ο Απελλής εκνευρίζεται και πάει να φωνάξει) Είμαι ο...

Υπάλληλος: Αγλαοφών! Θυμήσου σε είχα προειδοποιήσει! Η τελευταία φορά ήταν η προηγούμενη. Δεν αστειευόμαστε πια!

Απελλής: Δεν είμαι ο Αγλαοφών! Είμαι ο Απελλής! Ο Απελλής! (φωνάζει)

Υπάλληλος: Σιωπή! Επιβαρύνεις την θέση σου, δεν καταλαβαίνεις!

Απελλής: Στις εστίες με αναγνώρισες. Τώρα γιατί δεν με αναγνωρίζεις;

Υπάλληλος: Σκασμός!

Απελλής: Νομίζεις ότι θα αφήσω να περάσουν όλα αυτά, έτσι;

Υπάλληλος: Αν δεν βγάλεις το σκασμό, θα σου δέσω το στόμα!

Απελλής: (ακουμπά χείλη του) Το στόμα μου; Δεμένο;

Υπάλληλος: Δώσε μου τα ρούχα που φοράς!

Απελλής: Τα ρούχα μου;

Υπάλληλος: Κάνε γρήγορα! Άντε! Δεν θα ξημερωθούμε με εσένα!

Τον γδύνει. Ο Απελλής κρυώνει. Ο υπάλληλος πετάει τα ρούχα κάτω.

Υπάλληλος: Ορίστε! Ο Απελλής Πανσέληνος! Ο μεγάλος ζωγράφος! Είσαι εσύ; Όχι βέβαια! Θα ήθελες να ήσουνα εσύ αυτός, που επέλεξες αυτό το όνομα για να το τιμήσεις; Θα ήθελες να ήσουνα  εσύ αυτός, που κάθετε δεξιά του δημάρχου στις επετείους και στις παρελάσεις. Εσύ αυτός που τρώει στο ίδιο τραπέζι με εκείνον, που έκανε το πορτραίτο της γυναίκας του. Εσύ ένας Πλήβειος πολύ λογικό να ζήλεψες μια τέτοια ζωή!

Του δίνει τα ρούχα του Αγλαοφώντα.

Υπάλληλος: Ορίστε. Τα ρούχα σου. Φόρεσε τα!

Απελλής: Δεν είναι αυτά τα ρούχα μου! Αυτά που φορούσα πριν. Εκείνα φέρε μου.

Υπάλληλος: Αφού προτιμάς γυμνός...

Απελλής: Φέρε τα δικά μου ρούχα!

Υπάλληλος: Φόρεσε αυτά τώρα! Θα ξεπαγιάσεις. Ηλίθιε!

Απελλής: Ηλίθιε; (ντύνεται τα ρούχα του Αγλαοφών)

Υπάλληλος: Τώρα είσαι ο εαυτός σου! Τώρα είσαι ο Αγλαοφών που ξέρουμε. Αγλαοφώώώών...

Απελλής: Δεν είμαι ο Αγλαοφών...

Υπάλληλος: Ξέρουμε καλά ποιος είσαι! Έχεις κάνει άνεργος!

Απελλής: Άνεργος εγώ;

Υπάλληλος: Χρήστης ναρκωτικών!

Απελλής: Ναρκωτικών εγώ; Ναρκωτικών; Θα τρελαθώ!

Υπάλληλος: Έχεις κάνει φυλακή!

Απελλής: Δεν είναι αλήθεια όλα αυτά!

Υπάλληλος: Όμως! Το σύστημά μας φρόντισε και για εσένα! Σου πρόσφερε εργασία. Δυνατότητα ανόδου στην κοινωνική κλίμακα. Το πρώτο σκαλί, για να ανέβεις τα υπόλοιπα με τον δικό σου ιδρώτα... Όμως εσύ βιάστηκες να ανέβεις εκεί που δεν μπορείς. Θέλησες να πάρεις την θέση κάποιου άλλου. Από Πλήβειος κατευθείαν Ύπατος! Μα τι νόμισες τρώμε κουτόχορτο;

Απελλής: Υπάρχει τρόπος να το αποδείξω!

Υπάλληλος: Σκάσε ανόητε! Δεν βοηθούν σε τίποτα όλα αυτά. Ξέρουμε την αλήθεια!

Απελλής: Την αλήθεια...

Υπάλληλος: Δεν φτάνει, που ο κύριος Απελλής σε πήρε βοηθό του, εσύ έκλεψες τα ρούχα του, την ταυτότητα του! Ορίστε αχαριστία!

Απελλής: Αυτό ποιος στο είπε; Ο Αγλαοφών;

Υπάλληλος: (γελά) Στα αλήθεια πιστεύεις πως θα σου απαντούσα σε τέτοια ερώτηση;

Απελλής: Φέρε μου να ζωγραφίσω! Θα αποδείξω ποιος είμαι! Φέρε κι εκείνον. Να δούμε τι μπορεί να κάνει.

Υπάλληλος: Εννοείς διαγωνισμός; Ζωγραφικός;

Απελλής: Ακριβώς! Δείτε τι μπορώ να κάνω και τι μπορεί αυτός. Θα σας αποδείξω...

Ο υπάλληλος φεύγει. Τον αφήνει μόνο.

Απελλής: Πού πας; Θα μ’ αφήσεις κλεισμένο εδώ; Βρωμάει μπαγιάτικο τυρί! Είμαι νηστικός! Ακούει κανείς;

Επιστρέφει ο υπάλληλος, δείχνει πολύ ευχαριστημένος, δίνει ένα χαστουκάκι στο μάγουλο του Απελλή.

Υπάλληλος: Εσύ θα αυξήσεις την αποτελεσματικότητα μου! Άχου, μωρέ, ο ζωγράφος που δεν θέλει τα φώτα της δημοσιότητας! (φεύγει πάλι)

Απελλής: Πού πας; Είμαι νηστικός λέω! Εϊ ακούει κανείς; (έχει μείνει μόνος) Αχ, Καικιλία! Καικιλία!

Σκηνή 4

Συμβαίνουν ταυτόχρονα: 1. Από την μια η Καικιλία αναζητά τον Απελλή. 2. Από την άλλη ο υπάλληλος  δείχνει στο smart phone στον Απελλή το διαφημιστικό σποτ για τον διαγωνισμό. Το σποτ ακούγεται, ανάμεσα στα λόγια της Καικιλίας. Το φως πέφτει ή στην Καικιλία ή στον Απελλή, αναλόγως ποιος μιλάει, Καικιλία ή σποτ.

Καικιλία: Χθες όλο το βράδυ τον σκεφτόμουν. Δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Είχα μια ανησυχία... Ήθελα να έρθει. Αν ερχόταν... θα του φανέρωνα τα πάντα. Όλα όσα έχω ζήσει ως τώρα. Όλα όσα θα ήθελα να ζήσω. Άρχισα και πάλι να έχω όνειρα. Όνειρα. Ζωή. Κι είχα ξεχάσει τι σημαίνουν οι λέξεις. Θέλω να τον δω, Αγλαοφών! Θέλω να του μιλήσω.

Φωνή παρουσιάστριας: Αγαπητέ τηλεθεατή! Μην χάσεις σήμερα στις 9 την τρομερή ζωγραφική αναμέτρηση ανάμεσα στον Απελλή Πανσέληνο και στον Αγλαοφών Θεοφάνη!

Καικιλία: Αγλαοφών. Ο Απελλής δεν ήρθε σήμερα! Έγινε τίποτα; Ανησυχώ...

Παρουσιάστρια: Μα για μια στιγμή... Ποιος είναι ο Απελλής Πανσέληνος... Και ποιος ο Αγλαοφών Θεοφάνης;

Καικιλία: Ακόμα μια μέρα που δεν ήρθε...

Παρουσιάστρια: Η απάντηση είναι.... Δεν ξέρουμε!

Καικιλία: Οι τοίχοι σαν να έχουν στενέψει...

Παρουσιάστρια: Αυτό, ζητάμε να μάθουμε.

Καικιλία: Στενεύουν οι τοίχοι; Απελλή!

Παρουσιάστρια: Ποιος είναι ο μεγάλος ζωγράφος και ποιος ο πρώην κρατούμενος;

Καικιλία: Απελλή! Απελλή, με άφησες; 

Παρουσιάστρια: Ποιος είναι ποιος;

Καικιλία: Απελλή!

Παρουσιάστρια: Ποιος ο απατεώνας και ποιος ο ζωγράφος;

Καικιλία: Απελλή.

Παρουσιάστρια: Μην το χάσεις!

Καικιλία: Απελλ... (σβήνει το φως.)

Τώρα η Καικιλία είναι στην άκρη του δρόμου και παίζει κανονάκι. Είναι ταραγμένη, ενώ με το βλέμμα της αναζητά κάποιον να της δώσει σημασία. Όταν σταματά κάποιος, της προσφέρει καλάθι φρούτα. Κάνει νόημα «όχι, όχι» δείχνει μηχανηματάκι. Εκείνος κάνει «καλά τότε» και φεύγει χωρίς να αφήσει τίποτα. Εξακολουθεί να παίζει μουσική. Άλλος σταματά και την ρωτά τι θέλει. Δείχνει μηχανηματάκι και παρακαλεί για μια διαδρομή. Όλα αυτά χωρίς λόγια. Αυτός το κλωτσάει και φεύγει. Ερημιά δεν περνά κανείς.

Καικιλία: Μια διαδρομή... Μια διαδρομή, παρακαλώ... Τίποτα άλλο! Να τον δω, να τον αγκαλιάσω. Τον έχουν συλλάβει! Τον αγαπημένο μου τον έχουν συλλάβει! Περάστε μια διαδρομή στην κάρτα μου, παρακαλώ! Μια διαδρομή!

Η Καικιλία παίζει κανονάκι, περιμένοντας μια διαδρομή, ενώ στην άλλη πλευρά της σκηνής γίνεται ο διαγωνισμός. Ο Απελλής ζωγραφίζει με ηρεμία και αυτοπεποίθηση, ξέρει πώς θα αποδειχτεί ότι είναι αυτός, ο Αγλαοφών είναι σαστισμένος, κοιτά τον Απελλή με απορία. Δεν κάνει τίποτα,ο υπάλληλος τον παρακινεί να μην μένει άπραγος. Τελικά κάνει μια μουτζούρα παιδιάστικη και δηλώνει πως τελείωσε. Όταν τελειώνει και ο Απελλής -τελειώνει και η μουσική, η Καικιλία τα μαζεύει και φεύγει απογοητευμένη- ο υπάλληλος παίρνει τον Απελλή, ο οποίος προσπαθεί να αντισταθεί.

Απελλής: (φωνάζει ενώ τον παίρνουν απ’ την σκηνή. Ο Αγλαοφών είναι πολύ σαστισμένος.) Δεν έχετε κανένα δικαίωμα επάνω μου! Δεν έγινε δίκη! Είμαι ο...

Ο Αγλαοφών επιστρέφει στις εστίες, είναι σκεφτικός, φοράει τα ρούχα του Απελλή. Η Καικιλία τρέχει σ’ αυτόν.

Καικιλία: Τι του έκαναν; Πες, άθλιε!                                               

Αγλαοφών: Καικιλία! Σε παρακαλώ, άφησε με!

Καικιλία: Τι του έκαναν;

Αγλαοφών: Τον πήρανε. Δεν ξέρω πού τον πήγανε.

Καικιλία: Μας πρόδωσες! Πώς μπόρεσες;

Αγλαοφών: Έκανα ό,τι χειρότερο μπορούσα...

Καικιλία: Το παραδέχεσαι! Αχρείε!

Αγλαοφών: Εννοώ ζωγραφικά. Έκανα ό,τι χειρότερο μπορούσα. Έπιασα τα πινέλα και μουτζούρωσα ένα κύκλο...

Καικιλία: Εσένα δεν ‘βγάλαν "νικητή";

Αγλαοφών: Δεν ξέρω. Δεν ξέρω τι έγινε...

Καικιλία: Λες ψέματα! Ζωγραφίζεις ωραία. Σε έχω δει να ζωγραφίζεις στο χώμα του κήπου.

Αγλαοφών: Δεν είδες τι έκανα;

Καικιλία: Πώς να δω; Έχει μέσα για να δω, εδώ που είμαι, τι έγινε;

Αγλαοφών: Σου λέω, δεν... Θα μπορούσα να σας προδώσω;

Καικιλία: Δεν θα μπορούσες;

Αγλαοφών: Καικιλία, εσύ με ξέρεις!

Καικιλία: Γιατί δεν το βροντοφώναξες πως δεν είσαι εσύ ο Απελλής; Πως ο Απελλής είναι ο Απελλής!

Αγλαοφών: Δεν μπορούσα να καταλάβω τι συμβαίνει...

Καικιλία: Δεν ήξερες;

Αγλαοφών: Όχι βέβαια. Εκείνοι με οδήγησαν εκεί...

Καικιλία: Ποιοι;

Αγλαοφών: Οι υπάλληλοι. Όταν είδα τον Απελλή... κουρασμένο και μαζεμένο πάνω στο σκαμνί, δεν ήξερα τι να υποθέσω. Όταν με είδε αυτός, με κοίταξε με ένα άγριο βλέμμα. Κάτι είπε, μα δεν άκουσα...

Καικιλία: Αχ, Απελλή!

Αγλαοφών: Τότε κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά... Όμως δεν μπορούσα να εξηγήσω τι συμβαίνει. Μας τραβούσε και η κάμερα... Ένιωθα τα χέρια μου δεμένα. Περίμενα να τελειώσει το όλο σκηνικό και να μάθω μετά περισσότερα... Όμως μετά το διαγωνισμό με αποκαλούσαν Απελλή και δεν μου εξηγούσαν γιατί.

Καικιλία: Ο Απελλής τι είπε; Τι έκανε;

Αγλαοφών: Τον πήραν. Δεν ξέρω πού τον πήγαν. Μα γιατί; Γιατί να γίνει αυτό το μπέρδεμα.

Καικιλία: Ποιο μπέρδεμα;

Αγλαοφών: Να πουν εμένα Απελλή και τον Απελλή εμένα.

Καικιλία: Δεν υπάρχει μπέρδεμα. Το έκαναν επίτηδες.

Αγλαοφών: Ήταν τόσο βέβαιοι για το αποτέλεσμα, που δεν μπορούσαν να δουν ότι έκαναν λάθος. Για φαντάσου να...

Καικιλία: Τι λες; Έγινε επίτηδες! Είναι προφανές ότι έγινε επίτηδες.

Αγλαοφών: Γιατί; Ο Απελλής  είναι πασίγνωστος ζωγράφος. Αποκλείεται! Είναι απίθανο να...

Καικιλία: Έγω φταίω...

Αγλαοφών: Τι λες;

Καικιλία: Ερχόταν στις εστίες για ‘μένα. Μια ξένη. Τον παρακολουθούσαν...

Αγλαοφών: Για μια στιγμή... αυτό που λες δεν είναι καθόλου σίγουρο! Εδώ, όταν κάτι ενοχλεί το σύστημα, προειδοποιούν και εφόσον δεν δουν συμμόρφωση, λαμβάνουν τα μέτρα τους. Ο Απελλής δεν είχε δεχθεί καμία προειδοποίηση. Προειδοποιούν, συλλαμβάνουν. Όχι αντίστροφα.

Καικιλία: Πες μου τώρα ότι πιστεύεις αυτό που λες;

Αγλαοφών: Το... το πιστεύω... (χωρίς σιγουριά) Έτσι είχε συμβεί σε εμένα...

Καικιλία: Τι εννοείς;

Αγλαοφών: Εγώ που με βλέπεις έχω κάνει φυλακή.

Καικιλία: Έχεις κάνει φυλακή; (μένει)

Αγλαοφών: Ναι. Δεν στο είχα πει; Δεν ήμουν πάντα Πλήβειος. Κάποτε έμενα και εγώ στην Υπατεία...

Καικιλία: Πώς;

Αγλαοφών: Ναρκωτικά. Φυλακή.

Καικιλία: Ναρκωτικά;

Αγλαοφών: Χρήστης. Πρώην χρήστης.

Καικιλία: Για χρήση;

Αγλαοφών: «Δεν νοείτε να ζητά κανείς να ξεφύγει από την πραγματικότητά μας! Να αναζητά άλλους κόσμους...». Ο φύλακας. Εγώ: «Ακόμα και τα παραμύθια θα έπρεπε να έχουν απαγορευτεί!» τότε ήταν περίπου που μου έδενε το στόμα...

Καικιλία: Μα γιατί; Γιατί έφτασες να αποζητήσεις κάτι τέτοιο;

Αγλαοφών: Κανείς δεν μπορεί να με καταλάβει...

Καικιλία: Αγλαοφών. Πες μου, σε παρακαλώ!

Αγλαοφών: Ζωγράφος, όπως αυτός. Ήθελα να γίνω ζωγράφος.

Καικιλία: Και γιατί δεν έγινες; Δεν ήσουν καλός;

Αγλαοφών: Στο σχολείο είχα διακριθεί. Είχα λάβει βραβείο καλύτερης σύλληψης έργου. Ήθελα πολύ να συνεχίσω… Εκείνος ήθελε να γίνω υπάλληλος!

Καικιλία: Εκείνος;

Αγλαοφών: Ο πατέρας. Υπάλληλος όπως εκείνος! «Θα έχεις τα πάντα! Εύκολα!» έλεγε και ξανά ‘λεγε. «Δεν θέλω! Θέλω να γίνω ζωγράφος!». Κόντρα αυτός, κόντρα εγώ... (σταματά την αφήγηση)

Καικιλία: Πες, τελικά τι έγινε;

Αγλαοφών: Με απείλησε ότι θα με διαγράψει από το σύστημα.

Καικιλία: Διαγραφή από το σύστημα; Μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο;

Αγλαόφων: Ο πατέρας μπορούσε.

Καικιλία: Μπορούσε; Έτσι απλά; Αποκλείεται! Σε γέλασε!

Αγλαοφών: Με γέλασε, δεν με γέλασε… έγινα υπάλληλος.

Καικιλία: Και;

Αγλαοφών: Το αίμα που κυλούσε στις φλέβες μου έβραζε! Περνούσε το βράδυ και εγώ έπρεπε να αφήσω τα πινέλα μου, για να πάω στην δουλειά. Κουρασμένος. Άυπνος. Φαντάσου, να έχει να εξυπηρετηθεί ο κόσμος και εγώ να κοιμάμαι ολόρθος... Έγινε συνέλευση στο γραφείο. Με προειδοποίησαν. Προσπάθησα να συμμορφωθώ. Όμως έγινε και δεύτερο κρούσμα νύστας...

Καικιλία: Κρούσμα νύστας;

Αγλαοφών: Έκλειναν τα βλέφαρά μου... χασμουρήθηκα δυο φορές... (γελάει) Ακολούθησε δεύτερη και τελευταία προειδοποίηση. Το πήρα απόφαση. Έβαλα σε ένα δωμάτιο το καβαλέτο, τους καμβάδες, τα πινέλα και τα χρώματα, τα περιέλουσα βενζίνη και τους έβαλα φωτιά... Φωτιά! Έγινα υπάλληλος. Ένας σωστός υπάλληλος! Μόνο που... χρειαζόμουν ναρκωτικά τα βράδια για να ξεχνιέμαι. Να ξεχνιέμαι και να κοιμάμαι...

Καικιλία: Πώς;

Αγλαοφών: Το καλό φαγητό της Υπατείας ήταν αρκετό αντάλλαγμα για τους λαθρέμπορους...

Καικιλία: Αγλαοφών...

Αγλαοφών: Η καταδίκη ήταν άμεση την ημέρα, που πήγα μαστουρωμένος στο γραφείο. Ο γιος του μπήκε φυλακή. Θα χάρηκε ο μπαμπάς…

Καικιλία: Ω, Αγλαοφών! Δεν ξέρω τι να πω...

Αγλαοφών: Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα. Επιστρέφουμε στο θέμα μας. Ο Απελλής. Τι θα κάνουμε;

Καικιλία: (μετά από λίγο, αφού χωνέψει όσα έμαθε) Θα κάνουμε πως όλα κυλούν κανονικά. Εσύ θα είσαι ο Απελλής, μέχρι να μάθουμε ποιος θέλει εσένα στην θέση του και εκείνον στην φυλακή.

Αγλαοφών: Δεν έχεις άδικο.

Καικιλία: Πώς είναι στην φυλακή; Έχει κρύο; Ζέστη;  Το φαγητό είναι αρκετό; Θα είναι μόνος..

Αγλαοφών: Θα αντέξει μην στεναχωριέσαι! Το ξέρω. Θα βρούμε ποιος έφταιξε και θα ξαναπάρω την θέση μου. Στο υπόσχομαι, Καικιλία! Σε ευχαριστώ που με άκουσες! Είσαι η πρώτη μέχρι τώρα. Το εκτιμώ αυτό.

Καικιλία: Ω, Αγλαοφών, εγώ σε ευχαριστώ που με εμπιστεύτηκες.

Αγλαοφών: Πάντως μετά από όλα αυτά, με συγχωρείς που θα το πω, χαίρομαι, που σε βλέπω έχεις τόση ζωντάνια.

Σκηνή 5

Ο Αγλαοφών είναι ντυμένος με τα ρούχα του Απελλή, μπαίνει σε βραδινό κέντρο διασκέδασης. Μουσική για χορό τύπου club. Πλησιάζει την υπάλληλο Τιτή.

Τιτή: Ωωω! Καλώς τον! (τον ασπάζεται, λες και είναι χρόνια φίλοι) Θα πιούμε;

Αγλαοφών: Ναι, στην υγειά σου! Τι θα πιούμε;

Τιτή: Αχ, τι γλυκός! Δεν μου επιτρέπεται να πιω άλλο αλκοόλ. Έχω πιει ήδη δυο ποτήρια.

Αγλαοφών: Δυο; Μα πώς;

Τιτή: Σε κρασοπότηρα.

Αγλαοφών: Α, έτσι! Λέω και εγώ, γίνονται διακρίσεις ανάμεσα στο αλκοόλ που πίνουν οι πολίτες και οι υπάλληλοι;

Τιτή: Εγώ το ζητάω έτσι. Μου αρέσει περισσότερο. Δεν έχει πλάκα;

Αγλαοφών: Αν έτσι νομίζεις...

Τιτή: Ανάμικτο χυμό, πες στο γκαρσόν.

Αγαλοφών: Για εσένα. Εγώ δικαιούμαι ένα ποτήρι, δεν ήπια σήμερα αλκοόλ... Και μου έχει λείψει τόσο!

Τιτή: Νομίζεις πως θα σε κοιτάω να πίνεις αλκοόλ, ενώ εγώ θα πίνω χυμό;

Αγλαοφών: Μα δικαιούμαι για σήμερα... (η Τιτή τον κοιτά επιβλητικά) Ε; Εντάξει. (στο γκαρσόν) Δυο Ανάμεικτους χυμούς, παρακαλώ.

Τιτή: Ω, τι ευγενικός! Όμως δεν μου είπες, πώς από εδώ; ...Απελλή μου! Έχουμε καιρό να σε δούμε σε τέτοια μέρη.

Αγλαοφών: Απελλή μου;

Τιτή: Τι "κύριε Απελλή" να σε λέω; Όχι, όχι, λες και είμαστε απλοί γνωστοί! Απελλή.

Αγλαοφών: Μα δεν είμαι...

Τιτή: (κλείνει το μάτι) Απελλή ή "κύριε Απελλή" να σε λέω;

Αγλαοφών: Απελλή. Σκέτο.

Τιτή: Θαυμάσια! Θα κάνεις και εσύ το ίδιο, ε;

Αγλαοφών: Μάλιστα κυρία, ε... Μάλιστα Τιτή. Σκέτο Τιτή.

Τιτή: (Γελάει) Απελλή μου! Είσαι γλύκας!

Αγλαοφών: Γλύκας; Εγώ;

Τιτή: Μα, ναι! Σιρόπι και γλυκό του κουταλιού!

Αγλαοφών: Δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα. Χάρηκα που τα είπαμε. Εγώ λέω να πηγαίνω...

Τιτή: Μα τώρα ήρθες... Δεν μας έφεραν ακόμα τους χυμούς.

Αγλαοφών: Εμένα αυτό μου αρκούσε. Εκείνο για το οποίο ήρθα... («το έμαθα» θα έλεγε, αν δεν τον διέκοπτε)

Τιτή: Μα δεν μου είπες. Βολεύτηκες;

Αγλαοφών: Αν βολεύτηκα; Πού;

Τιτή: Στην Υπατεία.

Αγλαοφών: Α, δεν βαριέσαι;

Τιτή: Τι;

Αγλαοφών: Έχω  συνηθίσει...

Τιτή: Φυσικά! Μα τι ηλίθια ερώτηση έκανα.  Ζωγραφίζεις; Ωραία ζωή ε;

Αγλαοφών: Ε, συνηθισμένη...

Τιτή: Όμως, ξέρεις...

Αγλαοφών: Τι;

Τιτή: Θα μπορούσαμε να  κάνουμε πιο συχνά παρέα εμείς οι δυο.

Αγλαοφών: Εμείς οι δυο; Τώρα, λέω αλήθεια, να πηγαίνω...

Τιτή: Θα μπορούσαμε να πάμε στην εξοχή μαζί!

Αγλαοφών: Ποιοι;

Τιτή: Ποιοι λέει... Εμείς οι δύο!

Αγλαοφών: Οι δυό μας; Κοίτα να δεις, η ώρα πέρασε. Πρέπει να φύγω...

Τιτή: Έεεελα, θα είναι τέλεια!

Αγλαοφών: Καλά. Πώς; Ναι. Πότε; Για πότε λέμε;

Τιτή: Την Κυριακή. Ολοήμερη εκδρομή!

Αγλαοφών: Μα... Πώς; Λέω να...

Τιτή: Με όχημα προς την εξοχή. Άκου πώς.

Αγλαοφών: Πώς;

Τιτή: Είσαι ο Απελλής Πανσέληνος! Έχεις κάθε δικαίωμα να χρησιμοποιήσεις τα οχήματα προς την εξοχή. Μην το ξεχνάς! (έχει εκνευριστεί)

Αγλαοφών: Είναι που... Είναι... Φοβάμαι την οδήγηση. Ναι, αυτό είναι!

Τιτή: Τι λές τώρα;

Αγλαοφών: Τι;

Τιτή: Επιτέλους! Βρήκα ένα ελάττωμα στον Απελλή Πανσέληνο! Λένε πως γνωρίζεις κάποιον, αφού δεις τουλάχιστον ένα ελάττωμα του. Επιτέλους αρχίζω να σε γνωρίζω, Απελλή μου!

Αγλαοφών: Ω, ναι. Δεν μπορώ να το κρύβω άλλο. Φοβάμαι την οδήγηση.

Τιτή: Δεν πειράζει, καλέ μου. Θα οδηγήσω εγώ.

Αγλαοφών: Ε... ξέρεις, ήθελα να πω... Στην εξοχή είπες;

Τιτή: Στην εξοχή, γλυκούλη μου. Γιατί; Μήπως θες να πάμε στην θάλασσα;

Αγλαοφών: Στην θάλασσα; (αναπολεί) Πολλά χρόνια πριν είχα πάει...

Τιτή: Πάμε στην θάλασσα!

Αγλαοφών: Μα κι η εξοχή μ’ αρέσει...

Τιτή: ...τότε πάμε στην εξοχή.

Αγλαοφών: Θέλω να πάω στην θάλασσα...

Τιτή: Πάμε και στην εξοχή και στην θάλασσα. Κυριακή θα είναι. Θα έχουμε όλη την ημέρα δικιά μας!

Αγλαοφών: Δεν... Δεν μπορώ... Όχι, μπορώ.... Όχι, δεν μπορώ. Δεν μπορώ!

Τιτή: Τι; Τι είναι πάλι, γλυκάκι μου;

Αγλαοφών: Γλυκάκι; Φοβάμαι πως... φοβάμαι.

Τιτή: Τι φοβάσαι, κουραμπιεδούλη μου;

Αγλαοφών: Φοβάμαι πως... φοβάμαι την οδήγηση γενικά. Όποιος κι αν την κάνει. Εγώ, εσύ, οποιοσδήποτε... Ναι. Ναι, αυτό φοβάμαι την οδήγηση... Τα οχήματα...

Τιτή: Ω, Απελλή! Απελλή μου! Μην κάνεις σαν μικρό παιδί. Αν και είσαι τόσο γλυκό μικρό παιδί. Θα πάμε. Το ξέρω. Δεν χρειάζεται κόπος να σε πείσω.

Αγλαοφών: Τιτή...

Τιτή: Είδες; Δεν με είπες "κυρία Τιτή". Είμαστε σε καλό δρόμο... Για την ώρα, πάμε να χορέψουμε; Έλα, Απελλή μου, μεγάλε μου ζωγράφε!

Αγαοφών: Εγώ λέω να πηγαίν...

Τον φιλάει. Πάνε να χορέψουν.

Σκηνή 6

Ο Αγλαοφών αλλαγμένος, προσεγμένος και κοκεταρισμένος επισκέπτεται το δωμάτιο της Καικιλίας. Χτυπά την πόρτα, η Καικιλία του ανοίγει και τον αφήνει να περάσει.

Καικιλία: Ω, Αγλαοφών! Γούτσου, γούτσου... (Του χαϊδεύει τα μαλλιά. Αυτός παίρνει το χέρι της απ’ τα μαλλιά του)

Αγλαοφών: Ο Απελλής είμαι!

Καικιλία: Αγλαοφών... Έλα... να ψι ψι... να ψιι ψιι.. Έλα Αγλαοφών... (λες και απευθύνεται σε  γατάκι)

Αγλαοφών: Καικιλία...

Καικιλία: Έλα. Πάρε το κουβάρι να παίξεις...

Αγλαοφών: Καικιλία!

Καικιλία: Για δες. Μιλάει. Άχου μωρέ, τι γλυκό! (χαϊδεύει μάγουλο και κάτω από το πιγούνι του. Αυτός πιάνει το χέρι της και το ρίχνει)

Αγλαοφών: Καικιλία! Θα μ’ ακούσεις;

Καικιλία: Καλά. Καλά. Μην γρατζουνάς.

Αγλαοφών: Γιατί το κάνεις αυτό;

Καικιλία: Τι κάνω; Βλέπω ποιος ακριβώς είσαι;

Αγλαοφών: Είμαι ο Απελλής... Είμαι...

Καικιλία: Είσαι το γατάκι της!

Αγλαοφών: Δεν είναι αλήθεια αυτό.

Καικιλία: Νιάου... δεν είναι αλήθεια... νιαου αυτό...

Αγλαοφών: Δεν είμαι γατάκι!

Καικιλία: Είσαι!

Αγλαοφών: Δεν είμαι!

Καικιλία: Είσαι!

Αγλαοφών: Είμαι απλά ένα κουνέλι... Έγινα κουνέλι. Την κουνελοκοινωνία μου μέσα!

Καικιλία: Τουλάχιστον συμφωνούμε στο ότι δεν είσαι πιά άνθρωπος.

Αγλαοφών: Συμφωνούμε.

Καικιλία: Βλέπω δεν έχεις εξολοκλήρου απαρνηθεί την διάνοια σου...

Αγλαοφών: Όχι δεν. Ξέρω. Αναγνωρίζω. Είμαι λάθος.

Καικιλία: Ώστε το παραδέχεσαι...

Αγλαοφών: Το ξέρω.

Καικιλία: Παρόλο αυτά...

Αγλαοφών: Παρόλο αυτά εξακολουθεί να έχει γούστο αυτή η ζωή!

Καικιλία: Τότε τι θέλεις εδώ; Να θυμηθείς τα παλιά;

Αγλαοφών: Τώρα πια είμαι ο Απελλής! Θέλω ό,τι ήθελε ο Απελλής... (βλέμμα με υπονοούμενο)

Καικιλία: Εμένα!

Αγλαοφών: Πάντα πίστευα στην εξυπνάδα σου! Θέλω εσένα!

Καικιλία: Και η Τιτή;

Αγλαοφών: Ωχ, μη μου θυμίζεις αυτήν τώρα... Έχει γίνει τόσο κουραστική... «Απελλή, πάμε στις ντουλάπες της Υπατείας, θέλω άλλο μαγιό τελικά. Απελλή, να φορέσω το κόκκινο ή το κίτρινο φουλάρι; Απελλή μ’ ακούς; Απελλή! Έχω την υπόνοια πως με αγνοείς...»

Καικιλία: Αυτό ήταν; Την βαρέθηκες κιόλας;

Αγλαοφών: Έλα μαζί μου και δεν θα χάσεις. Κοίτα πως έχεις γίνει. Δεν αξίζει να ριμάζει τέτοια ομορφιά για μια χαμένη υπόθεση.

Καικιλία: Χαμένη υπόθεση; (τον χαστουκίζει. Ο Αγλαοφών πιάνει στον αέρα το χέρι της και το κρατά)

Αγλαοφών: Έλα μαζί μου!

Καικιλία: Τρελάθηκες, Αγλαοφών; (ελευθερώνει το χέρι της) Νομίζεις πως εγώ μπορώ να υποδύομαι πως είσαι ένας άλλος;

Αγλαοφών: Δεν ξέρεις τι καλά που είναι! Δεν έχεις ζήσει τέτοια ζωή, σου λέω!

Καικιλία: Δεν με νοιάζει!

Αγλαοφών: Μπορώ να κυκλοφορώ ελεύθερος στην πόλη, χωρίς να με κοιτάει κανείς περίεργα ή υποτιμητικά. Αντίθετα μάλιστα...

Καικιλία: Το ίδιο μου κάνει.

Αγλαοφών: Δεν δοκίμασες τα φαγητά τους! Συνταγές μαγειρικής σπεσιάλε. Σου λέω, άλλο πράγμα! Ούτε να το φανταστείς δεν μπορείς, καμία σχέση με αυτά που τρως εδώ... Από τα γλυκά και τα φρούτα τους, μέχρι την σαλάτα. Καλά δεν θυμάσαι κάποτε παίζαμε μουσική στο δρόμο για κάτι τέτοια... Τώρα σου λέω μπορούμε να τα έχουμε απλόχερα.

Καικιλία: Αρκετά, Αγλαοφών. Δεν θα με πείσεις ποτέ! Κατάλαβε το.

Αγλαοφών: Ξέρεις σε τι φορέματα θα ‘χεις πρόσβαση; Τι ρούχα; Το ντύσιμο μου, πώς το βρίσκεις; Ωραίο, ε; Μου πάει! Δεν μου πάει;

Καικιλία: Δεν αναγνωρίζω τον σκλάβο μέσα σ’ αυτό! Καμία σχέση με τον Αγλαοφών που ήξερα.

Αγλαοφών: Δεν έχεις ξαπλώσει σε στρώμα μαλακό. Εικοσιπέντε μαξιλάρια...

Καικιλία: Δεν με νοιάζει, Αγλαοφών, στο είπα τόσες φορές!

Αγλαοφών: Ζεστό σπίτι! Σπίτι όλο δικό σου! Με δωμάτια, με κουζίνα, με προσωπική τουαλέτα...

Καικιλία: Κι όμως! Έχω ζήσει έτσι Αγλαοφών! Ξέρω!

Αγλαοφών: Πώς; Ξέρεις;

Καικιλία: Δεν ξέρεις τι έχω ζήσει πριν από... (σταματά)

Αγλαοφών: Πριν έρθεις εδώ;

Κακιλία: Πριν από τον... (κλαίει, δεν μπορεί να μιλήσει)

Αγλαοφών: Τι έπαθες; Καικιλία... Καικιλία... Απίστευτο! Εντάξει. Καικιλία. Ηρέμησε, μην κλαις άλλο... (άγρια) Ε, σταμάτα πια! Θέλω να μιλήσουμε!

Η Καικιλία τον χαστουκίζει αυτήν την φορά πιο δυνατά.

Καικιλία: Φύγε! Φύγε αμέσως! Δεν θέλω να σε ξαναδώ στα μάτια μου, αχρείε!

Αγλαοφών: Καικιλία ηρέμησε! (τα ΄χει χάσει)

Καικιλία: Αν σου παρέμεινε έστω μια στάλα ανθρωπιάς, φύγε!

Αγλαοφών: Καικιλία!

Καικιλία: Κάν’ το! Γιατί κάποτε άκουσα την ιστορία σου και συμμερίστηκα τον πόνο σου... Δεν έχω καμιά διάθεση να σε μισήσω. Άφησε με!

Ο Αγλαοφών ηρεμεί, με σκυμμένο το κεφάλι φεύγει. Ξανάρχεται.

Αγλαοφών: Ένιωθα τύψεις... Ο Απελλής στην φυλακή και εγώ έξω στην θέση του. Ήθελα ένα συνένοχο. Εσένα. Όμως δεν μπορώ να συνεχίσω. Θα πάω. Θα τον βρω. Θα κάτσω εγώ στην φυλακή αντί για αυτόν. Ο Αγλαοφών δεν είναι φυλακή; Ε, εγώ είμαι ο Αγλαοφών! Πάω!  Θα αλλάξουμε και σύντομα θα βρίσκεται στην αγκαλιά σου! Μόνο να εύχεσαι, να μου χορηγήσουν την άδεια, για να τον επισκεφτώ στην φυλακή. Θα πάω αύριο που δεν έχει πόστο η Τιτή.

Σκηνή 7

Ο Αγλαοφών πάει στα γραφεία για να ζητήσει άδεια να επισκεφτεί τον Απελλή στην φυλακή. Εκεί εξυπηρετεί ο υπάλληλος.

Υπάλληλος: Κύριε Απελλή, εσύ εδώ; Τιμή μας!

Αγλαοφών: Αλήθεια, σου μοιάζω για τον Απελλή; Τόσο καιρό τώρα, σου μοιάζω για τον Απελλή;

Υπάλληλος: (τον κοιτά με απορία) Εσύ είσαι. Απελλή. Εσύ;

Αγλαοφών: Εσένα σαν ποιον σου μοιάζω;

Υπάλληλος: Με τον... (δεν συνεχίζει)

Αγλαοφών: Τον Αγλαοφών! Τον γνωστό ήδη από τα χρόνια τα παλιά. Συνάδελφος κάποτε. Κρατούμενος στην συνέχεια. Είχαμε έρθει πολλές φορές πρόσωπο με πρόσωπο. Δεν το αναγνωρίζεις;

Υπάλληλος: Όμως στον διαγωνισμό...

Αγλαοφών: Ναι. Τι έγινε στον διαγωνισμό;

Υπάλληλος: Το έργο σου...

Αγλαοφών: Είδες τίποτα στο έργο μου; Γιατί εγώ δεν είδα.

Υπάλληλος: Οι υπάλληλοι ξέραμε...

Αγλαοφών: Τι ξέρατε οι υπάλληλοι;

Υπάλληλος: Ξέραμε ότι ο Αγλαοφών θέλησε να πάρει την θέση του Απελλή. Έπρεπε να τον προστατέψουμε. Τον είχε ξεγελάσει και αντάλλαζαν ρούχα...

Αγλαοφών: Πώς τον ξεγέλασε ακριβώς; (δεν απαντά) Εκείνος πώς δέχθηκε να ανταλλάζουν ρούχα;

Υπάλληλος: (δεν βρίσκει τι να πει. Νιώθει εκτεθειμένος) Εεε... Δεν ξέρω! Όμως ξέραμε ότι ανταλλάξατε ρούχα! Το είδαμε!

Αγλαοφών: Πού;

Υπάλληλος: Σε βίντεο και μετά σας παρακολουθήσαμε για να εξακριβωθεί.

Αγλαοφών: Βίντεο; Μέσα σε προσωπικό χώρο; Δεν σε ξίνισε καθόλου αυτό. Ποιος σας το έδειξε;

Υπάλληλος: Δεν μου επιτρέπεται να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση. Δεν μου το επιτρέπω εγώ.

Αγλαοφών: Παραδέχεσαι ότι σας εξαπάτησε;

Υπάλληλος: Είναι πιθανό να έκανε λάθος. Όμως εσείς γιατί ανταλλάξατε ρούχα, αν όχι για να γίνεις εσύ Απελλής;

Αγλαοφών: Πράγμα που το κατάφερα. Α, ξέχασα να σε ευχαριστήσω για την βοήθεια. Υπήρξε αξιόλογη!

Υπάλληλος: Τι λες;

Αγλαοφών: Λοιπόν, δεν ήθελα εγώ να γίνω Απελλής! Αν ήθελα, θα υποστήριζα τώρα πως είμαι ο Αγλαοφών; Όχι!

Υπάλληλος: Λογικό μου φαίνεται.

Αγλαοφών: Ωραία. Αρχίζουμε να καταλαβαινόμαστε. Υπάρχει μήπως κάποιος άλλος που να ήθελε εμένα Απελλή και τον Απελλή φυλακισμένο;

Υπάλληλος: Δεν μπορώ να φανταστώ... Μα για μια στιγμή... εσύ δεν έβγαινες με την Τιτή μετά την φυλάκιση του πραγματικού, όπως λες, Απελλή;

Αγλαοφών: Όχι. Δεν ήμουν εγώ.

Υπάλληλος: Αγλαοφών! Θα με τρελάνεις; Ο κόσμος είχε βουίξει για την σχέση σας. Όλα τα κανάλια...

Αγλαοφών: (ψιλογελάει, τον κοροϊδεύει) Αν ανατρέξεις, κύριε υπάλληλε, στο σύστημα, θα δεις ότι όχι, ποτέ δεν έγινε χορηγία άδειας στο πεδίο του έρωτα για τον Απελλή και την Τιτή... Οπότε... δεν υπήρξε σχέση...

Υπάλληλος:  Κόψε τις ειρωνείες! Εξήγησε μου, τι έγινε.

Αγλαοφών: Θα εξηγήσω. Ελπίζω μόνο να να το αντέξεις.

Υπάλληλος: Ακούω.

Αγλαοφών: Ο Απελλής ερωτεύτηκε μια προσφυγοπούλα, όμως η Τιτή τον είχε βάλει στο μάτι.

Υπάλληλος: Τι λες; Πώς μπορείς να μιλάς έτσι για μια υπάλληλο; Αυτό είναι...

Αγλαοφών: Ηρέμησε, κύριε υπάλληλε, δεν την είπα και καμπούρα.

Υπάλληλος: Μα είναι δυνατόν να πιστεύεις ότι...

Αγλαοφών: Η Τιτή δεν είναι εκείνη, που σας έβαλε να μας παρακολουθήσετε;

Υπάλληλος: Δεν μου επιτρέπεται να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση. Δεν μου το επιτρέπω εγώ.

Αγλαοφών: Μην μου απαντήσεις! Όμως ξέρεις, εκείνη ήταν!

Υπάλληλος: Δηλαδή κατηγορείς την κυρία Τιτή... Α, κυρία Τιτή θα την λες, τι Τιτή; Γνωρίζεστε κι από χθες;

Αγλαοφών: Σαν Απελλής, ναι. Σαν Αγλαοφών, όχι...

Υπάλληλος: Έβγαινε μαζί σου σαν Απελλής... Το παραδέχεσαι.

Αγλαοφών: Ναι. Μήπως εκείνη δεν ήξερε το πρόσωπο του Αγλαοφών και του Απελλή; Μπερδεύτηκε και εκείνη;

Υπάλληλος: Η Τιτή;

Αγλαοφών: Ναι, η Τιτή. Η κυρία Τιτή ήθελα να πω. Εκείνη που σας έβαλε να μας παρακολουθήσετε.

Υπάλληλος: Δεν είναι δυνατόν! Μα γιατί να θέλει αυτήν την αλλαγή;

Αγλαοφών: Αυτό που ενδιαφέρει την κυρία Τιτή είναι η αποδοτικότητά της. Δεν μπορεί η κυρία Τιτή να βγει με όποιον κι όποιον. Η φήμη της πρέπει να αυξάνεται εκθετικά. Ο Απελλής λοιπόν...

Υπάλληλος: Παρακαλώ, μιλά χωρίς ειρωνεία για την κυρία Τιτή...

Αγλαοφών: Με συγχωρείς. Παρασύρομαι... Ο Απελλής, τέλος πάντων, έχει πολλή υψηλή αποδοτικότητα. Τι άλλο να θέλει μια κυρία Τιτή... Με συγχωρείτε «τι άλλο να θέλει η κυρία Τιτή» ήθελα να πω...

Υπάλληλος: Υποστηρίζεις ότι...

Αγλαοφών: Ακριβώς αυτό! Ο Απελλής όμως δεν την ήθελε... Έβγαινε μαζί μου και καυχιόταν πως ήταν με έναν Απελλή κι ας ήξερε καλά ποιος είμαι!

Υπάλληλος: Ωχ, Θεέ μου! Θεέ μου!

Αγλαοφών: Ο Θεός σου είναι ηλεκτρονικός και λέγεται σύστημα. Κάνε αίτηση χορήγησης μετανοίας. Φυλακίσατε έναν αθώο. Την καρτούλα σου, παρακαλώ... πόσο τοις εκατό να χορηγήσω; (ο υπάλληλος δεν αντιδρά, ο Αγλαοφών τον λυπάται) Με συγχωρείς, πάλι ειρωνεύτηκα...

Υπάλληλος: Οπότε τι θέλεις, να γίνει τώρα;

Αγλαοφών: Κοίταξε, εγώ εδώ ήρθα για να μου χορηγήσεις άδεια να επισκεφτώ τον Απελλή στην φυλακή... Δεν είχα σκοπό να κάνω όλη αυτήν την κουβέντα...

Υπάλληλος: Ωραία, λοιπόν, ρωτάω και πάλι, τι θες να γίνει τώρα;

Αγλαοφών: (στροφάρει) Το ξέρεις ότι μπορώ να σε απειλήσω, για να μην ανοίξω το στόμα μου. Ήσουν συνεργός στην απάτη.

Υπάλληλος: Αγλαοφών! Μην το κάνεις αυτό. Το σύστημα μας βασίζεται στην εμπιστοσύνη, που έχουν οι πολίτες στην πολιτεία τους. Μην βάζουμε δυναμίτη στα θεμέλια του.

Αγλαοφών: Δεν χρειάζεται, νομίζω, να σου θυμίσω, πόσο καλά τα πάω με το σύστημα.

Υπάλληλος: (ρίχνει τα μούτρα του) Αγλαοφών, για το καλό όλων μας, πρέπει να γίνονται θυσίες. Αξίζει ένας να θυσιαστεί...

Αγλαοφών: ... για το καλό ολονών;

Υπάλληλος: (ξεσπά, αποκαλύπτεται) Η σχέση αυτή θα έριχνε την αποδοτικότητα του στο μισό. Τι θα γίνει αν όλοι χάσουν το ενδιαφέρον τους για την αποδοτικότητα τους; Εκεί πάνω στηρίζεται το σύστημα μας. Αν χάσουμε τον πιο ψηλό, ποιον θα ‘χουν για πρότυπο οι υπόλοιποι; Το σύστημα˙ καταρρέει. Όλα τα ήξερα, υποκρινόμουν τόση ώρα!

Αγλαοφών: (μένει για λίγο) Πόσοι υπάλληλοι συμμετείχαν σ’ αυτήν την  παρωδία;

Υπάλληλος: (μηχανικά) Δεν μου επιτρέπεται... (το σκέφτεται, αλλάζει αυτό που πάει να πει) Η Τιτή και εγώ.

Αγλαοφών: Και τώρα που το σχέδιο σας χάλασε, τι θα κάνεις;

Υπάλληλος: Θα έχεις ό,τι θες για αντάλλαγμα, αρκεί να μείνουν όλα αυτά μεταξύ μας!

Αγλαοφών: Είναι απλό αυτό που θέλω: να αποκατασταθούν τα πράγματα. Ο Απελλής να γίνει Απελλής και ο Αγλαοφών, Αγλαοφών. Εγώ, δηλαδή, εγώ.

Υπάλληλος: Θες να μπεις στην φυλακή;

Αγλαοφών: Κρίνεις ότι πρέπει να μπω για κάποιον λόγο στην φυλακή;

Υπάλληλος: Ένας από τους δυο είναι στην φυλακή, ένας από τους δυο θα πρέπει να κάτσει στην φυλακή...

Αγλαοφών: Μα γιατί, το αξίζει κανείς από μας;

Υπάλληλος: Δεν μπορώ να σας ελευθερώσω! Δεν το καταλαβαίνεις;

Αγλαοφών: Αυτό θες για αυτήν την πόλη; Να βρίσκονται αθώοι στην φυλακή;

Υπάλληλος: Η αποδοτικότητα μου είναι μέτρια. (είναι χάλια, φόβος μην χάσει την θέση του, σύγκρουση με επιθυμία του για δικαιοσύνη στην πόλη ) Στα νιάτα μου δεν είχα φροντίσει να δώσω τον καλύτερο μου εαυτό. Την θέση μου την κρατάω λόγω αρχαιότητας... Οι υπόλοιποι υπάλληλοι κοιτάνε πώς και πώς να βρουν ευκαιρία να με βάλουν στον πάγκο...

Αγλαοφών: Στην φυλακή ένας αθώος. Πού; Στην πόλη της δικαιοσύνης! Και δεν θες να κάνεις τίποτα για αυτό!

Υπάλληλος: (το σκέφτεται, είναι ταραγμένος) Άκου, Αγλαοφών, ο Απελλής Πανσέληνος έχει πολλή υψηλή αποδοτικότητα. Για αυτόν θα είναι παιχνιδάκι να βγάλει από την φυλακή τον φίλο του...

Αγλαοφών: Κατάλαβα. Από προθυμία για βοήθεια, άλλο τίποτα...

Υπάλληλος: Μόνο να θυμάσαι. Η ειρηνική συνύπαρξη στην πολιτεία μας οφείλεται στην εμπιστοσύνη που διακατέχει τους πολίτες στο σύστημα μας, αν αυτό αλλάξει, το τίμημα θα είναι πολύ μεγαλύτερο απο την ύπαρξη ενός αθώου στην φυλακή.

Αγλαοφών:Εντάξει, λοιπόν, χορήγησε μου την άδεια επίσκεψης στην φυλακή. Θα τα κανονίσουμε εμείς τα υπόλοιπα.

Υπάλληλος: Μισό λεπτό να δω το πρόγραμμα μας... (το συμβουλεύεται) Μην πας αύριο. Αύριο έχει βάρδια η Τιτή εκεί. 

Αγλαοφών: Θα πάω σήμερα. Ευχαριστώ.

Υπάλληλος: Να θυμάσαι ότι θέλω, αλλά δεν μπορώ να βοηθήσω περισσότερο. Ε;

Αγλαοφών: Θα το θυμάμαι.

Υπάλληλος: Δεν θα μου κάνετε κακό. Ε;

Αγλαοφών: Θα δείξει. Λοιπόν, άντε χορήγησε την άδεια. (μόνος του) Τι χέστης;

Ακολουθεί σκηνή χωρίς λόγια. Ο Αγλαοφών μπαίνει στο κελί του Απελλή. Ο Απελλής τον κοιτά με καχυποψία. Ο Αγλαοφών του ζητά συγγνώμη και του εξηγεί τι έχει συμβεί, αλλάζουν με τρόπο ρούχα, αποχαιρετιούνται, φεύγει ο Απελλής.

Σκηνή 8

Ο Απελλής, αφού βγήκε από την φυλακή, πήγε στο δωμάτιο της Καικιλίας (είναι με τα ρούχα του). Είναι ταλαιπωρημένος και ανήσυχος. Η Καικιλία τρέχει να τον αγκαλιάσει. Ο Απελλής είναι κάπως απόμακρος και πολύ σκεφτικός.

Καικιλία: Απελλή μου, γύρισες!

Απελλής: Πώς μπόρεσαν να μου το κάνουν αυτό;

Καικιλία: Τι σου έκαναν; Τι εννοείς;

Απελλής: Με έβαλαν μέσα. Ποιον εμένα, που άλλοτε ‘στρωναν δάφνες στο πέρασμα μου. Δεν σκότωσα, δεν απέκτησα ιδιοκτησία, αγάπησα... εσένα. Γι’ αυτό έπρεπε να πληρώσω.

Καικιλία: Ω, Απελλή αυτό το έκαναν δυο υπάλληλοι...

Απελλής: Και οι υπόλοιποι; Δεν ερεύνησαν. Ήταν δίκαιη η φυλάκιση μου; Και ο Αγλαοφών να ήμουν, ήταν δίκαιη η φυλάκισή μου; Γιατί; Με έβαλαν μέσα χωρίς κατηγορία! Δεν το πιστεύω! Δεν μπορώ να το πιστέψω!

Καικιλία: Αγαπημένε μου!

Απελλής: Μες στην φυλακή ένιωσα τόση θλίψη! Κι όχι δεν ήταν οι άσχημες συνθήκες, ήταν κάτι πολύ περισσότερο... Ο κόσμος μου κατέρρευσε! Ένιωσα ξεγελασμένος. Ηλίθιος! Πόσο απέχει ό,τι έχει σχηματιστεί στο μυαλό μας από την πραγματικότητα; Ήμουν τόσο... βέβαιος για αυτήν την πολιτεία... Ήμουν τόσο σίγουρος... Αισθάνθηκα... πώς να το πω; ...προδομένος. Έζησα, γαλουχήθηκα μέσα σε ένα ψέμα. Υπερασπίστηκα εγώ ο ίδιος το ψέμα...

Καικιλία: Σσσ... σώπασε, τώρα είσαι εδώ, Στην αγκαλιά μου.

Απελλής: Δεν ξέρω... Δεν μπορώ να ηρεμήσω. Ο χρόνος στην φυλακή ήταν ατελείωτος. Ώρες-ώρες μου ερχόταν να πάρω φόρα και να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο... Κανείς δεν μπορεί να με νιώσει!

Καικιλία: Κάνεις λάθος. (με πολλή θλίψη)

Απελλής: Γιατί το λες έτσι;

Καικιλία: Τι νομίζεις; Κι εγώ, εγκλωβισμένη στις εστίες χωρίς εσένα, ώρες-ώρες μου ερχόταν να τρέξω ως στην στέγη και να... αφεθώ στην βαρύτητα...

Απελλής: Καικιλία, δεν θα το έκανες αυτό! Για εμένα!

Καικιλία: Από τότε που σε γνώρισα.. Όσο ξέρω πως είσαι ζωντανός, όχι. Αν όμως... (σταματάει, κλαίει) Τώρα νιώθω ενοχές...

Απελλής: Σσσς... σώπα, καλή μου...

Καικιλία: Νιώθω τύψεις, που ένιωθα να χάνω την υπομονή μου, που δεν μπορούσα να περιμένω αυτήν την χαρά να είσαι εδώ μαζί μου... διπλό και τρίδιπλο χρόνο άξιζε να σε περιμένω... 

Απελλής: Είμαι εδώ. Αγκάλιασε με. (Τον αγκαλιάζει πιο πολύ με νοσταλγία, παρά με πάθος)

Καικιλία: Γλυκέ μου! Αδυνάτισες.

Απελλής: Ε, όχι και αδυνάτισα...

Καικιλία: Όμως τώρα θα έχεις όλο τον καιρό να παχύνεις ξανά. Τώρα είσαι εδώ!

Απελλής: Είμαι εδώ. Μαζί σου! Καικιλία... (Αφαιρείται λίγο και το βλέμμα του γίνεται βαρύ)

Καικιλία: Δεν μ’ αρέσει που είσαι τόσο σκεφτικός.

Απελλής: Θα μου περάσει. Τι θα κάνω για τον Αγλαοφών;

Καικιλία: Απελλή, γνώμη μου είναι, να πεις στους συνανθρώπους σου τι έγινε. Ο κόσμος θα κρίνει, αν είναι δίκαιο να παραμείνει στην φυλακή.

Απελλής: Νομίζεις ότι μπορεί να με πιστέψει κανείς;

Καικιλία: Εσένα; Τον Απελλή Πανσέληνο με υψηλή αποδοτικότητα;

Απελλής: Εμένα. (αυτοσαρκαστικά) Τον Απελλή Πανσέληνο με την υψηλή αποδοτικότητα...

Καικιλία: Έλα τώρα, Απελλή.

Απελλής: Ότι οι υπάλληλοι με έκλεισαν χωρίς κατηγορία στην φυλακή; Ότι τους εξαπάτησαν για το ποιος είναι ο Απελλής και ποιος ο Αγλαοφών στον διαγωνισμό; Ποτέ δεν θα με πιστέψουν! Όλοι είναι πολύ σίγουροι για το σύστημα μας και τους υπηρέτες του. (πάει να μιλήσει η Καικιλία, αλλά την διακόπτει και συνεχίζει ο Απελλής) Ένας τρελός θα διαλαλούσε αυτό που πιστεύει, όμως θα έβαζε το σώμα του σε βαριά δοκιμασία; (το ίδιο, η Καικιλία πάει μιλήσει, δεν) Ο Αγλαοφών είναι μέσα άδικα και οφείλουμε να δικαιωθεί!

Καικιλία: Απελλή, τι σκέφτεσαι;

Απελλής: Ένας συγκρατούμενος μου είχε μιλήσει για ένα μέσο διαμαρτυρίας. Είναι όμως...

Καικιλία: Μη μου πεις, ότι μιλάς για την απεργία πείνας.

Απελλής: Ναι. (έκπληκτος) Ξέρεις τι είναι;

Καικιλία: Εγώ έρχομαι από τον υπόλοιπο κόσμο. Ξέρω. Όμως θα προτιμούσα...

Απελλής: Ο Αγλαοφών πήρε την θέση μου στην φυλακή. Πρέπει να κάνω απεργία πείνας!

Καικιλία: Δεν θα ‘ταν καλύτερα να...

Απελλής: Καικιλία, σε παρακαλώ, άφησε αυτήν την επιλογή σε εμένα.

Καικιλία: Όπως νομίζεις, Απελλή... Όμως πριν ξεκινήσεις έχε ένα καλό φαγοπότι...

Απελλής: Δεν έχει νόημα...

Καικιλία: Για εμένα. Σε παρακαλώ!

Απελλής: Καικιλία... Εντάξει...

Καικιλία: Όχι εδώ... Στην Υπατεία...

Απελλής: Εντάξει Καικιλία...

Σκηνή 9

Ο Απελλής πάει στα γραφεία για να κάνει αίτηση για απεργία πείνας, πιο πολύ για να ανακοινώσει την κίνησή του. Για να τον εξυπηρετήσει βρίσκει την Τιτή.

Τιτή: Απελλή!

Απελλής: Ώστε με αναγνωρίζεις τώρα.

Τιτή: Όχι βέβαια! Πώς είσαι έτσι;

Απελλής: Πώς είμαι έξω. Μήπως αυτό είναι που θα ήθελες πραγματικά να ρωτήσεις;

Τιτή: Πώς τον άφησαν να σε επισκεφτεί, χωρίς να το πάρω χαμπάρι; Ανταλλάξατε ρούχα, παλιόμουτρα!

Απελλής: Ανταλλάξαμε ρούχα ή συγχρονίσαμε όνομα και ζωή με τον αντίστοιχο άνθρωπο; 

Τιτή: Τέλος πάντων! Τι θες εδώ;

Απελλής: Ήρθα να ζητήσω άδεια για να κάνω απεργία πείνας.

Τιτή: Ορίστε;

Απελλής: Αυτό που άκουσες. Απεργία πείνας για να απελευθερωθεί ο Αγλαοφών. Να το ξαναπώ;

Τιτή: Έχεις καταλάβει, κύριε Απελλή, τι θες να κάνεις;

Απελλής: Ναι, να ελευθερώσω ένα αθώο!

Τιτή: Κύριε Απελλή, καταλαβαίνω, αυτό που έγινε ήταν άδικο, όμως σκέψου πώς θα νιώσουν οι συμπολίτες σου. Προδομένοι, ανασφαλείς...

Απελλής: Εμένα μου λες;

Τιτή: Είναι πιθανό να πιστέψουν όχι μόνο σε αυτά που θα τους πεις εσύ, αλλά και σε ένα σωρό συνωμοσιολογίες που κυκλοφορούν. Και τι θα γίνει τότε; Θα βουλιάξουμε. Αυτό θα είναι η καταστροφή μας.

Απελλής: Μπορεί. Χαίρομαι, που είσαι εσύ, για να με εξυπηρετήσεις. Την άδεια, παρακαλώ.

Τιτή: Καλά δεν μ’ ακούς; Αυτό το πράγμα δεν υπάρχει! Αίτηση για απεργία πείνας! Πώς το σκέφτηκες;

Απελλής: Να καταχωρηθεί, παρακαλώ. Από ‘δω και πέρα θα υπάρχει.

Τιτή: Η απεργία πείνας είναι εξευτελισμός. Τόσο δικός σου όσο και του συστήματος μας! Στην ιστορία μας δεν έχει καταγραφεί τέτοια κίνηση.

Απελλής: Το ξέρω. Έχω άλλο μέσο; Πες μου.

Τιτή: Είναι φοβερό! Ο κόσμος θα τα χάσει! Ο Απελλής Πανσέληνος κάνει απεργία πείνας! Ο ζωγράφος μας! Ο καταξιωμένος υπηρέτης του συστήματος μας...

Απελλής: Προτείνω να τους εξηγήσεις εσύ το γιατί. Εσύ ξέρεις τι συνέβη...

Τιτή: Έχεις αναλογιστεί, τι θα γίνει, αν χάσουν την εμπιστοσύνη τους στο σύστημα; Διχασμός; Διαμάχες; Αστάθεια; Όχι, όχι! Δεν θέλω να το σκέφτομαι! Δεν σκέφτεσαι τους συμπολίτες σου. Θα τρομοκρατηθούν!

Απελλής: Ο τρομοκράτης είμαι εγώ; Με συλλάβατε, με γδύσατε, με αναγκάσατε να φορέσω άλλα ρούχα, με εκθέσατε στα μέσα μαζική ενημέρωσης. Μου αλλάξατε το όνομα και το παρελθόν και με βάλατε στην φυλακή... Εγώ είμαι ο τρομοκράτης!

Τιτή: Συναντούσες μια ξένη, χωρίς άδεια!

Απελλής: Μα κυρίως, δεν ήθελα μια υπάλληλο... Δεν έγινα συνεργός στις φιλοδοξίες της. Όμως σε ευχαριστώ... Σε ευχαριστώ γιατί μου άνοιξες τα μάτια. Το σύστημά μας είναι σκατά!

Τιτή: Σκασμός! (συνειδητοποιώντας ότι δεν έχει το πάνω χέρι) Σταμάτα...

Απελλής: Είναι εντυπωσιακό πως σου αρκούσε να είσαι με το όνομα του Απελλή Πανσέληνου, χωρίς το αντίστοιχο πρόσωπο! Δεν σε ένοιαζε πως ήσουν με ένα Πλήβειο.

Τιτή: Είσαι τρελός! Είσαι τέρας!

Απελλής: Λοιπόν, θα το κάνω, θα την δημοσιεύσω την ιστορία μας. Είναι κρίμα να μην ξέρει ο κόσμος τέτοια ιστορία...

Τιτή: Ζήτα μου ό,τι θες!

Απελλής: Ω, τι γενναιοδωρία! Ευχαριστώ πολύ! Πες μου, λοιπόν, τι προτιμάς; Μυθιστόρημα, ποίημα ή θεατρικό έργο;  

Τιτή: Είσαι ζωγράφος, κύριε Απελλή...

Απελλής: Πίνακα; Α, αυτό το έχει αναλάβει ο Αγλαοφών. Στο κελί, που τον έχετε,  ζωγραφίζει τοίχους που στενεύουν. Άμα βγει, θα φροντίσω να κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση...

Τιτή: Μα δεν είναι ζωγράφος...

Απελλής: Λοιπόν, το αποφάσισα! Θα γράψω θεατρικό έργο! Θα ανέβουμε στην σκηνή. Να σας παρουσιάσω τον Απελλή. Να και η Τιτή. Η Τιτή τον έκανε Αγλαοφών και τον Αγλαοφών, Απελλή, για να μπορεί να έχει...

Τιτή: Θα αθωώσω τον Αγλαοφών! Αυτό δεν θες;

Απελλής: Τώρα ξαφνικά μπορείς, ε; Μπράβο!

Τιτή: Θα ασκήσω την επιρροή μου! Θα χρησιμοποιήσω κάθε μέσο...

Απελλής: Αυτό λέγεται δημοκρατία, αγαπητοί συμπολίτες!

Τιτή: Σου λέω, θα κάνω ό,τι ζητήσεις! Θα κινήσω γη και ουρανό!

Απελλής: Θέλω να ελευθερωθεί ο Αγλαοφών, αλλά αυτό δεν με φτάνει...

Τιτή: Τι άλλο;

Απελλής: Θέλω στο πεδίο του «επάγγελμα» να αναγράφει «ζωγράφος».

Τιτή: Θα το κάνω! Θα πείσω όποιον χρειαστεί ότι το αξίζει!

Απελλής: Αλλά ούτε αυτό με φτάνει...

Τιτή: Τι άλλο θέλεις, κύριε Απελλή;

Απελλής: Είμαστε στο 49,999.. % των επιθυμιών μου...

Τιτή: Τι θέλεις ακόμα; Πες, κύριε Απελλή!

Απελλής: Υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να κινηθούν παρά στο χώρο των εστιών. Να τι θέλω: ελεύθερες μετακινήσεις για όλους!

Τιτή: Όλους; Έχεις υπολογίσει τι σημαίνει αυτό για την πόλη μας;

Απελλής: Ναι! Λιγότερη περιθωριοποίηση στους Πλήβειους και στους πρόσφυγες.

Τιτή: Δεν ξέρεις για τι πράγμα μιλάς!

Απελλής: Το σύστημά μας δεν είναι σκατά, όπως είπα πριν λίγο, η τυφλή πίστη και αφοσίωση μας σ’ αυτό, είναι το λάθος μας.

Τιτή: Τι έκανε λέει;

Απελλής: Είπα η τυφλή πίστη και αφοσίωση μας σ’ αυτό, είναι το λάθος.

Τιτή: Ό,τι πεις, κύριε Απελλή. Ό,τι πεις. Όμως δεν...

Απελλής: Μας λείπει η ευελιξία. Η προσαρμοστικότητα. Ή καλύτερα... η εξέλιξη! Δεν υπάρχει εξέλιξη! Έτσι το βρήκαμε, έτσι θα το παραδώσουμε στα παιδιά μας. Ε, όχι! Υπάρχουν άνθρωποι που αδικούνται από αυτό... Το έχετε καταλάβει; Το έχετε πάρει χαμπάρι;

Τιτή: Πώς; Ναι, ναι... Ξέρεις τι σκέφτομαι...

Απελλής: Λοιπόν, να τι ζητάω: την απελευθέρωση των διαδρομών και τον Αγλαοφών ελεύθερο και ζωγράφο. Έτσι θα κρατήσω το στόμα μου κλειστό. Δεν θέλω να κλονίσω την εμπιστοσύνη κανενός...

Τιτή: Κύριε Απελλή, θα κάνω αυτά που μου ζήτησες, θα δεις.

Απελλής: Όμως σε προειδοποιώ. Η απεργία πείνας δεν θα τελειώσει, μέχρι να εκπληρωθεί ο λόγο σου.

Σκηνή 10

Ο Αγλαοφών έχει απελευθερωθεί και έχει γραφτεί στα πρακτικά σαν ζωγράφος, για τις διαδρομές όμως, δεν έγινε τίποτα. Ο Απελλής είναι στο νοσοκομείο, συνεχίζει την απεργία πείνας, είναι ταλαιπωρημένος και κουρασμένος. Έρχεται η Καικιλία.

Καικιλία: Απελλή!

Απελλής: Καικιλία, πώς ήρθες εδώ;

Καικιλία: (πάει να πει άλλο, κολλάει, απαντά στο ερώτημα του) Είχα μια διαδρομή από... τέλος πάντων... ο Αγλαοφών...

Απελλής: Τι συμβαίνει;

Καικιλία: Τον χτύπησαν.

Απελλής: Τι;

Καικιλία: Ευτυχώς, δεν έπαθε κάτι σοβαρό...

Απελλής: Τι έγινε;

Καικιλία: Εκεί που περπατούσε στον δρόμο, του την είχαν στημένη. Δεν πρόλαβε να καταλάβει τι και πώς και βρέθηκε κάτω τρώγωντας κλωτσιές και μπουνιές.

Απελλής: Γιατί;

Καικιλία: Κατέθεσε στο κοινοβούλιο πρόταση νομοσχεδίου για την απελευθέρωση των διαδρομών.

Απελλής: Πωω... Δεν πρόλαβε να βγει από την φυλακή, να καταχωρηθεί σαν ζωγράφος και ξεκίνησε τη δράση του; Μπράβο Αγλαοφών!

Καικιλία: Ό,τι δεν μπορεί να κάνει η Τιτή, θα το πετύχει ο Αγλαοφών.

Απελλής: ...Μα τι τους πειράζει τόσο πολύ;

Καικιλία: Μια τέτοια αλλαγή θα μειώσει τα κίνητρα αποδοτικότητας, λένε. Αστάθεια, λένε. Ρισκάρει κανείς τέτοια πράγματα; Λένε.

Απελλής: Και τον χτύπησαν;

Καικιλία: Είχε λάβει προειδοποιητικά μηνύματα, αλλά δεν τα έλαβε υπόψιν του...

Απελλής: Αγλαοφών...

Καικιλία: Όμως δεν είναι μόνο αυτό...

Απελλής: Τι άλλο;

Καικιλία: Οι υπάλληλοι κυκλοφορούν δυο-δυο για ασφάλεια.

Απελλής: Τι λες τώρα;

Καικιλία: Ο κόσμος ζητά να μάθει για την φυλάκιση του Αγλαοφών, την αποφυλάκιση του και γιατί έγινε ζωγράφος. Όλα αυτά  δεν συνδέονται από λογική συνοχή. Καταλαβαίνουν πως κάτι έχει παιχτεί.

Απελλής: Μπράβο, δεν το περίμενα από αυτούς.

Καικιλία: Απειλούν πως αν δεν μάθουν τι συνέβη, θα τα ανατρέψουν όλα. Τώρα είναι η ώρα να μιλήσεις, Απελλή!

Απελλής: Θα τα ανατρέψουν όλα; Καικιλία, τι έκανα;

Καικιλία: Τίποτα δεν έκανες.

Απελλής: Δεν μπορώ να νιώθω υπεύθυνος για αυτήν την κατάσταση!

Καικιλία: Εσύ; Ούτε καν αποκάλυψες τι σου συνέβη, όπως όφειλες να κάνεις...

Απελλής: Μα δεν καταλαβαίνεις; Δεν μπορώ! Πες με δειλό, φοβάμαι την αντίδραση του λαού. Φοβάμαι την αστάθεια... Μπορεί να κατηγόρησα την τυφλή εμπιστοσύνη μας στο σύστημα, αλλά φοβάμαι την έλλειψή της...

 Καικιλία: Ό,τι έγινε χθες σε εσένα, αύριο μπορεί να γίνει σε κάποιον άλλο.

Απελλής: Είδες όμως το αποτέλεσμα. Πόσο μάλλον αν αποκαλύψω τι πέρασε ο Απελλής Πανσέληνος από κάποιους υπαλλήλους.

Καικιλία: Το να δικαστούν αυτοί που έφταιξαν τι το φοβερό έχει;

Απελλής: Μα δεν θα γίνει μόνο αυτό. Το θέμα τώρα παίρνει άλλες διαστάσεις.

Καικιλία: Εξήγησε μου, λίγο, δεν είναι πρόβλημα το ότι κανείς δεν θέλει να αλλάξει το παραμικρό στο σύστημα, το ότι το θεωρούν ιδανικό;

Απελλής: Καικιλία, έχεις δίκιο, γιατί δεν ξέρεις τι υπήρχε πριν εδώ. Δεν ξέρεις τι περάσαμε, για να κατασταλάξουμε σε αυτό.

Καικιλία: Ε, ωραία, πες μου. Είμαι πρόθυμη να μάθω.

Απελλής: Πού να σου λέω τώρα...

Καικιλία: Όχι, να μου πεις. Θέλω να ξέρω τι μπορεί να έχει κάνει αυτούς τους ανθρώπους τόσο στενόμυαλους.

Απελλής: Θα σου πω, αλλά και εσύ γίνε πιο ελαστική. Κρίνεις πολύ αυστηρά.

Καικιλία: Θα προσπαθήσω.

Απελλής: Ωραία. (σκέφτεται από πού να ξεκινήσει) Αυτοσκοπός υπήρξε το κέρδος. Εξουσία, χρήμα ήταν το ίδιο και το αυτό. Εγχρήματη ήταν η οικονομία...

Καικιλία: Μου είναι γνωστή η κατάσταση.

Απελλής: Ε, λοιπόν, οι πολυεθνικές εταιρίες κατείχαν το 80% του πλούτου. Ούτε που ήξεραν ποιοι ήταν οι ιδιοκτήτες τους, οι μέτοχοι τους κτλ... Εκείνες έδιναν δουλειά και μισθούς, εκείνες όριζαν τις τιμές και την κυκλοφορία του χρήματος...

Καικιλία: Χμ...

Απελλής: Οι περισσότεροι δεν έβλεπαν κανένα πρόβλημα σε αυτό, μέχρι την κρίση του κουκουναριού... 

Καικιλία: Κρίση του κουκουναριού;

Απελλής: Θα σου εξηγήσω. Ήταν η WesternWhite που έκανε την καινοτομία με το όχημα από κουκουνάρι. Η είσοδος ενός τόσο ανταγωνιστικού προϊόντος στην αγορά, έκανε τις άλλες επιχειρήσεις να πανικοβληθούν. Η καινοτομία ήταν κατοχυρωμένη για μια τετραετία και δεν μπορούσαν να την μιμηθούν. Αποφάσισαν να μειώσουν το κόστος παραγωγής τους με την μείωση των μισθών των εργαζομένων. Αυτό έφερε μειωμένη ζήτηση και η μειωμένη ζήτηση, απολύσεις και ανεργία... Για να μην τα πολυλογώ και σε κουράζω, ο λαός έσφιξε, έσφιξε το ζωνάρι, ώσπου έφτασε στο "αμήν".

Ο Απελλής κοιτά την Καικιλία, αν τον παρακολουθεί. Όλα αυτά φαίνονται γνωστά στην Καικιλία, αφού παρόμοια προβλήματα αντιμετώπιζαν και στον δικό της τόπο.

Απελλής: Τότε άρχισαν να δημιουργούνται κινήματα πληροφόρησης. «Η εταιρία Algotria απέλυσε έξι χιλιάδες εργαζόμενους, σταματάμε να ψωνίζουμε από εκεί» «Ο συνεταιρισμός "κατώφλι" παράγει και συσκευάζει ελαιόλαδο, θα προμηθευτώ από εκεί για την ταβέρνα μου...» Συνεταιρισμοί και μικρές επιχειρήσεις άρχιζαν και πάλι να παίρνουν ζωή, ενώ οι μεγάλες δεν έβλεπαν υπερκέρδη...

Καικιλία: Για πόσο όμως μπορεί να κράτησε κάτι τέτοιο;

Απελλής: Δεν κράτησε πολύ, καλά το κατάλαβες. Η παλιά αποτελεσματική συνταγή "διαίρει και βασίλευε": «οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι τεμπέληδες», «οι ιδιώτες κοιτάνε μόνο να στα αρπάξουνε», «οι αγρότες, οι μικροβιομήχανοι και οι μικροεπιχειρηματίες δεν είναι αποτελεσματικοί στην αύξηση του κατακεφαλήν ΑΕΠ»...

Καικιλία: Κάτι μου θυμίζουν όλα αυτά.

Απελλής: Έτσι που λες, μοιράστηκαν κυρίως σε δυο μεριές, τους διαγώνιους και τους οριζόντιους. Τρώγονταν, τρώγονταν, μέχρι που έφτασαν να πάρουν τα όπλα.

Καικιλία: Τα όπλα; Ποιοι; Εναντίον ποιου;

Απελλής: Εναντίον του ίδιου τους του εαυτού. Οριζόντιοι εναντίον διαγώνιων...  (Η Καικιλία δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυα της, θυμάται) Καικιλία μου, σώπα, μην μου κλαις... (σκουπίζει τα δάκρυα της)

Καικιλία: Όχι, μην δίνεις σημασία, συνέχισε.

Απελλής: Έτσι μπράβο, δεν θέλω να βλέπω τα ματάκια σου κλαμένα.

Καικιλία: Συνέχισε.

Απελλής: Εντάξει, λοιπόν, μια μέρα ένας στρατιώτης βγήκε ακάλυπτος από τα χαρακώματα. Οι δικοί του είπαν «Πάει αυτός! Τρελάθηκε...». Σφαίρες έπεφταν γύρω του, ενώ εκείνος φώναζε: «Είναι η βιβλιοθήκη, είναι η βιβλιοθήκη αυτή που πάμε να γκρεμίσουμε. Είναι το δικό μας θησαυροφυλάκιο!»

Καικιλία: Τον σκότωσαν.

Απελλής: Όχι, δεν τον σκότωσαν! Θα σου πω, μην βιάζεσαι. «Μην πυροβολείτε! Αυτός είναι ο δάσκαλος του γιου μου» φωνάζει ένας από τους αντιπάλους του και τρέχει και στέκεται μπροστά του. «Ο γιατρός μου» φωνάζει ένας από την άλλη πλευρά και τρέχει κι αυτός στο μέρος τους. Άλλος ήταν αδερφός, άλλος συνάδελφος κι άλλος είχε φτιάξει την βρύση κάποιου άλλου. Ένας-ένας όλοι μαζεύτηκαν εκεί και στο τέλος δεν έμεινε άνθρωπος στα χαρακώματα.

Καικιλία: Μου διηγείσαι παραμύθι, κύριε Απελλή;

Απελλής: Κι όμως, έτσι έγινε, σου λέω!

Καικιλία: Και για λογοτεχνία μου κάνει...

Απελλής: Καικιλία! Σταματάω εδώ!

Καικιλία: Εντάξει, εντάξει. Συνέχισε, δεν θα σε διακόψω ξανά.

Απελλής: Δεν μ’ αρέσει να με ειρωνεύονται.

Καικιλία: Με συγχωρείς!

Απελλής: Τι έλεγα;

Καικιλία : Ότι βγήκαν όλοι από τα χαρακώματα...

Απελλής: Α, ναι. Τότε φωτίστηκαν τα μυαλά τους με το "γιατί". Γιατί πολεμάμε; Γιατί σκοτωνόμαστε; Τι μας χωρίζει αλήθεια; Με την παρότρυνση του δασκάλου, τράβηξαν για την βιβλιοθήκη. 

Καικιλία: Χμ...

Απελλής: Θα πάψεις να με αμφισβητείς; 

Καικιλία: Δεν σε αμφισβήτησα. Ένα «χμ» έκανα...

Απελλής: Όποιον άλλον ρωτήσεις στην πόλη, θα σου πει ίδια κι απαράλλαχτη αυτή την ιστορία. Την μαθαίνουμε από παιδιά στο σχολείο.

Καικιλία: Αυτό είναι που με ανησυχεί... (την κοιτά με νεύρο) Εντάξει, εντάξει συνέχισε.

Απελλής: (με πείσμα, ότι πρέπει να πειστεί για την γνησιότητα του συστήματος τους) Πήγαν στην βιβλιοθήκη. Άλλοι μελέτησαν την ιστορία των εθνών, άλλοι την παγκόσμια λογοτεχνία, τις θρησκείες του κόσμου... 

Καικιλία: Ωραία, και;

Απελλής: (εκνευρισμένος) Τέλος πάντων, ακολούθησε διάλογος και καταστάλαξαν. Ο τρόπος ανταλλαγής προϊόντων με χρήμα, αντικαταστήθηκε από την «κοινωνία». Η κοινωνία είναι ένα σύστημα, στο οποίο υπάρχει κεντρικός πυρήνας, στον οποίο προσφέρει ο αγρότης την σοδειά του, ο δάσκαλος την υπηρεσία του, ο μουσικός την μουσική του κτλ. Από εκεί διαχέεται σε όλη την «κοινωνία» το παραγόμενο προϊόν. Ανάλογα την αποδοτικότητα του καθενός, απορρέουν και τα δικαιώματά του. (καθώς τα λέει αυξάνεται σταδιακά και πάλι ο ενθουσιασμός του. Πιστεύει σ’ αυτό.)

Καικιλία: Ναι. Ξέρω. (τον γειώνει)

Απελλής: Εσύ έφυγες! Τον άφησες τον τόπο σου! Πώς μπορείς να κατηγορείς τον δικό μου;

Καικιλία: Δεν κατηγόρησα κανέναν. Το πρόβλημα που υπάρχει, δεν το δημιουργείς εσύ, αν απλά το φανερώσεις. Ξέρω ότι αγαπάς την πόλη σου, μα για αυτό είναι που πρέπει...

Απελλής: (έχει πάψει να της δίνει σημασία, αναστανάζει) Είχε δίκιο η Τιτή...

Καικιλία: (πολλή ενοχλημένη) Η Τιτή είχε δίκιο;

Απελλή: Με είχε προειδοποιήσει. Ο κόσμος θα τρομοκρατηθεί, θα διχαστεί. Μου το είχε πει.

Καικιλία: Εκείνη το μόνο που ήθελε, ήταν να μην εκτεθεί! Το μεγαλύτερο πλήγμα αυτή θα το υποστεί. Αυτήν καλύπτεις, δεν το ‘χεις καταλάβει;

Απελλής: Το ξέρω, όμως...

Καικιλία: Το να απελευθερωθούν οι διαδρομές, θα είναι η πιο σημαντική αλλαγή σε αυτήν την πολιτεία, εδώ και κάτι γενιές ανθρώπων. Όμως  αυτό δεν μπορεί να το κάνει η Τιτή. Δεν το νιώθει!

Απελλής: Σε μια ειρηνική πόλη, ήρθε η διχόνοια... Εξαιτίας μου! Αν αυτή η αλλαγή είναι τόσο σημαντική, γιατί δεν έχει ένα καθαρά θετικό αποτέλεσμα;

Καικιλία: Απελλή, έτσι είναι... Οι αλλαγές, θετικές ή αρνητικές, φέρνουν αντιδράσεις.

Απελλής: Είμαι τόσο δειλός, λοιπόν; Τόσο ανίκανος να τις διαχειριστώ, (με μια ειρωνεία) θετικές ή αρνητικές...

Καικιλία: Για χάρη μου, έγινες άλλος άνθρωπος. Μην λες πως δεν μπορείς να διαχειριστείς τις αλλαγές...

Απελλής: Γιατί; Γιατί; Ποιος ο λόγος;

Καικιλία: Τι εννοείς; (ο Απελλής, πολύ σκεφτικός, δεν απαντά)

Καικιλία: Εννοείς πως δεν άξιζε τον κόπο;

Απελλής: Ποτέ δεν είπα κάτι τέτοιο! (κλείνει τα μάτια του) Θέλω λίγο ησυχία. Να ηρεμήσω.

Καικιλία: Απελλή, δημοσίευσε τι πέρασες. Τώρα όλοι το περιμένουν... Σταμάτα πιά αυτήν την απεργία!

Απελλής: (ανοίγει τα μάτια) Καικιλία! Μην συνεχίζεις!

Καικιλία: Δεν θέλω να πάθεις κακό! Αν έβλεπες πώς έχεις γίνει...

Απελλής: Δεν με βοηθάς με αυτόν τον τρόπο.

Καικιλία: Είσαι τόσο ξεροκέφαλος, λοιπόν;

Απελλής: Καικιλία, άσε με ήσυχο! Θέλω να μείνω γα λίγο μόνος μου!

Καικιλία: (τον φιλάει στο μέτωπο, εκείνος ενοχλείται, εκείνη κινάει να φύγει) Θα περιμένω τηλεφώνημα σου το βράδυ. Μην με ξεχάσεις!

Η Καικιλία φεύγοντας συναντάει την Τιτή, η οποία μπαίνει με φούρια. Τα βλέμματα τους διασταυρώνονται. Η Καικιλία φεύγει.

Απελλής: Τι θέλεις εσύ εδώ;

Τιτή: Είχαμε μια συμφωνία! Ο Αγλαοφών είναι ελεύθερος και ζωγράφος και εσύ δεν σταμάτησες την απεργία.

Απελλής: (αναστενάζει) Ζήτησα και την απελευθέρωση των διαδρομών, (πιο δυναμικά) νομίζω!

Τιτή: Μα αυτό είναι ανήκουστο! Δεν μπόρεσα να κάνω ούτε νύξη για αυτό το θέμα στην βουλή.

Απελλής: Εγώ ξέρω πως ζήτησα και αυτό.

Τιτή: Δεν ακούς τι γίνεται; Πριν ηρεμήσουν τα πνεύματα, δεν μπορεί να γίνει τίποτα!

Ο Απελλής σιωπά.

Τιτή: Δεν καταλαβαίνεις τι πλήγμα προκαλείς! Θα καταστρέψεις τα πάντα! Το σύστημά μας θα αποδομηθεί.

Απελλής: (μόνος του) Καλή ώρα βρήκες να ‘ρθεις και εσύ...

Τιτή: Απελλή, μ’ ακούς;

Απελλής: (Τα έχει χαμένα) Η Καικιλία μου είπε...

Τιτή: Ποια Καικιλία;

Απελλής: Επιμένει πως  πρέπει να φανερώσω την αλήθεια... Πως ο κόσμος πρέπει να ξέρει.

Τιτή: Ποια Καικιλία;

Απελλής: Αυτή που έφυγε μόλις.

Τιτή: Αυτή; Μια ξένη!Τι γνώμη μπορεί να έχει για τον τόπο μας μια ξένη;

Απελλής: Δεν ξέρω. (Την κοιτά με ειλικρίνεια) Αυτή δεν είναι κατάλληλη ώρα, άφησε με, σε παρακαλώ...

Χτυπάει το κινητό του Απελλή. Το αρπάζει και απαντάει η Τιτή.

Τιτή: (ακούει στο ακουστικό) Δεν μιλάς με τον Απελλή, θα του το μεταφέρω, μόλις ξυπνήσει. (ακούει) Θα του το πω. (ακούει) Είναι καλύτερα, μην ανησυχείς. Κοιμάται κι ονειρεύεται. Θα αναρρώσει. Ναι, θα συνεχίσουμε να του προσφέρουμε φαγητό. Κάποια στιγμή θα φάει. (ακούει) Ναι, θα στον φροντίσω εγώ, μην ανησυχείς. (Κλείνει)

Απελλής: Τι κάνεις, ε; Ποιος ήταν;

Τιτή: (με ειρωνεία) Ήθελε να ζητήσει συγγνώμη!

Απελλής: Σιχαμένη, απάντησες στο τηλέφωνο μου!

Τιτή: Αυτή είναι λοιπόν; Ούτε καν Πλήβεια, μια ξένη! (Γελάει) Μαζί της θα κυκλοφορείς; (γελάει) Στην έκθεση του Αγλαοφώντα θα πας μαζί της;

Απελλής: Δώσε μου το κινητό μου! (η Τιτή δεν το δίνει) Είπα, φέρε εδώ το τηλέφωνο! (η Τιτή το αφήνει να πέσει από τα χέρια της, ενώ χαμογελά. Βγαίνουν το καπάκι και η μπαταρία του.)

Απελλής: Ώστε θες να με πείσεις; Η ιστορία μας θα ανέβει στην σκηνή!

Τιτή: Το έχεις πει και ξαναπεί!

Απελλής: Και θα το κάνω!

Τιτή: Καν’ το και θα σε εκδικηθώ! Τ’ ακούς;

Απελλής: Θα είναι σαν να χτυπάς τις γροθιές σου σε τοίχο, ιδιαίτερα όταν όλοι μάθουν τι έχεις κάνει. Κανείς δεν θα σε ακούει πιά! ( Η Τιτή έχει φύγει)

ΜΕΡΟΣ ‘Γ

Αγλαοφών, Καικιλία, υπάλληλος. Είναι τα εγκαίνια της έκθεσης του Αγλαοφώντα. Αρχικά παίζουν μουσική ο Αγλαοφών και η Καικιλία. Η Καικιλία θέλει να φαίνεται χαρούμενη, στην πραγματικότητα όμως είναι πολλή ανήσυχη. Ακολουθεί ο λόγος του Αγλαοφώντα:

Αγλαοφών: Θα ήθελα, αρχικά, να ευχαριστώ την Καικιλία, που έβαλε την νότα της στην έναρξη της πρώτης ατομικής έκθεσης μου. Νομίζω, πως με τα λόγια δεν τα πάω καλά, γι΄αυτό προτίμησα να ξεκινήσουμε με λίγη μουσική. Όμως λέω να πω και κάτι μια και μου δίνεται το βήμα. Ευχαριστώ πολύ, που με τιμάτε με την παρουσία σας εδώ! ...Εμ, τι άλλο ήθελα να πω;... Α, οι πίνακες που βλέπετε έγιναν τις δύσκολες ώρες της φυλακής. Δηλαδή... Όχι. Όχι, δεν έγιναν τότε. Θα σας εξηγήσω τι εννοώ. Το χέρι μου τους ζωγράφισε τις δύσκολες ώρες της φυλακής. ...Να πάρει! Δεν ήξερα ότι είναι τόσο δύσκολο να μιλάς σε κόσμο... Λοιπόν, θα συνεχίσω... Έλεγα ότι... οι πίνακες... γίνονταν όλα τα χρόνια της ζωής μου. Εννοώ μέσα μου. Απλά δεν αποτυπώνονταν. Σας είπα έκανα μια φορά φυλακή, αλλά και έπειτα στις εστίες δεν διέφερε πολύ η ζωή... Θυμάμαι την μέρα που βγήκα από την φυλακή! Την πρώτη φορά εννοώ. Επιτέλους λεύτερος! Θα πήγαινα να βλέπω το ηλιοβασίλεμα κάθε μέρα! Θα φρόντιζα ένα σκύλο! Θα πήγαινα στο ποδηλατοδρόμιο... Είχα τόσα σχέδια! Δεν ήξερα όμως πως μετά την φυλακή, θα ήμουν ένας Πλήβειος... Πως ένας Πλήβειος τέτοιες δυνατότητες δεν τις έχει... Να σας θυμίσω πως μέχρι χθες δεν επιτρεπόταν η μετακίνηση για τους Πλήβειους... Έτσι δεν έκανα τίποτα... Άλλα περίμενα, άλλα βρήκα... Τι τα θες; ...Α, ναι! Είχα ζητήσει χρώματα και εξοπλισμό ζωγραφικής, αλλά η αίτηση μου παραμελήθηκε. Έτσι ούτε να ζωγραφίσω δεν μπορούσα στην εστία... Εμ, τι άλλο ήθελα να πω; Αυτά. Α, ναι, και μην σας κάνει εντύπωση που έβαλα την μουτζούρα από τον διαγωνισμό μπροστά-μπροστά, είναι ένα είδος αυτοσαρκασμού μας σαν κοινωνία... Δεν είναι αρκετά; Ή είπα πολλά; Αν είπα πολλά, συγχωρέστε με. Δεν προετοιμάστηκα καλά. Ζωγράφιζα ως αργά χθες... Ευχαριστώ και πάλι!

Δέχεται συγχαρητήρια, ευχαριστεί.

Υπάλληλος: Συγκινήθηκα στο καλό σου! Έφτασες ψηλά! Εσύ που κάποτε...

Καικιλία: (τον διακόπτει. Παίρνει πιο ιδιαίτερα τον Αγλαοφώντα) Ξέρεις πού είναι ο Απελλής; Έχει περάσει τόση ώρα κι ακόμα να έρθει...

Αγλαοφών: Μην πεις καμιά καλή κουβέντα και για εμάς. Κατ’ ευθείαν «πού είναι ο Απελλής;»!

Καικιλία: Με συγχωρείς, Αγλαοφών! Συγχαρητήρια! Ο λόγος σου ήταν... άμεσος...

Αγλαοφών: Ευχαριστώ, Καικιλία! Ο Απελλής ένιωσε τον υψηλό ανταγωνισμό και για αυτό δεν θα έρθει...

Καικιλία: Αγλαοφών, σταμάτα. Δεν είναι αστείο.

Αγλαοφών: Θα είναι στον δρόμο. Κάτι θα του έτυχε και καθυστέρησε. Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς.

Καικιλία: Είναι που τον τελευταίο καιρό γίνεται όλο και πιό απόμακρος.  Τις τελευταίες μέρες δεν μιλήσαμε ούτε στο τηλέφωνο, μου έχει ζητήσει το χώρο του και δεν ήθελα να τον ενοχλήσω.

Αγλαοφών: Όλες αυτές οι αλλαγές... Θα συνέλθει, Καικιλία, είμαι σίγουρος. Με εμένα μίλησε. Με διαβεβαίωσε πως θα έρθει. (καθώς επιστρέφει στον υπάλληλο) Απλά καθυστερεί.

Αγλαοφών: Τι λέγαμε;

Υπάλληλος: Αγαπητέ Αγλαοφών, πώς τα βλέπεις τα πράγματα; Ένας καλλιτέχνης πρέπει να εκφράζει την άποψη του για την κοινωνία.

Αγλαοφών: Πώς τα βλέπω; (δείχνει πίνακες) Ορίστε πώς τα βλέπω.

Υπάλληλος: Εννοώ την κατάσταση του λαού...

Αγλαοφών: Ποτέ δεν ήταν καλύτερα!

Υπάλληλος: Πώς; Δεν βλέπεις τι χαμός έχει γίνει; Μετά το θεατρικό του φίλου σου, νομίζουν πως οι υπάλληλοι κάνουμε ό,τι θελήσουμε, όπως έκανε η Τιτή...

Αγλαοφών: Ποιος νοιάζεται για αυτό; Εμένα με προβληματίζει, που κάποιοι κόφτονται για την απελευθέρωση των διαδρομών. Δεν μπορούν να διανοηθούν μετακίνηση, χωρίς κριτήρια αποδοτικότητας...

Υπάλληλος: Ω, αγαπητέ Αγλαοφών, ηρέμησε. Το θέμα είναι ότι ο κόσμος έχει διχαστεί. Οι "μεν" έκοψαν την καλημέρα στους "δε" και οι "δε" στους "μεν". Οι "μεν" λένε τους "δε" φιλελεύθερους, ενώ οι "δε" τους "μεν" ρατσιστές και συνομωσιολόγους... Το πράγμα έχει ξεφύγει. Ως και κάδο έκαψαν κάποιοι!

Αγλαοφών: Κάδο; Σώπα! (γελάει) Τους είχε λείψει η ζωντάνια...

Υπάλληλος: Η βία τους είχε λείψει...

Αγλαοφών: Η παιδεία. Όμως σκέψου, πιο πριν ήταν μαμούχαλοι. Όλοι τους. Τώρα έχουν ζωντάνια. Χωρίς παιδεία, αλλά με ζωντάνια...

Υπάλληλος: Μα πώς το λες αυτό; Όλοι έχουν πάει σχολείο!

Αγλαοφών: Όλοι, ναι, όμως ποιος μελέτησε από δικό του μεράκι; Ποιος βρήκε τι τον ενθουσιάζει; Αυτή είναι παιδεία, όχι, τι θέλει να του πω ο δάσκαλος...

Υπάλληλος: Για μισό λεπτό... Εσύ, που μιλάς έτσι, ίδια παιδεία με όλους δεν έχεις;

Αγλαοφών: Εγώ έχω της ζωής, της φυλακής, της μοναξιάς και του πόνου. Ανώτατη εκπαίδευση...

Εμφανίζεται η Τιτή, δεν έχει το κύρος που είχε κάποτε. Το θεατρικό έργο του Απελλή έχει ανέβει στην σκηνή, όλοι ξέρουν τι έχει συμβεί, δεν είναι πιά υπάλληλος. Χαιρετά τον Αγλαοφών και τον υπάλληλο, αλλά κανείς δεν της ανταποδίδει χαιρετισμό, αντίθετα την κοιτούν με περιφρόνηση. Πλησιάζει την Καικιλία.

Τιτή: Έμαθα πως δεν κυκλοφορείς και πολύ. Κρίμα, τώρα που μπορείς να πας οπουδήποτε!  Μετά το θεατρικό του αγαπητικού σου οι εστίες έχουν αδειάσει.

Καικιλία: Εσένα τι σε νοιάζει;

Τιτή: (ειρωνικά) Φοβάμαι μήπως είσαι θλιμμένη και για αυτό.

Καικιλία: Καλοσύνη σου.

Τιτή: Πολύ άδικο πάντως να εκθέσει μόνο εμένα κι αυτόν (δείχνει τον υπάλληλο) να τον βγάλει απ’ έξω. (Η Καικιλία δεν απαντά) Ή μάλλον πολύ έξυπνο! Τώρα δεν έχω ούτε ένα σύμμαχο. (Η Καικιλία εξακολουθεί να μην απαντά)

Τιτή: (ακουμπά τα μαλλιά της Καικιλίας, το φόρεμα της, ενοχλητικές κινήσεις) Ομορφιά, πλανεύτρα, που μπορεί να σαλέψει νου ανθρώπου με 87,7 % αποδοτικότητα. Κάλλη, που έκαναν τα ύψη να υποκλιθούν μπροστά στο δάπεδο.

Καικιλία: (ενώ διώχνει τα χέρια της από πάνω της) Τι θέλεις λοιπόν;

Τιτή: Ό,τι ήθελα το είχα! Οτιδήποτε! Μόνο ένα μου έλειπε, αλλά αυτό το πήρες εσύ! Το έκλεψες μέσα από τα χέρια μου! Με εμένα ταίριαζε ο Απελλής! Είχαμε τις υψηλότερες αποδοτικότητες στο σύστημα. (σταματά λίγο) Όλη μου την ζωή έκανα το σωστό. Καλή κόρη. Καλή μαθήτρια. Καλή στην υπηρεσία. Κάθε μέρα πίσω από εκείνον τον πάγκο. «Τι θέλετε, παρακαλώ;» «Χορήγηση ελευθερίας μετακίνησης» «Αμέσως» «Άδεια χρήσης οχήματος προς την εξοχή» «Αμέσως» «Χορήγηση στο πεδίο του έρωτα». Καθήκον. Πάντα πρώτα το καθήκον. Υποχρεώσεις. Πάντα εντάξει στις υποχρεώσεις. Είχα, βέβαια, τα πάντα! Τα πάντα εκτός από έναν άντρα ισάξιο μου. Έναν άντρα όπως ο Απελλής. Όμως αυτός πήγε και ερωτεύτηκε, εσένα! Μια ξένη! Μα μια ξένη κάνει πραγματικότητα τα δικά μου όνειρα; Τι αδικία! Αδικία απ’ την ζωή!

Καικιλία: Δεν είναι έτσι...

Τιτή: Γι’ αυτό ήρθες, ε; Είχες σκοπό!

Καικιλία: Tι λες;

Τιτή: Έτσι είναι. Τους δέχεσαι στην πόλη σου. Τους ντύνεις, τους ταΐζεις, τους σπιτώνεις και έπειτα σου κλέβουν τον πιο ευυπόληπτο γαμπρός σου.

Καικιλία: Παρακαλώ, άφησε με ήσυχη.

Τιτή: Μα δεν τελείωσα ακόμα. Τον τρέλανες! Έριξε τα μούτρα του για εσένα. Μια ολόκληρη πολιτεία έχει ξεσηκωθεί και η ρίζα του κακού είσαι εσύ. Εξαιτίας σου έγιναν όλα. Κατέστρεψες αυτόν και στην συνέχεια όλη την πόλη. Την πιο φιλήσυχη, αξιοκρατική, σχεδόν ιδανική πολιτεία!

Καικιλία: Αρκετά! Φτάνει!

Τιτή: Άκου να δεις, δεν θα μου μιλάς εμένα έτσι! (σταματά, γελά) Δοκίμασε να τον πάρεις τηλέφωνο. Κάτι μου λέει πως δεν θα σου απαντήσει! (μιλά σε παραλογισμό) «Αυτό το όνομα δεν υπάρχει! Τι εννοείτε δεν υπάρχει; Δεν υπάρχει στο σύστημα!» (Γελάει. Σοβαρεύει. Καθώς φεύγει) Λυπάμαι για εσένα! Καικιλία, ξεριζωμένη!

Καικιλία: Έχεις τρελαθεί τελείως;

Η Καικιλία το σκέφτεται, δοκιμάζει να πάρει τηλέφωνο, δεν καλεί καν, ταράζεται πολύ, διακόπτει τον Αγλαοφών και τον υπάλληλο.

Καικιλία: Θέλω να μιλήσω λίγο στον Αγλαοφών. Ιδιαίτερα.

Υπάλληλος: Καλά, μην κάνεις έτσι...

Παράμερα Αγλαοφών-Καικιλία.

Καικιλία: Ακόμα να έρθει!

Αγλαοφών: Μην πνίγεσαι σε μια κουταλιά νερού. Κάτι θα έτυχε... ηρέμησε.

Καικιλία: (κλαίει) Τον παίρνω τηλέφωνο και δεν καλεί καν.

Αγλαοφών: Δεν απαντά, θες να πεις....

Καικιλία: Όχι! Δεν καλεί!

Αγλαοφών: Πώς;

Καικιλία: Σταματούν την τηλεφωνική σύνδεση, μόνο όταν πεθάνει κάποιος!

Αγλαοφών: Κάτσε, θα τον πάρω εγώ. (βγάζει το κινητό, κάνει πως καλεί) Δεν καλεί...

Καικιλία: Σταματούν την τηλεφωνική σύνδεση, μόνο όταν πεθάνει κάποιος!

Αγλαοφών: Μην το λες, είχα διαβάσει στην εφημερίδα... πριν από καιρό... σάλος είχε γίνει... έγραφε για κάποιον που δεν λειτουργούσε η τηλεφωνική του σύνδεση. Οι συγγενείς του αναστατώθηκαν. Νόμιζαν πως είχε πάθει ξαφνικά κάτι. Τελικά τον βρήκαν ολοζώντανο να πίνει το τσάι του. Ήταν από τις σπάνιες περιπτώσεις που δεν είχε σήμα. Ωστόσο δεν ξανακούστηκε τέτοια περίπτωση. Όμως θα δεις, κι αυτό είναι μια από τις εξαιρέσεις. Αν είχε γίνει κάτι, δεν θα το μαθαίναμε από αυτό.

Καικιλία: (κλαίει) Ο Απελλής μετά την απεργία πείνας δεν ήταν καλά...

Αγλαοφών: Την απεργία πείνας την έχει σταματήσει εδώ και καιρό! Δεν γίνεται να έπαθε κάτι τώρα. Και να είχε γίνει, δεν θα του διέκοπταν απλά την τηλεφωνική σύνδεση, θα είχε μαθευτεί, θα είχε βουίξει ο τόπος. «Ο Απελλής Πανσέληνος πεθ...»

Καικιλία: Σσσσς... Μην το πεις αυτό...

Αγλαοφών: Με συγχωρείς. Θέλω να πω, θα το μαθαίναμε. Ηρέμησε Καικιλία! Θες να πάμε να τον βρούμε;

Καικιλία: Τώρα; Όχι, Αγλαοφών. Εσύ δεν θα φύγεις από την έκθεση σου.

Αγλαοφών: Μα εσύ... δεν θα σ’ αφήσω μόνη σου.

Καικιλία: Θα πάω στο δωμάτιο μου...

Αγλαοφών: Καικιλία; Αυτό που λες δεν μου φαίνεται καθόλου...

Καικιλία: Έχω κουραστεί, Αγλαοφών. Δεν αντέχω άλλο! Θα πάω στο δωμάτιο μου...

Αγλαοφών: Δεν θα περιμένεις τον αγαπημένο σου; Θα έρθει. Είμαι σίγουρος.

Καικιλία: Αγαπημένο μου; Δεν μπορώ άλλη αγωνία. (κλαίει) Πάω. (Η Καικιλία φεύγει τρέχοντας.)

Αγλαοφών: Καικιλία! Το κανονάκι σου δεν θα το πάρεις;

Έρχεται ο υπάλληλος και κρατά τον Αγλαοφών, που πάει να την ακολουθήσει.

Υπάλληλος: Αγλαοφών, να σε ρωτήσω, εκείνος ο πίνακας με το κουνέλι που κατασπαράζει ένα λαγό, τι θέλει να πει... (μένουν στην σκηνή, αλλά παγώνουν)

Η Καικιλία κλαίγοντας τρέχει στην άκρη της σκηνή, όπως στην άκρη στέγης. Κοιτάει κάτω. Ζαλίζεται πάει λίγο πίσω, ξανά έρχεται εμπρός. Κρατά τις ζωγραφιές, όπου ο Απελλής είχε ζωγραφίσει την μορφή της, αφήνει και παρακολουθεί μία-μία να πέφτουν. Παγώνει η σκηνή αυτή.

Επιστρέφουμε στην έκθεση του Αγλαοφώντα, όπου έρχεται ο Απελλής.

Απελλής: Λυπάμαι, Αγλαοφών, που άργησα, όμως δεν ξέρεις τι φασαρία μου έκαναν... Σχεδίασα και ζήτησα να φτιάξουν για ‘σένα κάτι τιράντες, αλλά δεν με έβρισκαν, λέει,  στο σύστημα... με πήγαν και στο τμήμα... Δεν ξέρεις τι τράβηξα για να καταφέρω να φύγω και να έρθω εδώ! Ό,τι να ‘ναι! Τέλος πάντων, ήρθα με άδεια χέρια και καθυστερημένος...

Αγλαοφών: Απελλή, η Καικιλία πήγε στο δωμάτιο της σε κακά χάλια. Κακά χάλια. Η τηλεφωνική σου σύνδεση έχει διακοπεί. Φοβάται για τα χειρότερα. Τρέξε αμέσως να την βρεις!

Η Καικιλία βρίσκεται στην άκρη της σκηνή. Ο Απελλής φτάνει αλαφιασμένος.

Απελλής: Καικιλία, συγχώρεσε με! Είμαι ηλίθιος, νόμιζα πως είσαι αρκετά δυνατή, ώστε να αντέξεις την ιδιοτροπία μου. Τώρα είμαι εδώ.

Καικιλία: Καικιλία. Ο Αγλαοφών με ονόμασε έτσι εκείνη την ημέρα. Θαλασσινή... αυτή που την έφερε η θάλασσα... Δεν με λένε Καικιλία.

Απελλής: Και εμένα δεν με έλεγαν πάντα Απελλή. Είναι ωραίο το Καικιλία!

Καικιλία: Είναι;

Απελλής: Έλα να συστηθούμε ξανά, με τα πρώτα μας ονόματα! (πάει να την πλησιάσει)

Καικιλία: Μην πλησιάζεις! ( ο Απελλής ακινητοποιείται)

Απελλής: Εμένα πρώτα με έλεγαν Ματθαίο... Το Απελλής το επέλεξα για να πείσω για το επάγγελμά μου. Έσυ; Δεν μπορώ να μην ξέρω το πραγματικό όνομα σου!

Καικιλία: Κατλέια με έλεγαν. Αυτή πιά δεν υπάρχει.

Απελλής: Κατλέια. Καικιλία. Δες πώς μοιάζουν.

Καικιλία: Απελλή, έκλαψα τόσο, που είναι δυνατόν να έχω παραισθήσεις...

Απελλής: Δεν έχεις, είμαι εδώ εγώ. Αγαπημένη μου, θα ζήσουμε σε αυτόν τον κόσμο! Θα ζήσουμε μαζί!

Καικιλία: Δεν μπορώ να συνεχίσω... Δεν μπορώ να πιστέψω σε μια καλύτερη ζωή. Δεν μπορώ...

Απελλής: Αν πέσεις, θα πάρεις και εμένα μαζί σου.

Καικιλία: Έχω μείνει παράλυτη. Ψυχικά. Δεν μπορώ να ελπίσω. Δεν μπορώ να πλάσω ούτε ένα μικρό όνειρο. Ένα τόσο δα. Να σαν αυτό το συννεφάκι. Δεν πιστεύω τίποτα. Δεν μπορώ να αγαπήσω... Δεν σ’ αγαπώ! Είναι μονάχα που μ’ αγαπάς εσύ. Είναι μόνο η παρηγοριά που μου έχεις δώσει.

Απελλής: Δεν είναι αλήθεια. Κατλέια, μ΄αγαπάς, το έχω νιώσει, το ξέρεις!

Καικιλία: Το σώμα έπρεπε να εξασφαλίσει την επιβίωση του. Η καρδιά να αντέξει τον πόνο. Το πάγωμα της ήταν μονόδρομος. Τώρα έχω μια παγωμένη καρδιά. Δεν μπορεί να αγαπήσει...

Απελλής: Κατλέϊα, άκουσε με...

Καικιλία: Άφησε πίσω της το παρελθόν. Τις πρώτες της εικόνες. Τον τόπο της. Ό,τι είχε μείνει από αυτόν... Ξεριζώθηκε. Μια ξεριζωμένη. Γιατί; Μονάχα για να επιβιώσει. Μόνο γι’ αυτό, αξίζει;

Απελλής: Για εμένα ήρθες!

Καικιλία: Μια κοπέλα, σχεδόν παιδί...

Απελλής: Κατλέια και Καικιλία!

Καικιλία: ... στο μισογκρεμισμένο σπίτι, έπρεπε να βρει τρόπο να διαφύγει. Σύρθηκε στην γη. Δυο αρβύλες στάθηκαν εμπρός της. Γελούσαν. Την άρπαξαν τα βδελυρά τους χέρια... Όμως... τον σκότωσε... πριν προλάβει... το ίδιο του το όπλο, του πήρε την ζωή. Η καρδιά της έγινε μια από τις ξεθεμελιωμένες πέτρες του σπιτιού... Την κουβάλησε. Την έφερε ως αυτήν εδώ την στέγη.

Απελλής: Γλυκιά μου! (την έχει πλησιάσει τόσο, ώστε τώρα την αγκαλιάζει)

Καικιλία: Στα ερείπια του είχε θαφτεί η οικογένειά της. Ήρθε εδώ ήδη πεθαμένη. Μια πεθαμένη που ανάσαινε, που έτρωγε, που κοιμόταν. Καθ’ όλα ζωντανή, μα μέσα της πεθαμένη...

Απελλής: Μην μ’ αφήσεις μόνο!

Καικιλία: Απελλή... Αν δεν ήσουν εσύ, δεν θα κρατιόμουν ως σήμερα...

Απελλής: Κατλέια, επέλεξε την ζωή. Όταν οι σκέψεις σε απελπίζουν, σταμάτησε τις. Κοιμήσου αν μπορείς, ή πάρε δυο πέτρες και χτύπα τις να δεις ποια θα σπάσει πρώτη, όμως μην σκέφτεσαι!

Καικιλία: Είμαι δειλή. (κλαίει)

Απελλής: Θα κάνεις ένα πράγμα για εμένα;

Καικιλία: Σ’ αγαπώ. (Ο Απελλής σαστίζει, την φιλάει)

Απελλής: Μ’ ακούς; (Γνέφει ναι) Μόνο ένα. (Γνέφει ναι) Δεν θα κάνεις κακό στον εαυτό σου. (Καικιλία κλαίει) Για εμένα! Εντάξει;

Καικιλία: Εντάξει.

Απελλής: Μου το υπόσχεσαι;

Καικιλία: Υπόσχομαι! (τον αγκαλιάζει πιο σφιχτά και κλαίει. Την αγκαλιάζει κι αυτός. Μετά από λίγο) Εξαφανίστηκες. Τι συνέβη;

Απελλής: (αναστενάζει) Με διέγραψαν από το σύστημα... 

Καικιλία: Πώς; Γίνεται αυτό;

Απελλής: Τώρα πια είμαι και εγώ ένας πρόσφυγας... στην ίδια μου την χώρα...

Καικιλία: Μα δεν γίνεται αυτό!

Απελλής: Να που έγινε.

Καικιλία: Η Τιτή;

Απελλής: Η Τιτή με την επιρροή που έχει; Αποκλείεται. Οι υπόλοιποι υπάλληλοι...

Καικιλία: Μα γιατί να φτάσουν ως εκεί;

Απελλής: Έχουν έρθει τα πάνω κάτω, κάπως έπρεπε να αντιδράσουν κι αυτοί.

Καικιλία: Και οι δυο μας πρόσφυγες λοιπόν. (τον αγκαλιάζει πιο σφιχτά) Τι θα κάνουμε τώρα;

Απελλής: Μηδέν τις εκατό αποδοτικότητα στο σύστημα... Ανύπαρκτοι.

Καικιλία: Το λες, λες και χαίρεσαι...

Απελλής: Σε κρατάω ζωντανή στην αγκαλιά μου, είναι να μην χαίρομαι; Γιατί δεν φεύγουμε; Τώρα πια και οι δυο πρόσφυγες, όπου και να πάμε θα ήμαστε το ίδιο.

Καικιλία:  Εννοείς...

Απελλής: Να αφήσουμε αυτήν την πόλη. Να πάμε αλλού. Να δούμε κι άλλα μέρη.

Καικιλία: Με ρωτάς, αν μπορώ, να ριζώσω και σε τρίτο τόπο;

Απελλής: Δεν θα χρειαστεί. Θα ταξιδεύουμε. Εσύ θα παίζεις κανονάκι και εγώ θα ζωγραφίζω! Θα κάνουμε ό,τι δουλειά χρειαστεί για να εξασφαλίσουμε την τροφή μας, ένα κατάλυμα και τις μετακινήσεις μας. Όσα έχουμε και εδώ δηλαδή. Θα κρατάμε ημερολόγιο! Κι αν υπάρχει ένα μέρος να μας κάνει δικούς του, μένουμε...

Καικιλία: Χαίρομαι, που σε βλέπω να έχεις τόση όρεξη, αν και δεν νομίζω να υπήρξες σε χειρότερη κατάσταση...

Απελλής: Φυσικά και υπήρξα. Πριν λίγο που ήσουν έτοιμη να μ’ αφήσεις...

Καικιλία: Απελλή...

Απελλής: Κατλέια. Πάμε να φύγουμε από αυτήν την πόλη! Θα πάμε και στην δική σου χώρα. Δεν θες, να δεις, τι συμβαίνει εκεί μετά από χρόνια;

Καικιλία: Δεν ξέρω, αν μπορώ, να επιστρέψω... Ένα πράγμα, μπορώ να πω, πως με νοιάζει τώρα.

Απελλής: Πες μου, Κατλέια.

Καικιλία: Πως θα γινόταν να μην χάνει το σπίτι και την οικογένεια του κανένα παιδί πιά. Να μην αναγκάζεται να αφήσει τον τόπο του μια για πάντα...

Απελλής: Φοβάμαι πως δεν έχουμε τίποτα. Πώς υπερασπιστούμε αυτόν τον σκοπό;

Καικιλία: Κι όμως έχουμε. Έχουμε τον λόγο, την έκφραση μας, το τραγούδι και την ζωγραφική. Εντάξει, λοιπόν ας ταξιδέψουμε, όμως με αυτόν τον σκοπό.

Απελλής: Κατλέια! Πάμε να βρούμε τον Αγλαοφών και φεύγουμε!

Καικιλία: Ναι, να αποχαιρετήσουμε τον φίλο μας... Αλλά τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα μας δώσουν τέτοια ελευθερία; Χορήγηση άδειας μετανάστευσης.

Απελλής: Τώρα πιά δεν μπορώ να πάρω αμάξι για την εξοχή. Ο Αγλαοφών όμως μπορεί. Ο Αγλαοφών θα πει ότι του το κλέψαμε και φύγαμε... Υπάρχουν ακόμα κάποιοι δρόμοι για το εξωτερικό, από όπου μπορεί να περάσει αμάξι.

Καικιλία: (το σκέφτεται) Κλεψιά; Μετά από αυτό δεν θα μπορούμε να επιστρέψουμε. Το έχεις σκεφτεί καλά;

Απελλής: Θα έχουμε φύγει από την πόλη, αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να μην μπορούμε να επιστρέψουμε! Προτιμήσαμε άλλο μέρος στην γη; Προσβολή!

Καικιλία: Αν πεις τι σου συνέβη στο λαό; Εννοώ για την διαγραφή. Θα σε υποστηρίξουν. Θα...

Απελλής: Θα ξαναγεννηθώ; Στο σύστημα εννοώ...

Καικιλία: Θα σε υποστηρίξει πολύς κόσμος!

Απελλής: Θα γίνω και πάλι ένας καλός πολίτης. Ένα ισάξιο μέλος της αψεγάδιαστης κοινωνίας. Μη σου πω πως θα γίνω και υπάλληλος... (γελάνε) Θέλω να δω πώς ζουν στα υπόλοιπα μέρη της γης. Σε παρακαλώ!

Καικιλία: Πάμε! (Απελλής την παίρνει αγκαλιά και κάνει στροφή. Εμφανίζεται ο υπάλληλος.)

Υπάλληλος: Άκουσα τι είπατε...

Απελλής: Δεν... ξέρεις, με διέγραψαν από το σύστημα... (πάνε να τρέξουνε)

Υπάλληλος: Θα με πάρετε και εμένα μαζί σας; (σταματούν)

Απελλής: Μνήσθητί μου Κύριε...

Υπάλληλος: Σας παρακαλώ! (παύση, αφού δεν αποκρίνονται, συνεχίζει) Θα βάλω το αμάξι!

Απελλής: Ποιο αμάξι;

Υπάλληλος: Ως υπάλληλος, που είμαι, διατηρώ ένα ιδιωτικό όχημα προς την εξοχή.

Απελλής: Ορίστε; Τι πράγμα;

Υπάλληλος: Ναι, είναι κρυφό. Μόνο οι υπάλληλοι το ξέρουν αυτό... Δεν θα το έλεγε κανείς νόμιμο, αλλά...

Απελλής: Ιδιοκτησία οι υπάλληλοι; Αν είναι δυνατόν!

Καικιλία: Εγώ ξαφνιάζομαι, που ακόμα σε ξαφνιάζουν κάτι τέτοια...

Υπάλληλος: Πάμε λοιπόν; Έχω δει κάτι φωτογραφίες από τις Καβουρότρυπες και θέλω να τις επισκεφτώ οπωσδήποτε!

Απελλής και Καικιλία: Πάμε!

Σκηνή Τέλους

Ο Απελλής και η Κατλέια ταξιδεύουν, ενώ είναι καλλιτέχνες δρόμου. Ο Απελλής ζωγραφίζει και η Κατλέια παίζει κανονάκι. Μπροστά τους έχουν ένα καπέλο. Περαστικοί αφήνουν ψηλά, περιεργάζονται τις ζωγραφιές του Απελλή. Συνομιλούν μαζί τους.