Εδώ εσύ;

2016-08-12 12:29

 

 

 

 

 

Εδώ εσύ;

 

 

 

 

Χαρακτήρες έργου:

 

Απελλής Πανσέληνος

Καικιλία Θαλασσινή

Αγλαοφών Θεοφάνης

Υπάλληλος Τιτή

Υπάλληλος

ΜΕΡΟΣ Α

Σκηνή 1

Η Καικιλία και ο Αγλαοφών εμφανίζονται σαν μουσικοί του δρόμου (κατά προτίμηση παίζουν κανονάκι και ούτι αντίστοιχα από το Bezmârâ - Splendours of Topkapı το Nihavend Peşrev π.χ.). Ο Αγλαοφών φορά παντελόνι με τιράντες και ένα κασκέτο. Μπροστά τους -αντί για καπέλο με ψιλά- βρίσκεται ένα μηχανηματάκι. Από τους περαστικούς κάποιοι αφήνουν κάποιο γλυκό ή φρούτα. Άλλοι βάζουν την κάρτα τους στο μηχανηματάκι και πληκτρολογούν κάτι. Κοιτούν την Καικιλία. Η Καικιλία γνέφει «ευχαριστώ», είναι ανέκφραστη, δεν χαμογελά, μάλλον μελαγχολική. Ο Απελλής περνάει από εκεί. Ο Απελλής είναι πασίγνωστος ζωγράφος. Έχει μακριά μαλλιά και τα στερεώνει με ένα πινέλο, κατά τα άλλα είναι κομψά και καλά ντυμένος. Σταματά απότομα, βγάζει από τα αυτιά του τα ακουστικά και παρακολουθεί την Καικιλία. Τελειώνει η μουσική, οι μουσικοί σταματούν να ξεμουδιάσουν. Ο Απελλής απευθύνετε στην Καικιλία, την ρωτά κάτι –οι θεατές βλέπουν, αλλά δεν ακούν- αυτή δεν του δίνει σημασία, ο Αγλαοφών απαντάει αντί για αυτήν. (Αυτό που συμβαίνει είναι: ο Απελλής ζητά να μάθει το όνομα της Καικιλίας, αυτή δεν απαντά, ο Αγλαοφών απαντά για αυτήν -όμως αυτά δεν χρειάζεται να ειπωθούν) Στην σκηνή μπαίνει ο υπάλληλος. Ο Αγλαοφών και η Καικιλία ταράζονται, μαζεύουν τα όργανα και φεύγουν, πριν τους δει ο υπάλληλος. Ο Απελλής τους ακολουθεί.

Σκηνή 2

Ο Απελλής μπαίνει σε κάποια γραφεία για να εξυπηρετηθεί, εκεί περιμένει ο Αγλαοφών.

Αγλαοφών: Κύριε Απελλή, εδώ εσύ;

Απελλής: Όχι εγώ, το πουκάμισό μου... Εγώ είμαι κάπου αλλού. Ποτέ δεν θα καταλάβω τον μέσο άνθρωπο, ενώ τα μάτια του με βλέπουν μπροστά τους, με ρωτά αν είμαι εδώ...

Αγλαοφών: Κύριε Απελλή, δείξε συμπάθια, μου ξέφυγε... Ήταν τρόπος του λέγειν...

Απελλής: Μπα; Έχει τρόπους το λέγειν;

Αγλαοφών: Αναλόγως ποιος μιλάει σε ποιον... Αν μιλάει μια προσωπικότητα σε ένα μέσο άνθρωπο, μάλλον δεν έχει... Ε;

Απελλής: Οφείλω να ομολογήσω πως διέκρινα ένα είδος προόδου σε εσένα σε σχέση με τους άλλους.

Αγλαοφών: Αλήθεια;

Απελλής: Ναι. Συνήθως ρωτάνε «Κύριε Απελλή, είσαι εσύ;». Πρώτα διαπιστώνουν ποιος είμαι και ύστερα αναρωτιούνται... 

Αγλαοφών: Κύριε Απελλή, πάντως θα ήθελα να σου πω, ότι έχω βαθιά εκτίμηση για την δουλειά σου...

Απελλής: Αυ...τά!

Αγλαοφών: Με διώχνεις;

Απελλής: Εγώ; Προς Θεού!

Αγλαοφών: Κι όμως με διώχνεις. Τι σου έχω κάνει, παρακαλώ; Ξέρεις... ζωγραφίζω και εγώ... Έμαθα στην... Άφησε το.

Απελλής: Μην βγω σε δημόσιο χώρο, έρχονται όλοι να μου πουν πως με αναγνωρίζουν. Με θαυμάζουν. Ζωγραφίζουν κι αυτοί. Καταντάει ενοχλητικό στο τέλος... Αλλά εσύ, δεν με γελάς, για να κυκλοφορείς έτσι, δεν είσαι παρά ένας Πλήβειος!

Αγλαοφών: Κι όμως... όχι! Ε... εντάξει, απ’ την Υπατεία δεν είμαι. Απ’ την Πατρίκια όμως;

Απελλής: (γελάει) Είσαι απ’ την Πατρικία;

Αγλαοφών: Ναι, ναι από εκεί... Δηλαδή...

Απελλής: Τότε τι είναι αυτά τα ρούχα;

Αγλαοφών: Τα ρούχα; Τι έχουν τα ρούχα μου;

Απελλής: Αυτά είναι ρούχα από ντουλάπες τρίτης κατηγορίας... Αποκλείεται να έχει τιράντες στις ντουλάπες της Πατρικίας.

Αγλαοφών: Έχει.

Απελλής: Και να έχει, γιατί να τις επιλέξει κανείς ανάμεσα σε πλήθος ρούχων που θα αποτελούσαν μια πιο αξιοπροπή ένδυση;

Αγλαοφών: Μου αρέσουν οι τιράντες. Μήπως και εσύ δεν στερεώνεις με ένα πινέλο τα μαλλιά σου;

Απελλής: Κοίτα τον. Έχει και άποψη ο τύπος... Για πες μου λίγο σε παρακαλώ, αστικό χρησιμοποιείς; Δεν σε έχω δει στο αστικό.

Αγλαοφών: Ε, και; Δεν θα έτυχε...

Απελλής: Δεν θα έτυχε; Αυτό δεν είναι δυνατό. Όλη η καλή κοινωνία χρησιμοποιεί την συγκοινωνία. Εκεί συναντιόμαστε καθημερινά. Έτσι γνωριζόμαστε όλοι φυσιογνωμικά.

Αγλαοφών: Το γνωρίζω...

Απελλής: Μην με διακόπτεις! Μόνο οι Πλήβειοι δεν δικαιούνται ελεύθερη μετακίνηση! Μα τι κάθομαι και ασχολούμαι; Δεν μπα να ‘σαι ό,τι θες. Τι με νοιάζει εμένα; Άντε να δούμε, θα έρθει η σειρά μου καμιά ώρα;

Αγλαοφών: Τι λες, κύριε Απελλή; Αν δεν χρησιμοποιούσα αστικό, πώς θα μπορούσα να έρθω ως εδώ; Με τα πόδια;

Απελλής: Όχι βέβαια. Αλλά μπορεί να χρησιμοποίησες την διαδρομή του μήνα. Ή μπορεί να αντάλλαξες ένα γεύμα σου με μια-δυό διαδρομές. Ή μπορεί να ελευθέρωσες κανένα εγκλωβισμένο γατί και για να σε τιμήσει ο δήμος να σου χάρισε την διαδρομή...

Αγλαοφών: Ή μπορεί και να μου έχει χορηγηθεί η ελευθερία μετακίνησης...

Απελλής: Μπορεί. Στο εύχομαι!

Αγλαοφών: Ευχαριστώ, κύριε Απελλή!

Απελλής: Αυτό πάλι; Ευχαριστεί για κάτι που έχει ήδη κατά τα λεγόμενα του...

Αγλαοφών: Μην με ειρωνεύεσαι, κύριε Απελλή! Φτάνει πια! Δεν ντρέπομαι να πω την αλήθεια. Είμαι Πλήβειος. Μένω στις εστίες και δεν ντρέπομαι γι’ αυτό!

Απελλής: Εγώ πάλι στην θέση σου θα ντρεπόμουν. Ώστε τεμπέλης!

Αγλαοφών: Εμένα δεν μου δόθηκε η ευκαιρία, ξέρεις...

Απελλής: Αποκλείεται! Αποκλείεται να μην σου δόθηκε η ευκαιρία! Ω, Θε μου! Τι ακούω! Καταλαβαίνεις τι είπες; Καταλαβαίνεις τι έχεις πει;

Αγλαοφών: Ξέρω όμως...

Απελλής: Σε αυτήν την πόλη όλοι γεννιόμαστε σε νοσοκομείο με την καλύτερη περίθαλψη!  Όλοι ανεξαιρέτως έχουμε πρόσβαση στην μόρφωση! Επιλέγουμε τον κλάδος μας, ανάλογα την εσωτερική κλίση μας και έπειτα ειδικευόμαστε σε αυτόν. Διαθέτουμε τους καλύτερους δασκάλους και τα καλύτερα μέσα. Την κατάλληλη στιγμή ξεκινάμε την εργασία. Όσο εργαζόμαστε, έχουμε εξασφαλισμένα τα πάντα!

Αγλαοφών: Εγώ στερήθηκα επιλογής...

Απελλής:  Μη μου λες στερήθηκες επιλογής! Ως και το όνομά μας μπορούμε να το αλλάξουμε για να μας ταιριάζει. Μιλάμε για τέτοια περιθώρια επιλογής! Τέτοια ελευθερία!

Αγλαοφών: Εγώ ξέρετε είχα ένα πρόβλημα...

Απελλής: Για μας δεν υπάρχουν άνθρωποι που να έχουν κάποιο πρόβλημα. Για όλους βρίσκεται πού και πόσο μπορούν να προσφέρουν. Τους δίνεται η κατάλληλη θέση, την κατάλληλη ώρα... Μόνο ένας τεμπέλης θα μπορούσε να κατηγορήσει το σύστημά μας πως δεν του έδωσε την ευκαιρία! Ένας τεμπέλης για να βγάλει απ’ έξω την ουρά του...

Αγλαοφών: Κι όμως μπορεί και να μην είναι έτσι ακριβώς...

Απελλής: Αποκλείω, οποιαδήποτε άλλη εκδοχή! Δεν δέχομαι τίποτα άλλο!

Αγλαοφών: Όταν είναι κάποιος είναι σίγουρος για κάτι...

Απελλής: Επιτέλους! Ήρθε η σειρά μου!  Πόσο λυπάμαι που θα σ’ αφήσω... Άντε γεια και χάρηκα που τα είπαμε!

Αγλαοφών: Για δες τον συμπεριφορά. Και του είχα τόση εκτίμηση...

Ο Απελλής πάει στην υπηρεσία. Η υπάλληλος Τιτή είναι πίσω από έναν πάγκο.

Τιτή: Την κάρτα σου, παρακαλώ.

Απελλής: Ορίστε, κυρία.

Τιτή: Ο Απελλής Πανσέληνος! Είσαι εσύ; Αχ!

Απελλής: Όχι εγώ, ο σωσίας μου... Ή μάλλον όχι ο δικός μου, του Ντοστογιέφσκι...

Τιτή: Α, τι χιούμορ! Μα από κοντά είσαι πιο όμορφος!

Απελλής: Ξέρεις ήρθα εδώ για...

Ττή: (Αφού έχει βάλει την κάρτα στον υπολογιστή)  Μα τι βλέπουν τα ματάκια μου; 87,7% πεδίο αποδοτικότητας στο σύστημα! Ανατολικά προάστια Υπατείας! Ντουλάπες Υπατείας. Όλο και πιο πολύ μου αρέσεις, κύριε Απελλή! Φυσικά, ελεύθερη η μετακίνηση. Μαγειρευτό φαγητό από βιολογικά προϊόντα. Αυτόνομη ενέργεια. Πρόσβαση στα οχήματα προς την εξοχή...

Απελλής: Παρακαλώ, να γίνεις πιο διακριτική και να μην κοιτάς τα προσωπικά μου στοιχεία...

Τιτή: Με συγχωρείς, κύριε Πανσέληνε! Μια προσωπικότητα σαν εσένα... δεν έχουμε την τύχη να περνά από εδώ κάθε μέρα... Θέλω να ξέρω τα πάντα!

Απελλής: Ήρθα να εξυπηρετηθώ, παρακαλώ.

Τιτή: Και πολύ καλά έκανες! Τι θέλεις, παρακαλώ;

Απελλής: Ήρθα να ζητήσω να μου χορηγηθεί ελευθερία στο πεδίο του έρωτα.

Τιτή: Μισό λεπτό να μπω. Πεδίο έρωτα... Άδειο. Άδειο;  Άδειο! Μηδέν τοις εκατό. Τι θέλεις;

Απελλής:  Αχ, το 100% αν είναι δυνατόν!

Τιτή: Α, αυτό δεν γίνεται. Μα δεν ξέρεις;

Απελλής: Ενημέρωσε με και χωρίς πολλές καθυστερήσεις, παρακαλώ.

Τιτή: Καθυστερήσεις; Μα εμείς δεν ξέρουμε τι είναι αυτό το πράγμα.

Απελλής: Ωραία. Πες μου.

Τιτή: Υπάρχει συγκεκριμένη διαδικασία χωρισμένη σε τρία στάδια. Να τα πω;

 

Απελλής: Όχι, μου αρκεί να γνωρίζω ότι υπάρχει συγκεκριμένη διαδικασία χωρισμένη σε τρία στάδια... Πες τα, βέβαια!

 

Τιτή: Εντάξει. Βήμα 1ο χορήγηση άδειας γνωριμίας. Αντιστοιχεί στο τριάντα τρία κόμμα τρία, τρία, τρία, τρία, τρία...

 

Απελλής: Αρκετά με τα τριάρια! Παρακάτω.

 

Τιτή: ...τοις εκατό. Βήμα 2ο μερική επισημοποίηση. Γνωστοποιείται στις οικογένειες των ενδιαφερόμενων μερών. Αυτό που κάποτε έλεγαν "αρραβώνα". Αντιστοιχεί στο εξήντα έξι κόμμα έξι, έξι κτλ τοις εκατό. Βήμα 3ο πλήρη επισημοποίηση. Αυτό που παραδοσιακά έλεγαν "γάμο"... Γεμίσατε στο ενενήντα εννιά κόμμα εννιά, εννιά, εννιά...

 

Απελλής: Τοις εκατό... Είναι ανάγκη να πετσοκόβεται αυτή η διαδικασία; Εεε... αυτό το συναίσθημα...

Τιτή: Δεν την πετσοκόβω εγώ, κύριε Απελλή!

Απελλής: Δεν εννοούσα εσύ. Εννοούσα γενικά. Οπότε; Τι γίνεται τώρα;

Τιτή: Μπορείς να κάνεις έναρξη της διαδικασίας. Στην κάρτα σου θα χορηγηθεί η άδεια του 33,3333...

Απελλής: Τοις εκατό. Κατάλαβα. Παρακάτω.

Τιτή: Αίτηση για το επόμενο στάδιο μπορείς να κάνεις και μέσω e-mail! Δεν χρειάζεται να έρθεις ξανά εδώ. Δυστυχώς για εμένα. Αν επιθυμείς να διακόψεις, μπορείς να το κάνεις σε οποιοδήποτε χρόνο. Πάλι μέσω e-mail. Ενημερώνεται η νέα σου κατάσταση αυτόματα... Ελεύθερος! Για αυτήν την περίπτωση να σου δώσω το τηλέφωνό μου;

Απελλής: Κατάλαβα. Κατάλαβα. Αρκετά! Θέλω να κάνω έναρξη σήμερα!

Τιτή: Σε ποιο πρόσωπο να κάνω αίτηση για σύνδεση;

Απελλής: Καικιλία. Καικιλία Θαλασσινή λέγεται.

Η Τιτή πληκτρολογεί. Τον κοιτά περίεργα.

Τιτή: Δεν υπάρχει τέτοιο πρόσωπο!

Απελλής: Πώς; Τι εννοείς δεν υπάρχει;

Τιτή: Απλούστατα δεν υπάρχει αυτό το όνομα στο σύστημά μας.

Απελλής: Αποκλείεται! Το έγραψες λάθος! Πληκτρολόγησε ξανά: κάπα, άλφα, γιώτα…

Τιτή: Σωστά το πληκτρολόγησα! Εκείνη δεν σου είπε το πραγματικό της όνομα… Αλλά εσύ ολόκληρος Απελλής Πανσέληνος, δεν θα πικραθείς για ένα άμυαλο κορίτσι... Κι ίσως πάλι αυτό δεν έγινε τυχαία...

Απελλής: Φτάνει πια! Δοκίμασε και πάλι!

Τιτή: Άκυρη η διαδικασία. Επόμενος!

Απελλής: Μα…

Τιτή: Επόμενος!

Απελλής: Πληκτρολόγησε ξανά!

Τιτή: Επόμενος!

Ο Αγλαοφών κατευθύνεται προς τα εκεί,ο Απελλής τον σπρώχνει.

Απελλής: Δοκίμασε πάλι είπα! (στην Τιτή)

Αγλαοφών: Είναι φορές που ένα ποντικάκι μπορεί να βοηθήσει το λιοντάρι, κύριε Απελλή… Ένα ποντικάκι...

Ο Απελλής τον κοιτά λίγο, κολλάει σαν να θυμάται κάτι.

Απελλής: Ήσουν εσύ; Όχι, δεν μπορεί! Τι σχέση μπορεί να έχεις εσύ, ένας Πλήβειος;

Φεύγει. Ο Αγλαοφών πάει στην υπάλληλο.

Αγλαοφών: Ορίστε η κάρτα μου, κυρία.

Τιτή: Τι θέλεις;

Αγλαοφών: Κωδικός αίτησης εργοδότη: 257.  Χορήγηση ελευθερίας χρήσης του αστικού. Δυο διαδρομές την ημέρα. 7:30 το πρωί από τις εστίες προς την «καθαριότητα ΕΠΕ» και 4:10 το απόγευμα ανάστροφη διαδρομή. Ξεκίνησα να δουλεύω ξέρεις...

Τιτή: (χαζογελά) Συγχαρητήρια κύριε! Χαίρομαι πολύ να βλέπω να γίνονται άνθρωποι κάποιοι κάποιοι.

Αγλαοφών: Θα μπορούσα να σε βγάλω και για ένα ποτό... Καλά, όχι, τώρα. Στο μέλλον ίσως...

Τιτή: Μάλιστα. Την εμφανίζει. Επιτυχία. Η άδεια χορηγήθηκε. Ορίστε η κάρτα σου. Επόμενος.

Αγλαοφών: Ευχαριστώ πολύ! Α... και μια διαδρομή για να επιστρέψω σπίτι, παρακαλώ..!

Τιτή: Επόμενος!

Αγλαόφων: Δεν έχω διαδρομή να επιστρέψω σπίτι. Παρακαλώ κυρία, χορηγείστε μου μια διαδρομή! Ξέχασα να το πω απ’ την αρχή...

Τιτή: Δεν βλέπεις; Εξυπηρετώ άλλον τώρα...

Αγλαόφων: Σήμερα δούλεψα οκτώ ώρες, αύριο θα δουλέψω πάλι. Θέλω να πάω σπίτι να ξεκουραστώ...

Τιτή: Θα περιμένεις λίγο... Έχει κόσμο στην ουρά.

Στην πραγματικότητα δεν είναι κανείς άλλος, η Τιτή φεύγει, ο Αγλαοφών κάθεται απογοητευμένος.

Σκηνή 3

Η πολιτεία είναι χωρισμένη σε τρεις τάξεις. Τα δικαιώματα χορηγούνται στο άτομο ανάλογα με το ποσοστό αποδοτικότητας του στο σύστημα. Αυτοί που έχουν υψηλή αποδοτικότητα μένουν στην Υπατεία και έχουν πλήρη προνόμια. Αυτοί που έχουν μέτρια αποδοτικότητα μένουν στην Πατρικία κι έχουν αρκετά προνόμια, ενώ οι Πλήβειοι είναι άνεργοι, αντιφρονούντες, μένουν στις εστίες, τρώνε εκεί και τους παρέχεται ένδυση. Δεν έχουν κανένα άλλο προνόμιο. Οι πρόσφυγες αντιμετωπίζονται σαν Πλήβειοι, αλλά θεωρούνται κατώτεροι. Ο Απελλής πάει στις εστίες να βρει τον Αγλαοφών. Ο Υπάλληλος τον βλέπει.

Υπάλληλος: Ποιόν ζητάς, κύριε; Ω, ο Απελλής Πανσέληνος! Είσαι εσύ; Εδώ;

Απελλής: Όχι εγώ, (σιγανά) το κουρέλι μου… (δυνατά)Εγώ, εγώ είμαι, ναι! Ζωγραφίζεις και εσύ;

Υπάλληλος: Πώς; Όχι! Γιατί ρωτάς;

Απελλής: Ρωτάω; Τι ρωτάω; Μήπως ξέρω και εγώ τι ρωτάω;

Υπάλληλος: Πες μου, κύριε Απελλή, τι ζητάς εδώ;

Απελλής: Τον… Τον… Αχ, πώς τον λένε; Μα... δεν ξέρω το όνομά του...

Υπάλληλος: Είσαι καλά, κύριε;

Απελλής: Φοράει ένα καφέ κασκέτο...

Υπάλληλος: Τίποτα πιο ιδιαίτερο;

Απελλής: Φοράει παντελόνι με τιράντες...

Υπάλληλος: Αλήθεια; Ποιος φοράει παντελόνι με τιράντες την σήμερον ημέρα; Α, βέβαια, ο Αγλαοφών Θεοφάνης! Το ξέρω αυτό το ρεμάλι.

Απελλής: Ναι, ναι, αυτός! Αυτός πρέπει να είναι! ...(σκέφτεται λίγο) Αγλαοφών Θεοφάνης είπες;

Υπάλληλος: Ναι.

Απελλής: Μπράβο όνομα!

Υπάλληλος: Τι έχει;

Απελλής: Καλά δεν ξέρεις; Αγλαοφών. Αρχαίος ζωγράφος. Θεοφάνης. Βυζαντινός.

Υπάλληλος: Μπράβο... Πώς ένας άνθρωπος με τέτοιο όνομα βρέθηκε στις εστίες; Και πιο πριν στο...

Απελλής: Ξέρω ‘γω; Μα πες μου, πού μένει; Ποιο είναι το δωμάτιο του;

Υπάλληλος: Δωμάτιο 17 στην πρώτη πτέρυγα. Όμως φοβάμαι πως τώρα δεν θα τον βρεις εκεί. Δουλεύει. Με το αστικό των 4:10 θα επιστρέψει.

Απελλής: Όλα τα ξέρετε. Καλά λοιπόν. Θα περιμένω.

Υπάλληλος: Θα περιμένεις; Εσύ; Τον Αγλαοφών;

Απελλής: Ναι, θα τον περιμένω... Ζωγραφίζει κι αυτός... ξέρεις... Γιατί με κοιτάς έτσι;

Υπάλληλος: Όχι. Τίποτα. Τίποτα. Εντάξει. Όπως θέλεις.

Ο Απελλής περιμένει τον Αγλαοφών. Όταν τον βλέπει να έρχεται, σηκώνετε και κατευθύνετε στο μέρος του.

Αγλαοφών: Κύριε Απελλή! Εσύ εδώ;

Απελλής: Εγώ εδώ. Μάλιστα.

Αγλαοφών: «Όχι εγώ, το πουκάμισό μου…»

Απελλής: Ήρθα για την Καικιλία. Την ξέρεις!

Αγλαοφών: Την ξέρω; Πού να την ξέρω; Ποια να ξέρω;

Απελλής: Την Καικιλία! Δεν ακούς;

Αγλαοφών: Καικιλία, Καικιλία… Δεν θυμάμαι!

Απελλής: Την ξέρεις! Ήσουν και εσύ την μέρα που την συνάντησα... Εσύ μου την σύστησες. Εσύ δεν ήσουν;

Αγλαοφών: «Το σύστημά μας δίνει σε όλους την ευκαιρία. Μόνο τεμπέληδες κατηγορούν ότι δεν τους έδωσε την ευκαιρία…»

Απελλής: Τι εννοείς;

Αγλαοφών: Με περιφρόνησες, κύριε Απελλή... Δεν θέλησες να σου δώσω εξηγήσεις...

Απελλής: Σαν τι εξηγήσεις δηλαδή;

Αγλαοφών: Για το πώς βρέθηκα στις εστίες...

Απελλής: Τέλος πάντων, ήρθα εδώ γιατί θέλω να μάθω για την...

Αγλαοφών: Δεν ξέρω καμία Καικιλία...

Απελλής: Τι θέλεις; Θέλεις να σου ζητήσω συγγνώμη;

Αγλαοφών: Χμ, καλό ακούγεται για αρχή. Λοιπόν;

Απελλής: Συγγνώμη.

Αγλαοφών: Δεν το εννοείς...

Απελλής: Συγγνώμη!

Αγλαοφών: Τώρα το εννοούσες, ας πούμε... Τέλος πάντων. Επανάλαβε μετά από εμένα: ¨Συγγνώμη Αγλαοφών. Υπήρξα υπερόπτης.¨

Απελλής: Υπερόπτης; Στα αλήθεια πιστεύεις πως υπήρξα υπερόπτης;

Αγλαοφών: Το πρόβλημα είναι πως δεν το πιστεύεις εσύ. Γι΄αυτό θα συμβιβαστώ. Μου αρκεί να ακούσω να το προφέρεις.

Απελλής: Ω, Θέ μου! «Συγγνώμη Αγλαοφ...

Αγλαοφών: Χωρίς επιφωνήματα. Και δυνατά!

Απελλής: Συγγνώμη Αγλαοφών. Υπήρξα υπερόπτης.

Αγλαοφών: Υπερόπτης; Αλήθεια το παραδέχεσαι;

Απελλής: Είπαμε. Όχι! Θα μου πεις τώρα! Το συμφωνήσαμε.

Αγλαοφών:  Εντάξει. Θα σταθώ εντάξει απέναντι στον λόγο μου. Θα μιλήσω. Η Καικιλία λοιπόν…

Απελλής: Επιτέλους!

Αγλαοφών: Η Καικιλία δεν είναι από την πόλη μας… Έχει έρθει από άλλη χώρα...

Απελλής: Ορίστε; Ούτε καν Πλήβεια; Ούτε καν Πλήβεια...

Ο Απελλής κρύβει το πρόσωπό του στα χέρια του. Φεύγει τρέχοντας...

Αγλαοφών: Δεν του αρέσει και πολύ το γεγονός.

Ο Απελλής έρχεται πάλι.

Αγλαοφών: Καλώς τον! Τι έγινε; Πώς τα πάμε;

Απελλής: Πλήβεια, πρόσφυγας, δεν με νοιάζει! Θέλω να την συναντήσω! Πού μπορώ να την βρω;

Αγλαοφών: Κύριε Απελλή, ξέρεις τι διαφορά έχει ο λαγός απ’ το κουνέλι;

Απελλής: (τον πιάνει απ’ τον λαιμό) Πιστεύεις ότι αυτή είναι η ώρα να μιλήσουμε για λαγούς και για κουνέλια;

Αγλαοφών: Η Καικιλία... Θα εξηγηθώ αμέσως. Άφησε με! (τον αφήνει)

Απελλής: Ακούω.

Αγλαοφών: Το κουνέλι μπορεί να γεννηθεί σε κλουβί. Μπορεί να περιμένει την τροφή του συγκεκριμένη ώρα κάθε μέρα. Έχει εξασφαλισμένο το νερό. Μπορεί να ζήσει όλη του την ζωή σ’ αυτό... Μέχρι την μέρα που θα ξεπληρώσει με το ίδιο του το τομάρι...

Απελλής: Ποντίκια, κουνέλια, λαγοί... Εσένα σ’ αρέσουν τα ζώα! Αλλά εγώ δεν έχω καμιά όρεξη να σ’ ακούω... Τελείωνε!

Αγλαοφών: Ο κυνηγός που θα πιάσει λαγό, θα τον μαγειρέψει αμέσως. Δεν  θα τον βάλει σε κλουβί. Αν το κάνει, ο λαγός θα ζήσει μια μέρα, δύο μέρες, το πολύ τρεις... Ο λαγός ή θα βρει τρόπο να δραπετεύσει ή θα ψοφήσει...

Απελλής: Τι θες να πεις; Πες το απλά! Δεν ξέρω Κινέζικα!

Αγλαοφών: Έχε ένα ερώτημα στο μυαλό: Ποιος είναι το κουνέλι και ποιος ο λαγός... 

Απελλής: Α! Αυτό; Με κοροϊδεύεις, λοιπόν;

Αγλαοφών: Θέλω να πω ότι η Καικιλία...

Απελλής: Ε, πες το, ντε!

Αγλαοφών: Αφήστε το... Η Καικιλία μένει στις εστίες. Από την άλλη πτέρυγα. Δωμάτιο 57.

Απελλής: Αυτό. Αυτό ήθελα, άνθρωπε μου! Όχι λαγούς και κουνέλια. Άντε γεια τώρα, ζωόφιλε.

Αγλαοφών: Φιλόζωος, λέγεται... (Ο Απελλής έχει φύγει)

ΜΕΡΟΣ Β’

Σκηνή 1

Ο Απελλής χτυπά την πόρτα της Καικιλίας. Δεν παίρνει απάντηση, χτυπά και πάλι. Δεν. Έρχεται η Τιτή στέκεται μπροστά του και του χαμογελά με ειρωνεία.

Απελλής: Κυρία... υπάλληλε... εσύ; Τι θες εδώ;

Τιτή: Δεν με περίμενες έτσι;

Απελλής: Αυτό δεν είναι ψέμα...

Τιτή: Δεν ήρθες ξανά για την έναρξη γνωριμίας και φαντάστηκα πως δεν το βρήκες το όνομα του κοριτσιού και...

Απελλής: Όχι, δεν το βρήκα... Αλλά ποιος νοιάζεται;

Τιτή: Ώστε δεν το βρήκες;

Απελλής: Είπα όχι!

Τιτή: Να κάνω και εγώ την ίδια ερώτηση τότε. Στις εστίες τι γυρεύεις, κύριε Απελλή;

Απελλής: Ε, να έτυχε...

Τιτή: Κάθε μέρα στις εστίες... Κι αυτό τυχαίο, κύριε Απελλή;

Απελλής: Κάθε μέρα; Και εσύ πού το ξέρεις παρακαλώ;

Τιτή: Μεταξύ μας τώρα; Υπάλληλοι υπάρχουν παντού! Τα κουτσομπολιά κυκλοφορούν...

Απελλής: Ε, να... έχω ξεκινήσει μια σειρά έργων με θέμα τους Πλήβειους. Θέλω να δείξω και την σκούρα πλευρά της πόλης μας. Όμως δεν θέλω να γνωστοποιηθεί, προτού τελειώσω. Ανταγωνιστές. Αυτό είναι όλο.

Τιτή: Γίνεσαι γραφικός.

Απελλής: Είπα να δοκιμάσω κάτι καινούργιο...

Τιτή: Ο ζωγράφος μας μεταλλάχτηκε σε ρομαντικό... Ώστε Πλήβεια!

Απελλής: Και έτσι να ήταν, δεν νομίζω πως έχω να δώσω αναφορά σε κανέναν!

Τιτή: Μα φυσικά! Μόνο που... ξέχασες κάτι, κύριε Απελλή.

Απελλής: Σαν τι;

Τιτή: Δεν έχεις κάνει έναρξη διαδικασίας γνωριμίας! Τι έτσι; Όμως ξέρω...

Απελλής: Όλα τα ξέρεις εσύ.

Τιτή: Είναι Πλήβεια! Μια πλήβεια! 0% αποδοτικότητα στο σύστημα! 87,7% και μηδέν δια δύο. 43,85%! 43,85% μέσος όρος! Για αυτό δεν το ομολογείς! Έτσι; Πηγαίνεις. Την συναντάς! Χωρίς άδεια! Γιατί είναι Πλήβεια. Γιατί έχει 0% αποδοτικότητα. Γιατί ο μέσος όρος σας πέφτει κατευθείαν στο 43,85%.

Απελλής: Τι λες; Ξέρεις τι λες;

Τιτή: 43,85%; Μα μετακομίζεις! Η Πατρικία σας περιμένει. Μπάι-Μπάι Υπατεία!

Απελλής: Δεν νομίζεις ότι όλα αυτά είναι αρκετά;

Τιτή: Ποιος θα είναι ο νέος συντελεστής της γνώμης σου στα κοινά;

Απελλής: Δεν σου έχω δώσει κανένα δικαίωμα.

Τιτή: Τι φαγητό θα τρως; Προσπάθησε να μην ξεχάσεις την γεύση των βιολογικών προϊόντων στις γκουρμέ συνταγές!

Απελλής: Αρκετά!

Τιτή:Ω, καλά κάνεις και το κρατάς κρυφό. Δεν σε συμφέρει καθόλου να το αποκαλύψεις!

Απελλής: Παραλογίζεσαι!

Τιτή: (Γελάει) Παραλογίζομαι; (σοβαρεύει) Εσύ παραλογίζεσαι! Τι πας να κάνεις; Έχασες τα λογικά σου;

Απελλής: Πες μου τώρα ότι ήρθες να μου βάλεις μυαλό...

Τιτή: Θα βάλεις σε δοκιμασία την καριέρα σου; Την φήμη, το όνομά σου; Τι θα πει ο κόσμος; Ο μεγάλος μας ζωγράφος, ο Απελλής Πανσέληνος, αυτός που ζωγράφισε το ταβάνι του δημαρχείου. Αυτός που φιλοτέχνησε εκατόν τριάντα δύο έργα σε δημόσιους χώρους. Αυτός που έκανε ακόμα και το «Καλώς Ήρθατε Στην Πόλη Μας»... αναζητά μια... Πλήβεια!

Απελλής: Δεν επιτρέπω να μου μιλούν σε αυτόν τον τόνο και με αυτό το ύφος!

Τιτή: Αφού ξέρεις... Μπορείς να κάνεις μια υπέροχη σχέση με μια από εμάς!

Απελλής: "Με μια από εμάς";

Τιτή: Εγώ για παράδειγμα... με 73% αποδοτικότητα. 87,7% εσείς... 80,35% μέσος όρος! Ω, μα δεν είναι υπέροχος αριθμός; Θα έχουμε τα πάντα! Ελευθερία, κύρος, άνεση. Ταξίδια. Πολ...

Απελλής: Αρκετά! Θα... Θα το σκεφτώ... όμως, παρακαλώ πολύ. Άφησε με για την ώρα! Σε παρακαλώ...

Τιτή: Καλά τότε. Θα φύγω. Όμως...

Απελλής: Τι;

Τιτή: Δεν έχουμε καν συστηθεί. Εγώ βέβαια σε ξέρω... Εσύ όμως; Δεν με γνωρίζεις... Πριν φύγω, μάθε τουλάχιστον το όνομά μου.

Απελλής: Καλά, λοιπόν, πες μου.

Τιτή: Τιτή.

Απελλής: Τώρα τι να πω; Χάρηκα, κυρία Τιτή.

Τιτή: Τιτή σκέτο. Τι κυρία;

Απελλής: Όπως νομίζεις.

Τιτή: Να πηγαίνω τώρα;

Απελλης: Να πας... Να πας... Στο καλό... εννοώ.

Τιτή: Χάρηκα που τα είπαμε. Και να θυμάσαι: μάτια υπάρχουν παντού...

Απελλής: Στο καλό! (αφού φεύγει) ...και να μας γράφεις... Αυτή μου έλειπε! Τι ήθελε εδώ;

Χτυπά την πόρτα της Καικιλίας. Δεν απαντά. Μιλά στην πόρτα.Η Καικιλία είναι πίσω από την πόρτα, ακούει, αλλά δεν απαντά.

 

Απελλής: Καικιλία! Δεν μου απαντάς. Δεν με θέλεις. Όμως εγώ θέλω να ξέρω για εσένα. Ποια είσαι; Από πού; Γιατί έφυγες; Αφήνει εύκολα κανείς τα μέρη όπου μεγάλωσε; Εδώ τι έχεις; Στέγη. Τροφή. Ένδυση. Δεν τα είχες εκεί; Είναι δυνατόν; Τα άφησες όλα για αυτήν εδώ την αβέβαιη ζωή; Καικιλία! Δεν μ΄ακούς;

Εξήγησε μου... Ποια είσαι; Αχ, Καικιλία! Τι θα κάνω; Τι να κάνω; Αν άλλαζα... (για λίγο σιγή) Θα βρω τον Αγλαοφών!

 

Βρήσκει τον Αγλαοφών

Απελλής: Θέλω κάτι από εσένα.

Αγλαοφών: Από εμένα; Σαν τι;

Απελλής: Θέλω τα ρούχα σου...

Αγλαοφών: Τα ρούχα μου; Περίεργο δεν μου τα έχει ζητήσει κανείς στο παρελθόν... Κάποιος μάλιστα με είχε κατηγορήσει για αυτά... Ρούχα από τις εστίες. Τρίτης κατηγορίας. Έχω και τιράντες...

Απελλής: Θα ανταλλάξουμε.

Αγλαοφών: Χμ... Δεν θα την έλεγα δίκαιη ανταλλαγή, θα το σκεφτώ...

Απελλής: Εντάξει, εντάξει. Τι θες για αντάλλαγμα;

Αγλαοφών: Καμιά εικοσαριά διαδρομές με φτάνουν. Α, και πού και πού να φέρνεις κανένα γλυκάκι. Μου αρέσουν τα γλυκά. Και εδώ; ούτε για δείγμα...

Απελλής: Θα τα έχεις!

Αγλαοφών: Τα ρούχα τα δικά σου πού θα τα πάω στο τέλος της μέρας; Εδώ ή στης ντουλάπες της Υπατείας;

Απελλής: Αυτό δεν το σκέφτηκα. Εσύ δεν μπορείς να μπεις στις ντουλάπες της Υπατεία και εγώ στων εστιών... Θα πρέπει να ανταλλάξουμε και πάλι.

Αγλαοφών: Ε, ναι.

Απελλής: Λοιπόν, άκου τι σκέφτηκα. Θα κάνω αίτηση για να σε πάρω βοηθό στο ατελιέ μου. Για πληρωμή θα σου προστίθενται εξήντα διαδρομές το μήνα. Κι ως αντάλλαγμα θα αλλάζουμε ρούχα πρωί-βράδυ. Συμφωνείς;

Αγλαοφών: Δηλαδή θα πηγαίνω στην δουλειά με ρούχα από τις ντουλάπες της Υπατείας και εσύ θα τριγυρνάς με τα ρούχα ενός Πλήβειου με τιράντες;

Απελλής: Έλα τώρα. Συμφωνείς;

Αγλαοφών: Κι όλα αυτά για να βλέπεις την Καικιλία;

Απελλής: Γι’ αυτό.

Αγλαοφών: Η Καικιλία δεν σε δέχεται, όμως...

Απελλής: Το ξέρω, το ξέρω, όμως...

Αγλαοφών: Όμως οι επισκέψεις σου της δίνουν ζωή...

Απελλής: Τι; Τι εννοείς;

Αγλαοφών: Δεν σε δέχεται, γιατί είσαι ένας από τους "ψηλά". Είσαι ένας από αυτούς που κοιτάνε "χαμηλά" και δείχνουν ευσπλαχνία... ή κάνουν φιλανθρωπία...

Απελλής : Το ξέρω, όμως..

Αγλαοφών: Όμως παρατήρησα ότι σε περιμένει. Ξέρει ότι θα έρθεις κάθε μέρα. Κι άρχισε να σε περιμένει...

Απελλής: Εμένα; Τι λες τώρα;

Αγλαοφών: Την Πέμπτη δεν είχες έρθει, ε;

Απελλής: Δεν μπόρεσα, μου έτυχε...

Αγλαοφών: Ε, εκείνη την μέρα ήταν ιδιαίτερα μελαγχολική... Με κοιτούσε και ένιωθα σαν να με ρωτούσε «Ξέρεις γιατί δεν ήρθε; Συνέβη τίποτα;». Έκανε να μιλήσει, μα δεν το έπαιρνε απόφαση. «Αύριο θα έρθει. Είμαι βέβαιος» Είπα τελικά.

Απελλής: Και; Τι έκανε;

Αγλαοφών: Χτύπησε με τις γροθιές της τον τοίχο και γύρισε την πλάτη να φύγει. «Ξέρω ότι δεν σε νοιάζει» της είπα. Δεν ήθελε να φανερωθεί.

Απελλής: Δηλαδή λες ότι... ότι δεν της είμαι τελείως αδιάφορος;

Αγλαοφών: Την επόμενη μέρα ήταν σχεδόν χαρούμενη. Έτσι ήμουν βέβαιος ότι είχες περάσει.

Απελλής: Μα αυτό είναι φοβερό! Μα αυτό τα αλλάζει όλα! Η σκοτεινιά γεμίζει φως! Η νύχτα ξημερώνει!

Αγλαοφών: Γι’ αυτό θα δεχτώ. Για την Καικιλία. Να το ξέρεις.

Απελλής: Ωραία! Μόνο ωραία; Σε ευχαριστώ! Σε ευχαριστώ!

Αγλαοφών: Πόσο τοις εκατό;

Απελλής: 99,99999...

Σκηνή 2

Ο Απελλής έχει αλλάξει ρούχα με τον Αγλαοφών και βρίσκεται έξω από την πόρτα της Καικιλίας.

Απελλής: Πότε επιτέλους θα μου μιλήσεις;

Καικιλία: Δεν θέλω να σου μιλήσω!

Απελλής: Είδες; Δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Μίλησες.

Ανοίγει την πόρτα της.

Καικιλιά: Δύσκολο μαζί σου έχει καταντήσει το να μην μιλήσω... (τον κοιτά) Άλλαξες.

Απελλής: Τα ρούχα; Αντάλλαξα με τον Αγλαοφώντα. Για να μπορώ να έρχομαι στην εστία, χωρίς να με κοιτάνε περίεργα...

Καικιλία: Κι άμα σε κοιτάνε περίεργα, τι; Φοβάσαι μην χάσεις την υπόληψή και τα προνόμια σου;

Απελλής: Το να μην μπορώ να έρχομαι. Αυτό είναι όλο κι όλο το προνόμιο που με νοιάζει μην χάσω...

Καικιλία: Εσείς ζείτε σ’ άλλο κόσμο! (ήδη είναι φορτισμένη συναισθηματικά. Κρατιέται να μην κλάψει.)

Απελλής: Αυτό είναι αλήθεια. Άρχισα να κατανοώ πολλά πράγματα. Αφότου άρχισα να νοιάζομαι για εσένα, άρχισα να νοιάζομαι για όλους. Πατρίκιους, Πλήβειους, πρόσφυγες. Είναι σαν να μπήκα στην θέση...

Η Καικιλία ξεσπά σε κλάμα. Ο Απελλής την αγκαλιάζει.

Απελλής: Καικιλία; Είπα κάτι που δεν έπρεπε;

Γνέφει «όχι»

Απελλής: Τι είναι; Τι συμβαίνει;

Καικιλία: Γιατί είσαι εδώ;

Απελλής: Γιατί...

Καικιλία: Δεν αξίζει να βρίσκεσαι εδώ.

Απελλής: Εδώ θέλω να είμαι. Γιατί είσαι εσύ εδώ.

Καικιλία: Εσύ όμως...

Η Καικιλία συνεχίζει να κλαίει και δεν μπορεί να μιλήσει.

Απελλής: Πάμε στο πάρκο; Να πάρεις λίγο αέρα.

Καικιλία: Στο πάρκο...

Απελλής: Τι είναι;

Καικιλία: Πάμε. (γυρνάει και παίρνει και το κανονάκι της)

Απελλής: Θα παίξεις μουσική;

Γνέφει «ναι». Στο πάρκο η Καικιλία πάει να παίξει, σταματά, γιατί δεν μπορεί να σταματήσει να κλαίει. Αυτός της χαϊδεύει τα μαλλιά, σκουπίζει τα δάκρυα από το πρόσωπο της. Αυτή εξακολουθεί να κλαίει, αυτός ταλαντώνει χορδή και σιγοτραγουδά. Συνεχίζει αυτή στο κανονάκι κι αυτός τραγουδά. Σταματά ξανά μουσική. Λυγμός. Την αγκαλιάζει. Της φιλά τα μαλλιά.

Απελλής: Κλάψε. Κλάψε όσο θες.

Καικιλία: (ενώ σκουπίζει τα μάτια της) Συγγνώμη. Δεν ήθελα...

Απελλής: Μην μου ζητάς συγγνώμη! Εγώ είμαι ευγνώμων που είμαι εδώ μαζί σου!

Η Καικιλία τον κοιτά χωρίς να απαντά.

Απελλής: Τι είναι; Θα μου πεις;

Καικιλία: Τι;

Απελλής: Ποια είναι η Καικιλία; Τι την πληγώνει;

Αρχίζει πάλι να κλαίει.

Απελλής: Συγγνώμη! Δεν έπρεπε να ρωτήσω... Όποτε θέλεις να μιλήσεις, θα μιλήσεις. Με συγχωρείς. Ας πούμε κάτι άλλο. (Κοιτάει γύρω του) Ωραίο το πάρκο.

Καικιλία: Την πρώτη φορά που έρχεται κανείς, ναι. Την εκατοστή όμως...

Απελλής: Αχ, Καικιλία! Έχεις τουλάχιστον πού να μείνεις, έχεις...

Καικιλία: Δεν έχω παράπονο, ζω σε μια πόλη με «τέλειο» σύστημα. Σε μια κοινωνία «ιδανική»...

Η Καικιλία ενώ κλαίει αρχίζει να τον χτυπά στο στήθος. Αυτός προσπαθεί να την ηρεμήσει.Τον σπρώχνει και φεύγει τρέχοντας στο δωμάτιο της. Αυτός παίρνει το κανονάκι της και το αφήνει έξω από την πόρτα της. Πάει να φύγει, το σκέφτεται, βγάζει από την τσέπη του χαρτί και κάρβουνο. Ζωγραφίζει κάτι. Το βάζει από την χαραμάδα της πόρτας της. Αυτή το παίρνει, κλαίγοντας πάντα. Το σφίγγει στο στήθος της. «Θα ζήσουμε σε άλλον κόσμο!» μιλάει στην πόρτα, υπολογίζοντας πως πίσω είναι ο Απελλής. «Θα ζήσουμε» Απαντά αυτός. Πόρτα ανάμεσα τους και οι δυο ακουμπούν πάνω της. «Θα ζήσουμε» «Θα ζήσουμε» μια ο ένας μια ο άλλος...

Απελλής: Θα σε βάλω σ’ αυτήν την κοινωνία. Μ’ ακούς; Θα δεις τι καλά που είναι. Θα σε αναγνωρίζουν σαν ισάξιο μέλος. Θα σε παντρευτώ! Θα κάνω αίτηση. Αύριο κιόλας! Εσύ μόνο να μου πεις το "ναι" . Άνοιξε μου την πόρτα, σε παρακαλώ.

Η Καικιλία ανοίγει την πόρτα.

Απελλής: Θα με παντρευτείς;

Καικιλία: Μα δεν με ξέρεις καθόλου. Άμα...

Απελλής: Η απάντηση δεν είναι σωστή. Απάντησε με ένα "ναι" ή ένα "όχι"

Καικιλία: Ναι, λοιπόν.

Ο Απελλής την παίρνει αγκαλιά.

Απελλής: Αγάπη μου! Είπε ναι! Είπε ναι!

Ο Απελλής έχει φορέσει και πάλι τα δικά του ρούχα και πάει στα γραφεία για να κάνει αίτηση για άδεια ελευθερίας στο πεδίο του έρωτα. Είναι η υπάλληλος Τιτή. Τους βλέπουμε να λογομαχούν, μετά έχουμε και ήχο:

Τιτή: Μα σου είπα δεν υπάρχει στο σύστημα...

Απελλής: Ξέρεις πόσα χρόνια μένει η Καικιλία στην πόλη μας; Και για το σύστημα είναι ακόμα ανύπαρκτη!

Τιτή: Μου το είπες χίλιες φορές. Αρκετά. Τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει.

Απελλής: Είναι άδικο! Δεν έχει δικαίωμα στην εργασία. Δεν μπορεί να αποκτήσει όσα χρειάζεται για μια αξιοπρεπή διαβίωση...

Τιτή: Τι λες; Εδώ; Εδώ έχει...

Απελλής: Στέγη, τροφή, ένδυση... Ξέρω.... όμως στέγη, τροφή και ένδυση θέλουν τα κουνέλια, ο άνθρωπος έχει κι άλλες ανάγκες...

Τιτή: Τα κουνέλια;

Απελλής: Άφησε το, τέλος πάντων... Στην βιβλιοθήκη, για παράδειγμα, γιατί δεν μπορεί να πάει η Καικιλία.

Τιτή: Πώς δεν μπορεί; Η είσοδος είναι ελεύθερη...

Απελλής: Η μετακίνηση όμως...

Τιτή: Αυτό είναι το σύστημα μας. Μελετημένο και δίκαιο. Εάν θέλεις κάτι περισσότερο, δεν έχεις από το να καταθέσεις πρόγραμμα νομοσχεδίου στην βουλή και να υπερψηφιστεί από τον λαό...

 Απελλής: Έχεις δίκιο... Κάτι θα πρέπει να κάνω για αυτό...

Έρχεται ο υπάλληλος. Πιάνει τα χέρια του Απελλή πίσω από την πλάτη του. Στον Απελλή:

Υπάλληλος: Ακολούθησε με, παρακαλώ! Ήσυχα. Χωρίς να προκαλέσουμε αναστάτωση.

Απελλής: Εννοείς πως με συλλαμβάνεις;

Υπάλληλος: Όπως θες, πες το.

Απελλής: Πώς; Με ποιο δικαίωμα, κύριε; Ήρθα σαν έντιμος πολίτης να διεκδικήσω τα δικαιώματα μου...

Τιτή: (προς τον άλλον) Τι συμβαίνει; Τι έκανε;

Υπάλληλος: Συνάδελφε, μην ανακατεύεσαι, παρακαλώ. Έχω εντολή. Θα διαλευκανθούν όλα, αλλά όχι εδώ.

Τιτή: Μα δεν βλέπεις ποιος είναι; Είναι ο Απελλής Πανσέληνος!

Υπάλληλος: Μην παίρνεις κι όρκο, κυρία μου...

Απελλής: Πώς; Αμφισβητείς; Έχω μαζί μου την κάρτα μου. Θα σου την δείξω αμέσως.

Ελευθερώνει τα χέρια του και ψάχνει στις τσέπες του. Δεν βρίσκει τίποτα. Ο υπάλληλος επαναφέρει τα χέρια του πίσω από την πλάτη του.

Απελλής: Αγλαοφών!!

Υπάλληλος: Όχι εδώ, σου είπα. Ακολούθησε με! Μην μ’ αναγκάσεις να συμπεριφερθώ όπως δεν θέλουμε...

Απελλής: Στο δωμάτιο 17. Εκεί θα βρούμε την κάρτα μου! Άλλαξα εκεί χθες τα ρούχα μου. Πάμε!

Υπάλληλος: Όχι! Εσύ θα έρθεις μαζί μου!

Απελλής: Μα δεν βρίσκω την κάρτα μου!

Υπάλληλος: Θα με ακολουθήσεις; Ή θα με αναγκάσεις να χρησιμοποιήσω άλλα μέσα;

Ο Απελλής τον ακολουθεί.

Τιτή: Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να τον συλλάβεις! Αυτό δεν θα το αφήσω να περάσει έτσι! Στην πόλη μας δεν... (έχουν ήδη φύγει.)

Σκηνή 3

Άδειο Δωμάτιο κράτησης Απελλή. Υπόγειο με υγρασία και χαμηλό φωτισμό. Βρίσκεται εκεί με τον υπάλληλο.

Απελλής: Θα μου παράπεσε! Στο δωμάτιο του Αγλαοφών. Ήμουν στο δωμάτιο του. Δωμάτιο 17. Είναι ο βοηθός μου. Εκεί θα μου παράπεσε...

Υπάλληλος: Σιωπή Αγλαοφών! Θα μιλάς μόνο, εφόσον σου δώσουμε τον λόγο, αλλιώς...

Απελλής: Είμαι ο Απελλής! Είμαι ο...

Υπάλληλος: Αγλαοφών! Θυμήσου σε είχα προειδοποιήσει! Η τελευταία φορά ήταν η προηγούμενη. Δεν αστειευόμαστε πια!

Απελλής: Δεν είμαι ο Αγλαοφών! Είμαι ο Απελλής! Ο Απελλής! (φωνάζει)

Υπάλληλος: Σιωπή! Με κουράζεις! Επιβαρύνεις την θέση σου!

Απελλής: Στις εστίες με αναγνώρισες. Τώρα γιατί δεν με αναγνωρίζεις;

Υπάλληλος: Σκασμός!

Απελλής: Νομίζεις ότι θα αφήσω να περάσουν όλα αυτά, έτσι;

Υπάλληλος: Αν δεν βγάλεις το σκασμό, θα σου δέσω το στόμα!

Απελλής: (ακουμπά χείλη του) Το στόμα μου; Δεμένο;

Υπάλληλος: Δώσε μου τα ρούχα που φοράς!

Απελλής: Τα ρούχα μου;

Υπάλληλος: Κάνε γρήγορα! Άντε! Δεν θα ξημερωθούμε με εσένα!

Τον γδύνει. Ο Απελλής κρυώνει. Ο Υπάλληλος πετάει τα ρούχα κάτω.

Υπάλληλος: Ορίστε! Ο Απελλής Πανσέληνος! Ο μεγάλος ζωγράφος! Είσαι εσύ; Εσύ επιλέξατε αυτό το όνομα για να το τιμήσεις; Εσύ καθόσουν δεξιά του δημάρχου στις επετείους και στις παρελάσεις; Εσύ έτρωγες στο ίδιο τραπέζι με εκείνον; Εσύ έκανες το πορτραίτο της γυναίκας του; Πού είναι οι υπόλοιποι υπάλληλοι να θαυμάσουν το θέαμα; Κύριε Απελλή, είσαι εσύ; Ω, όχι! Δεν είσαι εσύ. Εσύ είσαι απλά ένας Πλήβειος! Μονάχα ένας Πλήβειος με το όνομα Αγλαοφών!

Του δίνει τα ρούχα του Αγλαοφώντα.

Υπάλληλος: Ορίστε. Τα ρούχα σου. Φόρεσε τα!

Απελλής: Δεν είναι αυτά τα ρούχα μου! Αυτά που φορούσα πριν. Εκείνα φέρε μου.

Υπάλληλος: Αφού προτιμάς γυμνός...

Απελλής: Φέρε τα δικά μου ρούχα!

Υπάλληλος: Φόρεσε αυτά! Τώρα! Θα ξεπαγιάσεις. Ηλίθιε!

Απελλής: Ηλίθιε; (ντύνεται ρούχα του Αγλαοφών)

Υπάλληλος: Τώρα είσαι ο εαυτός σου! Τώρα είσαι ο Αγλαοφών που ξέρουμε. Αγλαοφώώώών...

Απελλής: Δεν είμαι ο Αγλαοφών...

Υπάλληλος: Ξέρουμε καλά ποιος είσαι! Έχεις κάνει άνεργος!

Απελλής: Άνεργος εγώ;

Υπάλληλος: Υπήρξες χρήστης ναρκωτικών!

Απελλής: Ναρκωτικών; Ναρκωτικών; Θα τρελαθώ!

Υπάλληλος: Έχεις κάνει φυλακή!

Απελλής: Δεν είναι αλήθεια όλα αυτά!

Υπάλληλος: Όμως! Το σύστημά μας φρόντισε και για εσένα! Σου πρόσφερε εργασία. Δυνατότητα ανόδου στην κοινωνική κλίμακα. Το πρώτο σκαλί, για να ανέβεις τα υπόλοιπα με τον δικό σου ιδρώτα... Όμως εσύ βιάστηκες να ανέβεις εκεί που δεν μπορείς. Θέλησες να πάρεις την θέση κάποιου άλλου. Από Πλήβειος κατευθείαν Ύπατος! Μα τι νόμισες τρώμε κουτόχορτο;

Απελλής: Υπάρχει τρόπος να το αποδείξω!

Υπάλληλος: Σκάσε ανόητε! Δεν βοηθούν σε τίποτα όλα αυτά. Ξέρουμε την αλήθεια!

Απελλής: Ποια αλήθεια δηλαδή;

Υπάλληλος: Ο Απελλής σε πήρε βοηθό του και εσύ του έκλεψες τα ρούχα του για να πάρεις την θέση του! Ορίστε αχαριστία!

Απελλής: Φέρτε μου να ζωγραφίσω! Θα σας αποδείξω ποιος είμαι! Φέρτε κι εκείνον. Να δούμε τι μπορεί να κάνει.

Υπάλληλος: Εννοείς ζωγραφικός διαγωνισμός;

Απελλής: Ακριβώς! Δείτε τι μπορώ να κάνω και τι μπορεί αυτός. Θα σας αποδείξω...

Ο Υπάλληλος σκέφτεται λίγο. Έχει λαμπρή ιδέα. Φεύγει χαρούμενος.

Απελλής: Πού πας; Θα μ’ αφήσεις κλεισμένο εδώ; Βρωμάει μπαγιάτικο τυρί! Είμαι νηστικός! Ακούει κανείς;

Επιστρέφει ο υπάλληλος ευχαριστημένος δίνει ένα χαστουκάκι στο μάγουλο του Απελλή.

Υπάλληλος: Άχου μωρέ! Εσύ θα αυξήσεις την αποτελεσματικότητα μου. (φεύγει πάλι)

Απελλής: Πού πας; Είμαι νηστικός λέω! Εϊ ακούει κανείς; (έχει μείνει μόνος) Αχ, Καικιλία! Καικιλία!

Σκηνή 4

Συμβαίνουν ταυτόχρονα: 1. Από την μια η Καικιλία αναζητά τον Απελλή. 2. Από την άλλη ο Υπάλληλος  δείχνει στον Απελλή το διαφημιστικό σποτ για τον διαγωνισμό, το οποίο ακούγεται, ανάμεσα στα λόγια της Καικιλίας. Το φως πέφτει ή στην Καικιλία ή στον Απελλή, αναλόγως ποιος μιλάει (Καικιλία ή σποτ)

Καικιλία: Χθες όλο το βράδυ τον σκεφτόμουν. Δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Είχα μια ανησυχία... Ήθελα να έρθει. Αν ερχόταν... θα του φανέρωνα τα πάντα. Όλα όσα έχω ζήσει ως τώρα. Όλα όσα θα ήθελα να ζήσω. Άρχισα και πάλι να έχω όνειρα. Όνειρα. Ζωή. Κι είχα ξεχάσει τι σημαίνουν οι λέξεις. Θέλω να τον δω, Αγλαοφών! Θέλω να του μιλήσω.

Φωνή παρουσιάστριας: Αγαπητέ τηλεθεατή! Μην χάσεις σήμερα στις 9 την τρομερή ζωγραφική αναμέτρηση ανάμεσα στον Απελλή Πανσέληνο και στον Αγλαοφών Θεοφάνη!

Καικιλία: Αγλαοφών. Ο Απελλής δεν ήρθε σήμερα! Έγινε τίποτα; Ανησυχώ...

Παρουσιάστρια: Μα για μια στιγμή... Ποιος είναι ο Απελλής Πανσέληνος... Και ποιος ο Αγλαοφών Θεοφάνης;

Καικιλία: Ακόμα μια μέρα που δεν ήρθε...

Παρουσιάστρια: Η απάντηση είναι.... Δεν ξέρουμε!

Καικιλία: Οι τοίχοι σαν να έχουν στενέψει...

Παρουσιάστρια: Αυτό, ζητάμε να μάθουμε.

Καικιλία: Στενεύουν οι τοίχοι; Απελλή!

Παρουσιάστρια: Ποιος είναι ο μεγάλος ζωγράφος και ποιος ο πρώην κρατούμενος;

Καικιλία: Απελλή! Απελλή, με άφησες; 

Παρουσιάστρια: Ποιος είναι ποιος;

Καικιλία: Απελλή!

Παρουσιάστρια: Ποιος ο απατεώνας και ποιος ο ζωγράφος;

Καικιλία: Απελλή.

Παρουσιάστρια: Μην το χάσεις!

Καικιλία: Απελλ... (σβήνει το φως.)

Τώρα η Καικιλία είναι στην άκρη του δρόμου και παίζει κανονάκι. Είναι ταραγμένη, ενώ με το βλέμμα της αναζητά κάποιον να της δώσει σημασία. Όταν σταματά κάποιος, της προσφέρει καλάθι φρούτα. Κάνει νόημα «όχι, όχι» δείχνει μηχανηματάκι. Εκείνος κάνει «καλά τότε» και φεύγει χωρίς να αφήσει τίποτα. Εξακολουθεί να παίζει μουσική. Άλλος σταματά και την ρωτά τι θέλει. Δείχνει μηχανηματάκι και παρακαλεί για μια διαδρομή. Όλα αυτά χωρίς λόγια. Αυτός το κλωτσάει και φεύγει. Ερημιά πού και πού περνά κανείς.

Καικιλία: Μια διαδρομή... Μια διαδρομή, παρακαλώ... Τίποτα άλλο! Να τον δω, να τον αγκαλιάσω. Πριν τον βάλουν φυλακή. Τον αγαπημένο μου θα βάλουν στην φυλακή! Μια διαδρομή παρακαλώ! Μια διαδρομή!

Η Καικιλία παίζει κανονάκι, περιμένοντας μια διαδρομή, ενώ στην άλλη πλευρά της σκηνής γίνεται ο διαγωνισμός. Ο Απελλής ζωγραφίζει με ηρεμία, με μεράκι, ξέρει πώς θα αποδειχτεί ότι είναι αυτός, ο Αγλαοφών είναι σαστισμένος κοιτά τον Απελλή με απορία. Δεν κάνει τίποτα,τελικά κάνει μια παιδική μουτζούρα και δηλώνει πως τελείωσε. Όταν τελειώνει και ο Απελλής -τελειώνει η μουσική, η Καικιλία τα μαζεύει και φεύγει απογοητευμένη- δίνουν συγχαρητήρια στον Αγλαοφών και παίρνουν τον Απελλή, που προσπαθεί να αντισταθεί. Ο Υπάλληλος κρατάει τον Απελλή με τα χέρια του δεμένα πίσω από την πλάτη του.

Απελλής: (φωνάζει) Δεν έχετε κανένα δικαίωμα επάνω μου! Δεν έγινε δίκη! Εγώ είμαι ο Απελλής! Εγώ νίκησα στον διαγωνισμό! Νίκησα! Ο πίνακας μου είναι ένας από αυτούς που αναγνωρίζετε τόσα χρόνια! Του Απελλή Πανσέληνου! Είμαι ο...

Ο Αγλαοφών επιστρέφει στις εστίες, είναι σκεφτικός, φοράει τα ρούχα του Απελλή. Η Καικιλία τρέχει σ’ αυτόν.

Καικιλία: Τι του έκαναν; Πες, άθλιε!                                               

Αγλαοφών: Καικιλία! Σε παρακαλώ, άφησε με! Τον πήρανε. Δεν ξέρω πού τον πήγανε.

Καικιλία: Μας πρόδωσες! Πώς μπόρεσες;

Αγλαοφών: Έκανα ό,τι χειρότερο μπορούσα...

Καικιλία: Το παραδέχεσαι! Αχρείε!

Αγλαοφών: Εννοώ ζωγραφικά. Έκανα ό,τι χειρότερο μπορούσα. Έπιασα τα πινέλα και μουτζούρωσα ένα κύκλο. Όπως κάνουν παιδιά που πρωτοπιάνουν μολύβι.

Καικιλία: Τότε γιατί νίκησες εσύ στον διαγωνισμό; Λες ψέματα!

Αγλαοφών: Μα είδες τι έκανα; Είδες τι έκανε εκείνος;

Καικιλία: Πώς να δω; Από την τηλεόραση ή από το I phone μου;

Αγλαοφών: Έχεις δίκιο. Εδώ δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα. Σου λέω, δεν...

Καικιλία: Σε έχω δει να ζωγραφίζεις στο χώμα του κήπου. Ζωγραφίζεις καλά!

Αγλαοφών: Σου είπα! Δεν ζωγράφισα στον διαγωνισμό! Θα μπορούσα να σας προδώσω;

Καικιλία: Πώς; Δεν θα μπορούσες;

Αγλαοφών: Καικιλία! Εσύ με ξέρεις!

Καικιλία: Γιατί δεν το βροντοφώναξες πως δεν είσαι εσύ ο Απελλής; Πως ο Απελλής είναι ο Απελλής!

Αγλαοφών: Άργησα πολύ να καταλάβω τι συμβαίνει.

Καικιλία: Δεν ήξερες;

Αγλαοφών: Όχι βέβαια. Εκείνοι με οδήγησαν εκεί...

Καικιλία: Ποιοι;

Αγλαοφών: Οι υπάλληλοι ντε. Όταν είδα τον Απελλή... κουρασμένο και μαζεμένο πάνω στο σκαμνί, δεν ήξερα τι να υποθέσω. Όταν με είδε αυτός, με κοίταξε με ένα άγριο βλέμμα. Κάτι είπε, μα δεν άκουσα...

Καικιλία: Αχ, Απελλή!

Αγλαοφών: Τότε κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά... Όμως δεν μπορούσα να εξηγήσω τι συμβαίνει. Μας τραβούσε και η κάμερα... Ένιωθα τα χέρια μου δεμένα. Περίμενα να τελειώσει το όλο σκηνικό και έπειτα θα μάθαινα περισσότερα... Όμως μετά το διαγωνισμό, μας οδήγησαν σε χωριστά δωμάτια και μετά έρχονταν διάφοροι να μου δώσουν συγχαρητήρια... γιατί λέει, μεγαλούργησα... Άρχισαν να με αποκαλούν Απελλή. Κανείς δεν μου εξηγούσε το γιατί.

Καικιλία: Ο Απελλής δεν είπε τίποτα; Δεν έκανε τίποτα;

Αγλαοφών: Τον άκουσα να φωνάζει. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. 

Καικιλία: Πού τον πήγαν; Τι του έκαναν;

Αγλαοφών: Σου είπα, μας χώρισαν μετά τον διαγωνισμό. Δεν ξέρω. Μα να μπερδέψουν εμένα με τον Απελλή;

Καικιλία: Δεν έγινε κανένα μπέρδεμα! Ήταν στημένο το παιχνίδι! Πρόκειται για φιάσκο!

Αγλαοφών: Εγώ σκέφτομαι μήπως ήταν τόσο βέβαιοι για το αποτέλεσμα, που δεν μπορούσαν να δουν ότι έκαναν λάθος. Για φαντάσου να...

Καικιλία: Τι λες; Έγινε επίτηδες! Είναι προφανές ότι έγινε επίτηδες.

Αγλαοφών: Γιατί;  Τι έκανε; Ο Απελλής  είναι πασίγνωστος ζωγράφος! Είναι απίθανο να...

Καικιλία: Φταίω εγώ! Ερχόταν να δει εμένα, μια ξένη! Τον παρακολουθούσαν...

Αγλαοφών: Για μια στιγμή! Αυτό που λες δεν είναι καθόλου σίγουρο! Όταν κάτι ενοχλεί το σύστημα, προειδοποιούν πρώτα και εφόσον δεν δουν συμμόρφωση, αναλαμβάνει η δικαιοσύνη. Έτσι γίνεται πάντα, δεν μπορεί τώρα να συμπεριφέρονται αλλιώς...

Καικιλία: Πες μου τώρα ότι πιστεύεις αυτό που λες;

Αγλαοφών: Το... το πιστεύω... (χωρίς σιγουριά) Έτσι είχε συμβεί σε εμένα...

Καικιλία: Τι εννοείς;

Αγλαοφών: Εγώ που με βλέπεις έχω κάνει φυλακή.

Καικιλία: Έχεις κάνει φυλακή; (μένει)

Αγλαοφών: Ναι. Δεν στο είχα πει; Δεν ήμουν πάντα Πλήβειος. Κάποτε έμενα και εγώ στην Υπατεία...

Καικιλία: Πώς;

Αγλαοφών: Ναρκωτικά. Με έβαλαν στην φυλακή...

Καικιλία: Ναρκωτικά;

Αγλαοφών: Χρήστης. Πρώην χρήστης.

Καικιλία: Και σε έβαλαν μέσα για χρήση;

Αγλαοφών: Φυσικά! Θεέ μου! Πόσες φορές είχα ακούσει από τον φύλακα, πρωί- βράδυ το ίδιο τροπάρι: «Δεν νοείτε να ζητά κανείς καταφυγή σε ουσίες. Δεν νοείτε να ζητά κανείς να ξεφύγει από την πραγματικότητά μας σε αυτήν την πόλη! Να αναζητά άλλους κόσμους...». Κι εγώ έλεγα «Ακόμα και τα παραμύθια θα έπρεπε να έχουν απαγορευτεί!» τότε ήταν περίπου που μου έδενε το στόμα...

Καικιλία: Μα γιατί; Γιατί έφτασες να αποζητήσεις κάτι τέτοιο;

Αγλαοφών: Κανείς δεν μπορεί να με καταλάβει...

Καικιλία: Αγλαοφών. Πες μου, σε παρακαλώ!

Αγλαοφών: Ζωγράφος, όπως αυτός. Ήθελα να γίνω ζωγράφος!

Καικιλία: Ωραία! Και γιατί δεν έγινες; Δεν ήσουν καλός;

Αγλαοφών: Στο σχολείο είχα διακριθεί. Είχα λάβει βραβείο καλύτερης σύλληψης έργου. Ήθελα πολύ να συνεχίσω… Εκείνος ήθελε να γίνω υπάλληλος!

Καικιλία: Εκείνος;

Αγλαοφών: Ο πατέρας. Υπάλληλος όπως εκείνος! «Θα έχεις τα πάντα! Εύκολα!» έλεγε και ξανά ‘λεγε. «Θέλω να γίνω ζωγράφος!» έλεγα εγώ. Αντιδρούσε λες και του έλεγα πως θέλω να γίνω τραπεζίτης...

Καικιλία: Τραπεζίτης;

Αγλαοφών: Υπήρχαν παλιά, όταν είχαμε ακόμα χρήματα. Οι τράπεζες ήταν...

Καικιλία: Ξέρω τι ήταν... Πες, τελικά τι έγινε;

Αγλαοφών: Α, συγγνώμη... Με απείλησε ότι θα με διαγράψει από το σύστημα!

Καικιλία: Διαγραφή από το σύστημα; Πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο;

Αγλαόφων: Ο πατέρας μπορούσε.

Καικιλία: Μπορούσε; Έτσι απλά; Αποκλείεται! Σε γέλασε!

Αγλαοφών: Με γέλασε, δεν με γέλασε… έγινα υπάλληλος.

Καικιλία: Και; Θα ζωγράφιζες τις ώρες που δεν είχες δουλειά φαντάζομαι...

Αγλαοφών: Το αίμα που κυλούσε στις φλέβες μου έβραζε! Περνούσε το βράδυ και εγώ έπρεπε να αφήσω τα πινέλα μου για να πάω στην δουλειά. Κουρασμένος. Άυπνος. Κοιμόμουν ολόρθος. Έγινε συνέλευση. Με προειδοποίησαν. Προσπάθησα να συμμορφωθώ. Όμως έγινε και δεύτερο κρούσμα νύστας στο γραφείο.

Καικιλία: Κρούσμα νύστας;

Αγλαοφών: Έκλειναν τα βλέφαρά μου και χασμουρήθηκα και δυο φορές... Ακολούθησε δεύτερη και τελευταία προειδοποίηση. Το πήρα απόφαση. Έβαλα σε ένα δωμάτιο το καβαλέτο, τους καμβάδες, τα πινέλα, τα χρώματα τα περιέλουσα βενζίνη και τους έβαλα φωτιά... Φωτιά! Έγινα υπάλληλος. Ένας σωστός υπάλληλος! Μόνο που... χρειαζόμουν ναρκωτικά τα βράδια για να ξεχνιέμαι. Να ξεχνιέμαι και να κοιμάμαι... Το καλό φαγητό της Υπατείας ήταν αρκετό αντάλλαγμα για κάποιους λαθρέμπορους...

Καικιλία: Αγλαοφών...

Αγλαοφών: Η καταδίκη ήταν άμεση, την ημέρα που πήγα μαστουρωμένος στο γραφείο. Ο γιος του μπήκε φυλακή. Θα χάρηκε ο μπαμπάς…

Καικιλία: Ω, Αγλαοφών! Δεν ξέρω τι να πω...

Αγλαοφών: Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα. Για τον Απελλή τι θα κάνουμε;

Καικιλία: Θα υποκριθούμε πως όλα κυλούν κανονικά. Μια χαρά... Πρέπει να μάθουμε ποιος θέλει εσένα στην θέση του Απελλή και εκείνον στην φυλακή και γιατί.

Αγλαοφών: Δεν έχεις άδικο...

Καικιλία: Κι όλον αυτόν τον καιρό ο Απελλής θα είναι στην φυλακή; Θα έχει κρύο; Ζέστη; Θα είναι αρκετό το φαγητό; Θα νιώθει μοναξιά;

Αγλαοφών: Θα αντέξει μην στεναχωριέσαι! Δεν είναι τόσο φρικτά. Έχω κάνει φυλακή και ξέρω. Θα βρούμε ποιος έφταιξε και θα ξαναπάρω την θέση μου. Στο υπόσχομαι, Καικιλία! Σε ευχαριστώ που με άκουσες! Είσαι η πρώτη μέχρι τώρα. Το εκτιμώ αυτό.

Καικιλία: Ω, Αγλαοφών εγώ σε ευχαριστώ πολύ!

Αγλαοφών: Χαίρομαι να σε βλέπω με τόση ζωντάνια. Επιτέλους!

Σκηνή 5

Ο Αγλαοφών είναι ντυμένος με τα ρούχα του Απελλή, μπαίνει σε βραδινό κέντρο διασκέδασης. Μουσική. Χορός. Πλησιάζει την υπάλληλο Τιτή.

Τιτή: Ωωω! Καλώς τον! Θα πιούμε;

Αγλαοφών: Τιμή μου να συναντώ την άξια υπάλληλο του συστήματος μας. Στην υγειά σου θα πιω. Τι θα πιούμε;

Τιτή: Αχ, τι γλυκός! Δεν μου επιτρέπεται να πιω άλλο αλκοόλ. Έχω πιει ήδη δυο ποτήρια βότκα.

Αγλαοφών: Δυο; Μα πώς;

Τιτή: Ήταν σε κρασοπότηρα...

Αγλαοφών: Α, έτσι! Λέω και εγώ, γίνονται διακρίσεις στο αλκοόλ ανάμεσα σε πολίτες και υπαλλήλους;

Τιτή: Εγώ το ζητάω έτσι. Δεν έχει πλάκα;

Αγλαοφών: Αν έτσι νομίζεις...

Τιτή: Ανάμικτο χυμό, πες στο γκαρσόν.

Αγαλοφών: Για εσένα. Εγώ δικαιούμαι ένα ποτήρι ουίσκι. Δεν ήπια σήμερα αλκοόλ. Και μου έχει λείψει τόσο!

Τιτή: Νομίζεις πως θα σε κοιτάω να πίνεις ουίσκι, ενώ εγώ θα πίνω χυμό;

Αγλαοφών: Μα δικαιούμαι για σήμερα... (Τιτή τον κοιτά επιβλητικά) Ε; Εντάξει. (στο γκαρσόν) Δυο Ανάμεικτους χυμούς, παρακαλώ.

Τιτή: Ω, τι ευγενικός! Όμως δεν μου είπες, πώς από εδώ; ...Απελλή! Έχουμε καιρό να σε δούμε σε τέτοια μέρη.

Αγλαοφών: Απελλή;

Τιτή: Απελλή, ναι. Τι "κύριε Απελλή" να σε λέω; Όχι, όχι! Απελλή.

Αγλαοφών: Μα δεν είμαι...

Τιτή: (κλείνει το μάτι) Απελλή ή "κύριε Απελλή" να σε λέω;

Αγλαοφών: Απελλή. Σκέτο.

Τιτή: Θαυμάσια! Θα κάνεις και εσύ το ίδιο, ε;

Αγλαοφών: Μάλιστα κυρία, ε... Μάλιστα Τιτή. Σκέτο Τιτή.

Τιτή: (Γελάει) Απελλή μου! Είσαι γλύκας!

Αγλαοφών: Γλύκας; Εγώ;

Τιτή: Μα, ναι! Σιρόπι και γλυκό του κουταλιού!

Αγλαοφών: Δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα. Εγώ λέω να πηγαίνω...

Τιτή: Μα τώρα ήρθες... Δεν μας έφεραν ακόμα τους χυμούς.

Αγλαοφών: Εμένα αυτό μου αρκούσε. Εκείνο για το οποίο ήρθα...

Τιτή: Μα δεν μου είπες. Βολεύτηκες;

Αγλαοφών: Αν βολεύτηκα; Πού;

Τιτή: Στην Υπατεία.

Αγλαοφών: Α, δεν βαριέσαι;

Τιτή: Τι;

Αγλαοφών: Έχω  συνηθίσει...

Τιτή: Φυσικά! Ζωγραφίζεις; Ωραία ζωή ε;

Αγλαοφών: Ε, συνηθισμένη...

Τιτή: Όμως, ξέρεις...

Αγλαοφών: Τι;

Τιτή: Θα μπορούσαμε να  κάνουμε πιο πολλή παρέα εμείς οι δυο.

Αγλαοφών: Εμείς οι δυο; Εγώ λέω να πηγαίνω...

Τιτή: Θα μπορούσαμε να πάμε στην εξοχή!

Αγλαοφών: Ποιοι;

Τιτή: Ποιοι λέει... Εμείς οι δύο!

Αγλαοφών: Οι δυό μας; Η ώρα πέρασε...

Τιτή: Θα είναι τέλεια!

Αγλαοφών: Καλά. Πώς; Ναι. Πότε; Για πότε λέμε;

Τιτή: Την Κυριακή. Ολοήμερη εκδρομή!

Αγλαοφών: Μα... Πώς; Λέω να...

Τιτή: Με όχημα προς την εξοχή. Άκου πώς.

Αγλαοφών: Πώς;

Τιτή: Είσαι ο Απελλής Πανσέληνος! Έχεις κάθε δικαίωμα να χρησιμοποιήσεις τα οχήματα προς την εξοχή. Μην το ξεχνάς!

Αγλαοφών: Είναι που... Είναι... Φοβάμαι την οδήγηση. Ναι, αυτό είναι!

Τιτή: Τι λές τώρα;

Αγλαοφών: Τι;

Τιτή: Επιτέλους! Βρήκα ένα ελάττωμα στον Απελλή Πανσέληνο! Λένε πως γνωρίζεις κάποιον, αφού δεις τουλάχιστον ένα ελάττωμα του. Επιτέλους αρχίζω να σε γνωρίζω, Απελλή μου!

Αγλαοφών: Ω, ναι. Δεν μπορώ να το κρύβω άλλο. Φοβάμαι την οδήγηση.

Τιτή: Δεν πειράζει, καλέ μου. Θα οδηγήσω εγώ.

Αγλαοφών: Ε... ξέρεις, ήθελα να πω... ξέρεις... Στην εξοχή είπες;

Τιτή: Στην εξοχή, γλυκούλη μου.

Αγλαοφών: Δεν θυμάμαι να έχω πάει στην εξοχή!

Τιτή: Γιατί; Αλλεργικός είσαι; Τότε να πάμε στην θάλασσα.

Αγλαοφών: Στην θάλασσα; Είχα πάει πριν πολλά χρόνια... Αχ, πόσο θα ήθελα...

Τιτή: Αφού είσαι αλλεργικός στην εξοχή, πάμε στην θάλασσα!

Αγλαοφών: Μα δεν είμαι αλλεργικός...

Τιτή: Τότε... τότε να πάμε στην εξοχή.

Αγλαοφών: Μα θέλω να πάω στην θάλασσα...

Τιτή: Τότε να πάμε και στην εξοχή και στην θάλασσα. Κυριακή θα είναι. Θα έχουμε όλη την μέρα δικιά μας!

Αγλαοφών: Δεν... Δεν μπορώ... Όχι, μπορώ.... Όχι, δεν μπορώ. Δεν μπορώ!

Τιτή: Τι; Τι είναι πάλι, γλυκάκι μου;

Αγλαοφών: Γλυκάκι; Φοβάμαι πως... φοβάμαι.

Τιτή: Τι φοβάσαι, κουραμπιεδούλη μου;

Αγλαοφών: Φοβάμαι πως... φοβάμαι την οδήγηση γενικά. Όποιος κι αν την κάνει. Εγώ, εσύ, οποιοσδήποτε... Ναι. Ναι, αυτό φοβάμαι την οδήγηση... Τα οχήματα...

Τιτή: Ω, Απελλή! Απελλή μου! Μην κάνεις σαν μικρό παιδί. Αν και είσαι τόσο γλυκό μικρό παιδί. Θα πάμε. Το ξέρω. Δεν χρειάζεται κόπος να σε πείσω.

Αγλαοφών: Τιτή...

Τιτή: Είδες; Δεν με είπες "κυρία Τιτή". Είμαστε σε καλό δρόμο... Για την ώρα, πάμε να χορέψουμε; Έλα, Απελλή μου, μεγάλε μου ζωγράφε!

Αγαοφών: Εγώ λέω να πηγαίν...

Του δίνει φιλί. Πάνε να χορέψουν.

Σκηνή 6

Ο Αγλαοφών προσεγμένος και κοκεταρισμένος επισκέπτεται το δωμάτιο της Καικιλίας.

Καικιλία: Ω, Αγλαοφών! Γούτσου, γούτσου... (Του χαϊδεύει τα μαλλιά. Αυτός παίρνει το χέρι της απ’ τα μαλλιά του)

Αγλαοφών: Ο Απελλής είμαι!

Καικιλία: Αγλαοφών... Έλα... να ψι ψι... να ψιι ψιι.. Έλα Αγλαοφών... (λες και απευθύνεται σε  γατάκι)

Αγλαοφών: Καικιλία...

Καικιλία: Έλα. Πάρε το κουβάρι να παίξεις...

Αγλαοφών: Καικιλία!

Καικιλία: Για δες. Μιλάει. Άχου μωρέ, τι γλυκό! (χαϊδεύει μάγουλο και κάτω από το πιγούνι του. Αυτός πιάνει το χέρι της και το ρίχνει)

Αγλαοφών: Καικιλία! Θα μ’ ακούσεις;

Καικιλία: Καλά. Καλά. Μην γρατζουνάς.

Αγλαοφών: Γιατί το κάνεις αυτό;

Καικιλία: Τι κάνω; Βλέπω ποιος ακριβώς είσαι;

Αγλαοφών: Είμαι ο Απελλής... Είμαι...

Καικιλία: Είσαι το γατάκι της!

Αγλαοφών: Δεν... δεν είναι αλήθεια αυτό...

Καικιλία: Νιάου...δεν... δεν είναι αλήθεια... νιαου αυτό...

Αγλαοφών: Δεν είμαι γατάκι!

Καικιλία: Είσαι!

Αγλαοφών: Δεν είμαι!

Καικιλία: Είσαι!

Αγλαοφών: Είμαι απλά ένα κουνέλι... Έγινα κουνέλι. Την κουνελοκοινωνία μου μέσα!

Καικιλία: Τουλάχιστον συμφωνούμε στο ότι δεν είσαι πιά άνθρωπος.

Αγλαοφών: Συμφωνούμε.

Καικιλία: Βλέπω δεν έχεις εξολοκλήρου απαρνηθεί την διάνοια σου...

Αγλαοφών: Όχι δεν. Ξέρω. Αναγνωρίζω. Είμαι λάθος.

Καικιλία: Ώστε το παραδέχεσαι...

Αγλαοφών: Το ξέρω.

Καικιλία: Παρόλο αυτά...

Αγλαοφών: Παρόλο αυτά εξακολουθεί να έχει γούστο αυτή η ζωή!

Καικιλία: Τότε τι θέλεις εδώ; Να θυμηθείς τα παλιά;

Αγλαοφών: Τώρα πια είμαι ο Απελλής! Θέλω ό,τι ήθελε ο Απελλής...

Καικιλία: Εμένα!

Αγλαοφών: Σπίρτο είσαι! Εσένα θέλω!

Καικιλία: Και η Τιτή.

Αγλαοφών: Ωχ, μην μου την θυμίζεις τώρα... Έχει γίνει πολλή κουραστική... «Απελλή, πάμε στις ντουλάπες της Υπατείας, θέλω άλλο μαγιό τελικά. Απελλή, να φορέσω το κόκκινο ή το κίτρινο φουλάρι; Απελλή μ’ ακούς; Απελλή! Έχω την υπόνοια πως με αγνοείς...»

Καικιλία: Αυτό ήταν; Την βαρέθηκες κιόλας;

Αγλαοφών: Έλα μαζί μου και δεν θα χάσεις!

Καικιλία: Τρελάθηκες, Αγλαοφών; Νομίζεις πως εγώ μπορώ να υποδύομαι πως είσαι ένας άλλος;

Αγλαοφών: Δεν ξέρεις τι καλά που είναι! Δεν έχεις ζήσει τέτοια ζωή σου λέω!

Καικιλία: Δεν με νοιάζει!

Αγλαοφών: Μπορώ να κυκλοφορώ ελεύθερος στην πόλη. Κανείς δεν με κοιτάει περίεργα.

Καικιλία: Δεν με νοιάζει!

Αγλαοφών: Δεν δοκίμασες τα φαγητά τους! Νοστιμιά... Συνταγές μαγειρικής σπεσιάλε. Σου λέω, άλλο πράγμα! Από την σαλάτα τους, τα φρούτα τους, μέχρι τα γλυκά.

Καικιλία: Αρκετά Αγλαοφών! Δεν θα με πείσεις ποτέ. Κατάλαβε το.

Αγλαοφών: Το ντύσιμο μου. Πώς το βρίσκεις; Ωραίο, ε; Μου πάει! Δεν μου πάει;

Καικιλία: Δεν αναγνωρίζω τον σκλάβο μέσα σ’ αυτό! Καμία σχέση με τον Αγλαοφών που ήξερα.

Αγλαοφών: Δεν έχεις ξαπλώσει σε στρώμα μαλακό. Δεν έχεις εικοσιπέντε πουπουλένια μαξιλάρια...

Καικιλία: Δεν με νοιάζει, Αγλαοφών!

Αγλαοφών: Ζεστό σπίτι! Σπίτι όλο δικό σου! Με δωμάτια, με κουζίνα, με προσωπική τουαλέτα...

Καικιλία: Κι όμως! Έχω ζήσει έτσι Αγλαοφών! Ξέρω!

Αγλαοφών: Πώς; Ξέρεις;

Καικιλία: Δεν ξέρεις τι έχω ζήσει πριν από... (σταματά)

Αγλαοφών: Πριν έρθεις εδώ;

Κακιλία: Πριν από τον... (κλαίει, δεν μπορεί να μιλήσει)

Αγλαοφών: Τι έπαθες; Καικιλία... Καικιλία... Απίστευτο! Εντάξει. Καικιλία. Ηρέμησε, μην κλαις άλλο... (άγρια) Ε, σταμάτα πια! Θέλω να μιλήσουμε!

Η Καικιλία τον χαστουκίζει.

Καικιλία: Φύγε! Φύγε αμέσως! Δεν θέλω να σε ξαναδώ στα μάτια μου!

Αγλαοφών: Καικιλία. Καικιλία ηρέμησε! Καικ...

Καικιλία: Αν σου παρέμεινε έστω μια στάλα ανθρωπιάς, φύγε!

Αγλαοφών: Καικιλία...

Καικιλία: Κάν’ το! Γιατί κάποτε άκουσα την ιστορία σου και συμμερίστηκα τον πόνο σου... Δεν έχω καμιά διάθεση να σε μισήσω. Άφησε με!

Αγλαοφών ηρεμεί, με σκυμμένο το κεφάλι φεύγει. Ξανάρχεται.

Αγλαοφών: Ένιωθα τύψεις... Ο Απελλής στην φυλακή και εγώ έξω στην θέση του! Ήθελα ένα συνένοχο. Εσένα... Δεν μπορώ να συνεχίσω! Θα πάω. Θα τον βρω. Θα κάτσω εγώ στην φυλακή αντί για αυτόν. Ο Αγλαοφών δεν είναι φυλακή; Ε, εγώ είμαι ο Αγλαοφών! Πάω!  Θα αλλάξουμε και σύντομα θα βρίσκεται στην αγκαλιά σου! Μόνο να εύχεσαι να μου χορηγήσουν την άδεια για να τον επισκεφτώ στην φυλακή...

Σκηνή 7

Ο Αγλαοφών πάει στα γραφεία για να ζητήσει άδεια να επισκεφτεί τον Απελλή στην φυλακή. Εκεί εξυπηρετεί ο υπάλληλος.

Υπάλληλος: Κύριε Απελλή, εσύ εδώ;

Αγλαοφών: Αλήθεια, σου μοιάζω για τον Απελλή;

Υπάλληλος: (μένει λίγο άλαλος. Έρχεται σε αντίθεση αυτό που βλέπουν τα μάτια του κι αυτό που πιστεύει) Εσύ είσαι. Απελλή. Εσύ δεν είσαι;

Αγλαοφών: Εσένα σαν ποιο σου μοιάζω;

Υπάλληλος: Με τον... (δεν συνεχίζει)

Αγλαοφών: Τον Αγλαοφών! Τον γνωστό ήδη από τα χρόνια τα παλιά. Συνάδελφος κάποτε. Κρατούμενος στην συνέχεια. Είχαμε έρθει πολλές φορές πρόσωπο με πρόσωπο. Δεν το αναγνωρίζεις;

Υπάλληλος: Όμως στον διαγωνισμό...

Αγλαοφών: Ναι. Τι έγινε στον διαγωνισμό;

Υπάλληλος: Το έργο σου...

Αγλαοφών: Είδες τίποτα στο έργο μου; Γιατί εγώ δεν είδα.

Υπάλληλος: Οι υπάλληλοι ξέραμε...

Αγλαοφών: Τι ξέρατε;

Υπάλληλος: Ξέραμε ότι ο Αγλαοφών θέλησε να πάρει την θέση του Απελλή. Τον ξεγέλασε και αντάλλαξαν ρούχα...

Αγλαοφών: Πώς τον ξεγέλασε ακριβώς; Του είπε «δεν ανταλλάζουμε ρούχα; Έτσι για πλάκα» κι εκείνος δέχθηκε;

Υπάλληλος: Όχι βέβαια!

Αγλαοφών: Τότε πώς;

Υπάλληλος: (δεν βρίσκει τι να πει) Εεε... Δεν ξέρω! Όμως ξέραμε ότι ανταλλάξατε ρούχα! Σας είδαμε!

Αγλαοφών: Ποιος σας έστειλε να μας βρείτε;

Υπάλληλος: Δεν μου επιτρέπεται να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση.

Αγλαοφών: Καταλαβαίνεις ότι σας εξαπάτησε;

Υπάλληλος: Όχι! Είναι πιθανό να έκανε λάθος. Όμως εσείς γιατί ανταλλάξατε ρούχα, αν όχι για να γίνεις εσύ Απελλής;

Αγλαοφών: Πράγμα που το κατάφερα. Α, ξέχασα να σας ευχαριστήσω για την βοήθεια. Υπήρξε αξιόλογη!

Υπάλληλος: Τι λες;

Αγλαοφών: Λοιπόν, δεν ήθελα εγώ να γίνω Απελλής! Αν ήθελα, δεν θα είχα έρθει εδώ. Δεν θα υποστήριζα πως είμαι ο Αγλαοφών.

Υπάλληλος: Λογικό μου φαίνεται.

Αγλαοφών: Ωραία. Αρχίζουμε να καταλαβαινόμαστε. Υπάρχει μήπως κάποιος άλλος που να ήθελε εμένα Απελλή και τον Απελλή φυλακισμένο;

Υπάλληλος: Δεν μπορώ να φανταστώ... Μα για μια στιγμή... εσύ δεν έβγαινες με την Τιτή μετά την φυλάκιση του πραγματικού, όπως λες, Απελλή;

Αγλαοφών: Όχι. Δεν ήμουν εγώ.

Υπάλληλος: Αγλαοφών! Θα με τρελάνεις; Ο κόσμος είχε βουίξει για την σχέση σας. Όλα τα κανάλια...

Αγλαοφών: (ψιλογελάει) Αν ανατρέξεις, κύριε υπάλληλε, στο σύστημα, θα δεις ότι όχι, ποτέ δεν έγινε χορηγία άδειας στο πεδίο του έρωτα για τον Απελλή και την Τιτή... Οπότε... δεν υπήρξε σχέση...

Υπάλληλος:  Κόψε τις ειρωνείες! Εξήγησε μου, τι έγινε. Αμέσως!

Αγλαοφών: Θα εξηγήσω. Ελπίζω μόνο να να το αντέξεις.

Υπάλληλος: Ακούω.

Αγλαοφών: Ο Απελλής ερωτεύτηκε μια προσφυγοπούλα. Πήγαινε λοιπόν στις εστίες για να την προσεγγίσει. Όμως η Τιτή τον είχε βάλει στο μάτι.

Υπάλληλος: Τι λες; Πώς μπορείς να μιλάς έτσι για μια υπάλληλο; Αυτό είναι...

Αγλαοφών: Ηρέμησε, κύριε υπάλληλε, δεν την είπα και καμπούρα.

Υπάλληλος: Μα είναι δυνατόν να πιστεύεις ότι...

Αγλαοφών: Η Τιτή δεν είναι εκείνη που σας έβαλε να μας παρακολουθήσετε;

Υπάλληλος: Δεν μου επιτρέπεται να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση.

Αγλαοφών: Μην μου απαντήσεις! Όμως ξέρεις, εκείνη ήταν!

Υπάλληλος: Δηλαδή κατηγορείς την κυρία Τιτή... Α, κυρία Τιτή θα την λες, τι Τιτή; Γνωρίζεστε κι από χθες;

Αγλαοφών: Σαν Απελλής, ναι. Σαν Αγλαοφών, όχι...

Υπάλληλος: Έβγαινε μαζί σου σαν Απελλής... Το παραδέχεσαι.

Αγλαοφών: Ναι. Μήπως εκείνη δεν ήξερε το πρόσωπο του Αγλαοφών και του Απελλή; Μπερδεύτηκε και εκείνη;

Υπάλληλος: Η Τιτή;

Αγλαοφών: Ναι, η Τιτή. Η κυρία Τιτή ήθελα να πω. Εκείνη που σας έβαλε να μας παρακολουθήσετε.

Υπάλληλος: Δεν είναι δυνατόν! Μα γιατί να θέλει αυτήν την αλλαγή;

Αγλαοφών: Αυτό που ενδιαφέρει την κυρία Τιτή είναι η αποδοτικότητά της. Δεν μπορεί η κυρία Τιτή να βγει με όποιον κι όποιον. Η φήμη της πρέπει να αυξάνεται εκθετικά. Ο Απελλής λοιπόν...

Υπάλληλος: Παρακαλώ, μιλά χωρίς ειρωνεία για την κυρία Τιτή...

Αγλαοφών: Με συγχωρείς. Παρασύρομαι... Ο Απελλής, τέλος πάντων, έχει πολλή υψηλή αποδοτικότητα. Τι άλλο να θέλει μια κυρία Τιτή... Με συγχωρείτε «τι άλλο να θέλει η κυρία Τιτή» ήθελα να πω...

Υπάλληλος: Υποστηρίζεις ότι...

Αγλαοφών: Ακριβώς αυτό! Ο Απελλής όμως δεν την ήθελε... Για αυτό έβγαινε μαζί μου και καυχιόταν πως ήταν με έναν Απελλή!

Υπάλληλος: Ωχ, Θεέ μου! Θεέ μου!

Αγλαοφών: Ο Θεός σου είναι ηλεκτρονικός και λέγεται σύστημα. Κάντε αίτηση χορήγησης μετανοίας. Φυλακίσατε έναν αθώο. Την καρτούλα σου, παρακαλώ... πόσο τοις εκατό να χορηγήσω; (ο υπάλληλος δεν αντιδρά, ο Αγλαοφών τον λυπάται) Με συγχωρείς, πάλι ειρωνεύτηκα...

Υπάλληλος: Οπότε τι θέλεις, να γίνει τώρα;

Αγλαοφών: Κοίταξε, εγώ εδώ ήρθα για να μου χορηγήσεις άδεια να επισκεφτώ τον Απελλή στην φυλακή... Δεν είχα σκοπό να κάνω όλη αυτήν την κουβέντα...

Υπάλληλος: Ωραία, λοιπόν, ρωτάω και πάλι, τι θες να γίνει τώρα;

Αγλαοφών: Μα είναι απλό. Να αποκατασταθούν τα πράγματα. Ο Απελλής να γίνει Απελλής και ο Αγλαοφών, Αγλαοφών. Εγώ, δηλαδή, εγώ.

Υπάλληλος: Δηλαδή θα μπεις εσύ στην φυλακή;

Αγλαοφών: Κρίνεις ότι πρέπει να μπω για κάποιον λόγο στην φυλακή;

Υπάλληλος: Ένας από τους δυο είναι στην φυλακή, ένας από τους δυο θα πρέπει να κάτσει στην φυλακή...

Αγλαοφών: Μα γιατί;

Υπάλληλος: Δεν μπορώ να σας ελευθερώσω! Δεν το καταλαβαίνεις;

Αγλαοφών: Ε, ναι, ποιος ρισκάρει την αποδοτικότητά του σε μέρες κρίσης, η φήμη είναι το παν!

Υπάλληλος: Την θέση μου την κρατάω λόγω αρχαιότητας... Οι υπόλοιποι υπάλληλοι δεν με συμπαθούν. Κοιτάνε πώς και πώς να βρουν ευκαιρία να με διώξουν...

Αγλαοφών: Μα είναι στην φυλακή άδικα ένας άνδρας. Πού; Στην πόλη της δικαιοσύνης. Δεν θα κάνεις τίποτα για αυτό;

Υπάλληλος: Ο Απελλής Πανσέληνος έχει πολλή υψηλή αποδοτικότητα. Προτείνω να μπεις εσύ στην φυλακή, να βγει αυτός και έπειτα για αυτόν θα είναι παιχνιδάκι να βγάλει από εκεί τον φίλο του...

Αγλαοφών: Κατάλαβα. Από προθυμία για βοήθεια, άλλο τίποτα. Εντάξει, λοιπόν, χορήγησε μου την άδεια επίσκεψης. Θα τα κανονίσουμε εμείς τα υπόλοιπα.

Υπάλληλος: Μισό λεπτό να δω το πρόγραμμα μας... (το συμβουλεύεται) Μην πας αύριο. Αύριο έχει βάρδια η Τιτή εκεί. 

Αγλαοφών: Θα πάω σήμερα. Ευχαριστώ.

Υπάλληλος: Να θυμάσαι ότι σε βοήθησα. Ε;

Αγλαοφών: Θα το θυμάμαι.

Υπάλληλος: Δεν θα μου κάνετε κακό. Ε;

Αγλαοφών: Σου δίνω τον λόγο μου. Λοιπόν, άντε χορήγησε την άδεια.

Ακολουθεί σκηνή χωρίς λόγια. Ο Αγλαοφών μπαίνει στο κελί του Απελλή. Ο Απελλής σηκώνεται τον αγκαλιάζει. Ο Αγλαοφών του εξηγεί τι έχει συμβεί, του ζητά συγγνώμη, αλλάζουν ρούχα, αποχαιρετιούνται, φεύγει ο Απελλής.

Σκηνή 8

Ο Απελλής, αφού βγήκε από την φυλακή, πήγε στο δωμάτιο της Καικιλίας. Είναι ταλαιπωρημένος και ανήσυχος. Η Καικιλία τρέχει να τον αγκαλιάσει (είναι με τα ρούχα του). Ο Απελλής είναι απόμακρος και πολύ σκεφτικός.

Καικιλία: Απελλή μου, γύρισες!

Απελλής: Πώς μπόρεσαν να μου το κάνουν αυτό;

Καικιλία: Τι σου έκαναν;

Απελλής: Κανείς δεν ερεύνησε. Ήταν δίκαιη η φυλάκιση μου; Κι ο Αγλαοφών να ήμουν, ήταν δίκαιη η φυλάκισή μου; Γιατί; Με έβαλαν μέσα χωρίς κατηγορία! Δεν το πιστεύω! Δεν μπορώ να το πιστέψω!

Καικιλία: Αγαπημένε μου!

Απελλής: Μες στην φυλακή ένιωσα τόση θλίψη! Κι όχι δεν ήταν οι άσχημες συνθήκες, ήταν κάτι πολύ περισσότερο... Ο κόσμος μου κατέρρευσε! Ένιωσα ξεγελασμένος. Ηλίθιος! Πόσο απέχει ό,τι έχει σχηματιστεί στο μυαλό μας από την πραγματικότητα; Ήμουν τόσο... βέβαιος για αυτή την πολιτεία... Ήμουν τόσο σίγουρος... Αισθάνθηκα... πώς να το πω; ...προδομένος. Έζησα, γαλουχήθηκα μέσα σε ένα ψέμα. Υπερασπίστηκα εγώ ο ίδιος το ψέμα...

Καικιλία: Σσσ... σώπασε, τώρα είσαι εδώ, Στην αγκαλιά μου.

Απελλής: Δεν ξέρω... Δεν μπορώ να ηρεμήσω. Ο χρόνος στην φυλακή ήταν ατελείωτος. Ώρες-ώρες μου ερχόταν να πάρω φόρα και να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο...

Καικιλία:  Κι εσύ;

Απελλής: Γιατί το λες έτσι;

Καικιλία: Κι εγώ, εγκλωβισμένη στις εστίες χωρίς εσένα, ώρες-ώρες  μου ερχόταν να τρέξω ως στην στέγη και να... αφεθώ στην βαρύτητα...

Απελλής: Καικιλία! Δεν θα το έκανες αυτό! Για εμένα!

Καικιλία: Από τότε που σε γνώρισα.. Όσο ξέρω πως είσαι ζωντανός, όχι. Αν όμως... (σταματάει κλαίει) Τώρα νιώθω ενοχές...

Απελλής: Σσσς... σώπα, καλή μου...

Καικιλία: Έχω την χαρά να είσαι εδώ μαζί μου και νιώθω τύψεις, που έχασα την υπομονή μου... Άξιζε να σε περιμένω και το διπλό και τον τριπλό χρόνο... 

Απελλής: Είμαι εδώ! Σφίξε με στην αγκαλιά σου. (Τον αγκαλιάζει πιο πολύ με νοσταλγία, παρά με πάθος)

Καικιλία: Γλυκέ μου! Αδυνάτισες.

Απελλής: Ε, όχι και αδυνάτισα...

Καικιλία: Όμως τώρα θα έχεις όλο τον καιρό να παχύνεις ξανά. Τώρα είσαι εδώ!

Απελλής: Είμαι εδώ. Μαζί σου! Καικιλία...

Καικιλία: Απελλή, οφείλεις στους συνανθρώπους σου να τους πεις τι έγινε. Γιατί ό,τι σήμερα έγινε σε εσένα, αύριο θα γίνει σε άλλον.

Απελλής: Κανείς δεν θα με πιστέψει! Είμαι σίγουρος για αυτό.

Καικιλία: Εσένα; Τον Απελλή Πανσέληνο με υψηλότατη αποδοτικότητα. Γιατί δεν δοκιμάζεις;

Απελλής: Εμένα. (αυτοσαρκαστικά) Τον Απελλή Πασέληνο με την υψηλή αποδοτικότητα...

Καικιλία: Έλα τώρα, Απελλή.

Απελλής: Ότι οι υπάλληλοι με έκλεισαν χωρίς κατηγορία στην φυλακή; Ότι τους εξαπάτησαν για το ποιος είναι ο Απελλής και ποιος ο Αγλαοφών στον διαγωνισμό; Ποτέ δεν θα με πιστέψουν! Όλοι είναι πολύ σίγουροι για το σύστημα μας και τους υπηρέτες του. (πάει να μιλήσει η Καικιλία, αλλά την διακόπτει και συνεχίζει ο Απελλής) Ένας τρελός θα διαλαλούσε αυτό που πιστεύει, όμως θα έβαζε το σώμα του σε βαριά δοκιμασία; (το ίδιο, η Καικιλία πάει μιλήσει, δεν) Ο Αγλαοφών είναι μέσα άδικα και οφείλουμε να δικαιωθεί!

Καικιλία: Απελλή, τι σκέφτεσαι;

Απελλής: Ένας συγκρατούμενος μου είχε μιλήσει για ένα μέσο διαμαρτυρίας. Είναι όμως...

Καικιλία: Μη μου πεις ότι μιλάς για την απεργία πείνας.

Απελλής: Ναι. Ξέρεις τι είναι;

Καικιλία: Εγώ έρχομαι από τον υπόλοιπο κόσμο. Ξέρω. Όμως θα προτιμούσα...

Απελλής: Ο Αγλαοφών πήρε την θέση μου στην φυλακή! Πρέπει να κάνω απεργία πείνας.

Καικιλία: Μα δεν θα ‘ταν καλύτερα να...

Απελλής: Καικιλία, σε παρακαλώ, άφησε αυτήν την επιλογή σε εμένα.

Καικιλία: Όπως νομίζεις, Απελλή... Όμως πριν ξεκινήσεις έχε ένα καλό φαγοπότι...

Απελλής: Δεν έχει νόημα...

Καικιλία: Για εμένα. Σε παρακαλώ!

Απελλής: Καικιλία... Εντάξει...

Καικιλία: Όχι εδώ... Στην Υπατεία...

Απελλής: Εντάξει Καικιλία...

Σκηνή 9

Ο Απελλής πάει στα γραφεία για να κάνει αίτηση για απεργία πείνας. Για να τον εξυπηρετήσει βρίσκει την Τιτή.

Τιτή: Απελλή!

Απελλής: Ώστε με αναγνωρίζεις τώρα.

Τιτή: Όχι βέβαια! Πώς είσαι έτσι;

Απελλής: Πώς είμαι έξω. Μήπως αυτό είναι που θα ήθελες πραγματικά να ρωτήσεις;

Τιτή: Πώς τον άφησαν να σε επισκεφτεί, χωρίς να το πάρω χαμπάρι; Ανταλλάξατε ρούχα, παλιόμουτρα!

Απελλής: Ανταλλάξαμε ρούχα ή συγχρονίσαμε όνομα και ζωή με τον αντίστοιχο άνθρωπο; 

Τιτή: Τέλος πάντων! Τι θες εδώ;

Απελλής: Ήρθα να ζητήσω άδεια για να κάνω απεργία πείνας.

Τιτή: Ορίστε;

Απελλής: Αυτό που άκουσες. Απεργία πείνας για να απελευθερωθεί ο Αγλαοφών. Να το ξαναπώ;

Τιτή: Έχεις καταλάβει, κύριε Απελλή, τι θες να κάνεις;

Απελλής: Ναι, να ελευθερώσω ένα αθώο!

Τιτή: Κύριε Απελλή, λογικέψου. Ξέρω, αυτό που έγινε ήταν άδικο, όμως σκέψου, όπως εσύ δεν μπόρεσες να χωνέψεις ότι σου συμπεριφέρθηκαν έτσι, γιατί είχες την βεβαιότητα πως τέτοιες συμπεριφορές είναι ανύπαρκτες στην πόλη μας, έτσι ακριβώς θα νιώσουν και οι συμπολίτες σου. Είναι πιθανό να πιστέψουν όχι μόνο σε αυτά που θα τους πεις εσύ, αλλά και σε ένα σωρό συνωμοσίες που κυκλοφορούν. Και τι θα γίνει τότε; Θα βουλιάξουμε. Αυτό θα είναι η καταστροφή μας.

Απελλής: Χαίρομαι που είσαι εσύ που θα με εξυπηρετήσεις. Την άδεια, παρακαλώ.

Τιτή: Καλά δεν μ’ ακούς; Η απεργία πείνας είναι εξευτελισμός. Τόσο δικός σου όσο και του συστήματος μας! Στην ιστορία μας δεν έχει καταγραφεί τέτοια κίνηση.

Απελλής: Το ξέρω. Έχω άλλο μέσο; Πες μου.

Τιτή: Είναι φοβερό! Ο κόσμος θα τα χάσει! Ο Απελλής Πανσέληνος κάνει απεργία πείνας! Ο ζωγράφος μας! Ο καταξιωμένος υπηρέτης του συστήματος μας...

Απελλής: Προτείνω να τους εξηγήσεις εσύ το γιατί. Εσύ ξέρεις τι συνέβη...

Τιτή: Έχεις αναλογιστεί, τι θα γίνει, αν χάσουν την εμπιστοσύνη τους στο σύστημα; Διχασμός; Διαμάχες; Αστάθεια; Όχι, όχι! Δεν θέλω να το σκέφτομαι! Δεν σκέφτεσαι τους συμπολίτες σου. Θα τρομοκρατηθούν!

Απελλής: Ο τρομοκράτης είμαι εγώ; Με συλλάβατε, με γδύσατε, με αναγκάσατε να φορέσω άλλα ρούχα, με εκθέσατε στα μέσα μαζική ενημέρωσης. Μου αλλάξατε το όνομα και το παρελθόν και με βάλατε στην φυλακή... Εγώ είμαι ο τρομοκράτης!

Τιτή: Συναντούσες μια ξένη, χωρίς άδεια!

Απελλής: Μα κυρίως, δεν ήθελα μια υπάλληλο... Δεν έγινα συνεργός στις φιλοδοξίες της. Όμως σε ευχαριστώ... Σε ευχαριστώ γιατί μου άνοιξες τα μάτια. Το σύστημά μας είναι ένα μάτσο χάλια!

Τιτή: Σκασμός! (συνειδητοποιώντας ότι δεν έχει το πάνω χέρι) Σταμάτα...

Απελλής: Είναι εντυπωσιακό πως σου αρκούσε να είσαι με το όνομα του Απελλή Πανσέληνου, χωρίς το αντίστοιχο πρόσωπο! Δεν σε ένοιαζε πως ήσουν με ένα Πλήβειο. Τον είχες βαπτίσει Απελλή με υψηλή αποδοτικότητα!

Τιτή: Είσαι τρελός! Είσαι ένα τέρας!

Απελλής: Λοιπόν, θα το κάνω, θα την δημοσιεύσω την ιστορία μας. Είναι κρίμα να μην ξέρει ο κόσμος τέτοια ιστορία...

Τιτή: Ζήτα μου ό,τι θες!

Απελλής: Ω, τι γενναιοδωρία! Ευχαριστώ πολύ! Όμως έχουμε ελευθερία λόγου, ε; Πες μου, λοιπόν, τι προτιμάς; Μυθιστόρημα, ποίημα ή θεατρικό έργο;  

Τιτή: Είσαι ζωγράφος, κύριε Απελλή...

Απελλής: Πίνακα; Α, αυτό το έχει αναλάβει ο Αγλαοφών. Στο κελί, που τον έχετε,  ζωγραφίζει τοίχους που στενεύουν. Άμα βγει, θα φροντίσω να κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση...

Τιτή: Μα δεν είναι ζωγράφος...

Απελλής: Λοιπόν, το αποφάσισα! Θα γράψω θεατρικό έργο! Θα ανέβουμε στην σκηνή. Να σας παρουσιάσω τον Απελλή. Να και η Τιτή. Η Τιτή τον έκανε Αγλαοφών και τον Αγλαοφών Απελλή, για να μπορεί να έχει...

Τιτή: Θα αθωώσω τον Αγλαοφών! Αυτό δεν θες;

Απελλής: Εσύ μόνη σου; Μοναρχία έχουμε και δεν το ήξερα; Μπράβο!

Τιτή: Θα ασκήσω την επιρροή μου! Θα χρησιμοποιήσω κάθε μέσο...

Απελλής: Αυτό λέγεται δημοκρατία, αγαπητοί συμπολίτες!

Τιτή: Σου λέω, θα κάνω ό,τι ζητήσεις! Θα κινήσω γη και ουρανό!

Απελλής: Θέλω να ελευθερωθεί ο Αγλαοφών, αλλά αυτό δεν με φτάνει...

Τιτή: Τι άλλο;

Απελλής: Θέλω στο πεδίο του «επάγγελμα» να αναγράφει «ζωγράφος».

Τιτή: Θα το κάνω! Θα πείσω όποιον χρειαστεί ότι το αξίζει!

Απελλής: Αλλά ούτε αυτό με φτάνει...

Τιτή: Τι άλλο θέλεις, κύριε Απελλή;

Απελλής: Είμαστε στο 49,999.. % των επιθυμιών μου...

Τιτή: Τι θέλεις ακόμα; Πες, κύριε Απελλή!

Απελλής: Υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να κινηθούν παρά στο χώρο των εστιών. Να τι θέλω: ελεύθερες μετακινήσεις για όλους!

Τιτή: Όλους; Έχεις υπολογίσει τι σημαίνει αυτό για την πόλη μας;

Απελλής: Ναι! Λιγότερη περιθωριοποίηση στους Πλήβειους και στους πρόσφυγες.

Τιτή: Δεν ξέρω. Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς!

Απελλής: Το σύστημά μας δεν είναι χάλια, η τυφλή πίστη και αφοσίωση μας σ’ αυτό, είναι το λάθος μας.

Τιτή: Τι έκανε λέει;

Απελλής: Είπα η τυφλή πίστη και αφοσίωση μας σ’ αυτό, είναι το λάθος.

Τιτή: Ό,τι πεις, κύριε Απελλή. Ό,τι πεις. Όμως δεν...

Απελλής: Μας λείπει η ευελιξία. Η προσαρμοστικότητα. Ή καλύτερα... η εξέλιξη! Δεν υπάρχει εξέλιξη! Έτσι το βρήκαμε, έτσι θα το παραδώσουμε στα παιδιά μας. Ε, όχι! Υπάρχουν άνθρωποι που αδικούνται από αυτό... Το έχετε καταλάβει; Το έχετε πάρει χαμπάρι;

Τιτή: Πώς; Ναι, ναι... Ξέρεις τι σκέφτομαι...

Απελλής: Λοιπόν, να τι ζητάω: την απελευθέρωση των διαδρομών και τον Αγλαοφών ελεύθερο και ζωγράφο. Έτσι θα κρατήσω το στόμα μου κλειστό. Ούτε εμένα μ’ αρέσουν οι φασαρίες κι η αναστάτωση...

Τιτή: Έτσι σε θέλω! Μπράβο, κύριε Απελλή! Θα κάνω αυτά που μου ζήτησες, θα δεις.

Απελλής: Όμως σε προειδοποιώ. Η απεργία πείνας δεν θα τελειώσει, μέχρι να εκπληρωθεί ο λόγο σου.

Σκηνή 10

Ο Αγλαοφών έχει απελευθερωθεί και έχει γραφτεί στα πρακτικά σαν ζωγράφος, για τις διαδρομές όμως δεν έγινε τίποτα. Ο Απελλής είναι στο νοσοκομείο, συνεχίζει την απεργία πείνας και είναι ταλαιπωρημένος και κουρασμένος. Έρχεται η Καικιλία.

Καικιλία: Απελλή!

Απελλής: Καικιλία, πώς ήρθες εδώ;

Καικιλία: (πάει να πει άλλο, κολλάει, απαντά στο ερώτημα του) Είχα μια διαδρομή από... τέλος πάντων... Ο Αγλαοφών...

Απελλής: Τι συμβαίνει;

Καικιλία: Τον χτύπησαν.

Απελλής: Ποιοι; Γιατί;

Καικιλία: Κατέθεσε στην βουλή πρόταση νομοσχεδίου για την απελευθέρωση των διαδρομών.

Απελλής: Δεν πρόλαβε να βγει από την φυλακή, να καταχωρηθεί σαν ζωγράφος και ξεκίνησε η δράση του;

Καικιλία: Ναι, αντέδρασαν πλήθος ανθρώπων.

Απελλής: Μα γιατί; Τι τους πειράζει τόσο πολύ;

Καικιλία: Μια τέτοια αλλαγή θα μειώσει τα κίνητρα αποδοτικότητας. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Αστάθεια. Ρισκάρει κανείς τέτοια πράγματα;

Απελλής: Και τον χτύπησαν;

Καικιλία: Είχε λάβει απειλητικά μηνύματα, αλλά δεν τα έλαβε υπόψιν του...

Απελλής: Αγλαοφών...

Καικιλία: Του την είχαν στημένη στο δρόμο... Όμως δεν είναι μόνο αυτό...

Απελλής: Τι; Τι άλλο;

Καικιλία: Οι υπάλληλοι κυκλοφορούν δυο-δυο για ασφάλεια. Φοβούνται και παίρνουν τα μέτρα τους...

Απελλής: Τι λες τώρα;

Καικιλία: Ο κόσμος ζητά να μάθει για την φυλάκιση, την αποφυλάκιση και για το πώς έγινε ζωγράφος ο Αγλαοφών. Όλα αυτά  δεν συνδέονται από λογική συνοχή. Καταλαβαίνουν πως κάτι έχει έχει γίνει. Απειλούν πως αν δεν μάθουν τι συνέβη, θα τα ανατρέψουν όλα. Τώρα είναι η ώρα να μιλήσεις!

Απελλής: Καικιλία, τι έκανα; Δεν μπορώ να νιώθω υπεύθυνος για αυτήν την κατάσταση!

Καικιλία: Μην το λες αυτό, Απελλή! Εσύ δεν έκανες τίποτα. Ούτε καν αποκάλυψες τι σου συνέβη, όπως όφειλες να κάνεις...

Απελλής: Μα δεν καταλαβαίνεις; Δεν μπορώ! Πες με δειλό, φοβάμαι την αντίδραση του λαού. Φοβάμαι την αστάθεια... Μπορεί να κατηγόρησα την τυφλή εμπιστοσύνη μας στο σύστημα, αλλά φοβάμαι την έλλειψή της...

 Καικιλία: Ό,τι έγινε χθες σε εσένα, αύριο μπορεί να γίνει σε κάποιον άλλο.

Απελλής: Είδες όμως το αποτέλεσμα. Πόσο μάλλον αν αποκαλύψω τι πέρασε ο Απελλής Πανσέληνος από κάποιους υπαλλήλους. Αν μάθουν πως οι υπόλοιποι υπάλληλοι τους κάλυψαν...

Καικιλία: Εξήγησε μου, λίγο, δεν είναι πρόβλημα το ότι δεν θέλουν αλλάξουν το παραμικρό στο σύστημα, το ότι το θεωρούν ιδανικό;

Απελλής: Καικιλία, έχεις δίκιο, γιατί δεν ξέρεις τι υπήρχε πριν εδώ. Δεν ξέρεις τι περάσαμε, για να κατασταλάξουμε σε αυτό.

Καικιλία: Ε, ωραία, πες μου.

Απελλής: Αυτοσκοπός υπήρξε το κέρδος. Εξουσία, χρήμα ήταν το ίδιο και το αυτό. Εγχρήματη ήταν η οικονομία...

Καικιλία: Μου είναι γνωστή η κατάσταση.

Απελλής: Ε, λοιπόν, οι πολυεθνικές εταιρίες κατείχαν το 80% του πλούτου. Ούτε που ήξεραν ποιοι ήταν οι ιδιοκτήτες τους... Εκείνες έδιναν δουλειά, εκείνες όριζαν τις τιμές και την κυκλοφορία του χρήματος...

Καικιλία: Χμ, ναι, κι αυτήν την κατάσταση την γνωρίζω.

Απελλής: Οι περισσότεροι δεν έβλεπαν κανένα πρόβλημα σε αυτό, μέχρι την κρίση του κουκουναριού... 

Καικιλία: Κρίση του κουκουναριού;

Απελλής: Θα σου εξηγήσω. Ήταν η WesternWhite που έκανε την καινοτομία με το όχημα από κουκουνάρι. Η είσοδος ενός τόσο ανταγωνιστικού προϊόντος στην αγορά, έκανε τις άλλες επιχειρήσεις να πανικοβληθούν. Η καινοτομία ήταν κατοχυρωμένη για μια τετραετία και δεν μπορούσαν να την μιμηθούν. Αποφάσισαν να μειώσουν το κόστος παραγωγής τους με την μείωση του πραγματικού μισθού. Αυτό έφερε μειωμένη ζήτηση και η μειωμένη ζήτηση, απολύσεις και ανεργία... Για να μην τα πολυλογώ και σε κουράζω, ο λαός έσφιξε, έσφιξε το ζωνάρι, ώσπου έφτασε στο "αμήν".

Καικιλία: Και τι έγινε;

Απελλής: Τότε άρχισαν να δημιουργούνται κινήματα πληροφόρησης. «Η εταιρία Algotria απέλυσε έξι χιλιάδες εργαζόμενους, σταματάμε να ψωνίζουμε από εκεί» «Ο συνεταιρισμός "κατώφλι" παράγει και συσκευάζει ελαιόλαδο, θα προμηθευτώ από εκεί για την ταβέρνα μου...» Συνεταιρισμοί και μικρές επιχειρήσεις άρχιζαν και πάλι να παίρνουν ζωή, ενώ οι μεγάλες δεν έβλεπαν υπερκέρδη...

Καικιλία: Για πόσο όμως μπορεί να κράτησε κάτι τέτοιο;

Απελλής: Δεν κράτησε πολύ, καλά το κατάλαβες. Χρησιμοποιήθηκε η παλιά συνταγή "διαίρει και βασίλευε": «οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι τεμπέληδες», «οι ιδιώτες κοιτάνε μόνο να στα αρπάξουνε», «οι αγρότες, οι μικροβιομήχανοι και οι μικροεπιχειρηματίες δεν είναι αποτελεσματικοί στην αύξηση του κατακεφαλήν ΑΕΠ»...

Καικιλία: Κάτι μου θυμίζουν όλα αυτά.

Απελλής: Έτσι που λες, μοιράστηκαν κυρίως σε δυο μεριές, τους διαγώνιους και τους οριζόντιους. Έφτασαν να πάρουν τα όπλα.

Καικιλία: Εναντίον ποιου;

Απελλής: Εναντίον του ίδιου τους του εαυτού...  (Η Καικιλία δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυα της) Μην κλαις Καικιλία! Καικιλία μου, σώπα, μην μου κλαις... (βγάζει και δίνει ένα πακέτο χαρτομάντιλα)

Καικιλία: Όχι, μην δίνεις σημασία, συνέχισε.

Απελλής: Έτσι μπράβο, δεν θέλω να βλέπω τα ματάκια σου κλαμένα. Κράτα τα τα χαρτομάντιλα.

Καικιλία: Συνέχισε.

Απελλής: Εντάξει, λοιπόν, μια μέρα ένας στρατιώτης βγήκε ακάλυπτος από τα χαρακώματα. Οι δικοί του είπαν «Πάει αυτός! Τρελάθηκε...». Σφαίρες έπεφταν γύρω του, ενώ εκείνος φώναζε: «Είναι η βιβλιοθήκη, είναι η βιβλιοθήκη αυτή που πάμε να γκρεμίσουμε. Είναι το δικό μας θησαυροφυλάκιο!»

Καικιλία: Τον σκότωσαν.

Απελλής: Όχι, δεν τον σκότωσαν! Θα σου πω, μην βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα... «Μην πυροβολείτε! Αυτός είναι ο δάσκαλος του γιου μου» φωνάζει ένας από τους αντιπάλους του και τρέχει και στέκεται μπροστά του. «Ο γιατρός μου» φωνάζει ένας από την άλλη πλευρά και τρέχει κι αυτός στο μέρος τους. Άλλος ήταν αδερφός, άλλος συνάδελφος κι άλλος είχε φτιάξει την βρύση κάποιου άλλου. Ένας- ένας όλοι μαζεύτηκαν εκεί και στο τέλος δεν έμεινε άνθρωπος στα χαρακώματα.

Καικιλία: Μου διηγείσαι παραμύθι, κύριε Απελλή;

Απελλής: Κι όμως, έτσι έγινε, σου λέω!

Καικιλία: Και για λογοτεχνία μου κάνει...

Απελλής: Καικιλία! Σταματάω εδώ!

Καικιλία: Εντάξει, εντάξει. Συνέχισε, δεν θα σε διακόψω ξανά.

Απελλής: Τότε φωτίστηκαν τα μυαλά τους με το "γιατί". Γιατί πολεμάμε; Γιατί σκοτωνόμαστε; Ποιοι είμαστε οι "εμείς" και ποιοι είναι οι "αυτοί"... Τι μας χωρίζει αλήθεια; Παράτησαν τα όπλα και τράβηξαν για την βιβλιοθήκη. 

Καικιλία: Χμ...

Απελλής: Θα πάψεις να με αμφισβητείς; 

Καικιλία: Δεν σε αμφισβήτησα. Ένα «χμ» έκανα...

Απελλής: Όποιον άλλον ρωτήσεις στην πόλη, θα σου πει ίδια κι απαράλλαχτη αυτή την ιστορία. Την μαθαίνουμε από παιδιά στο σχολείο.

Καικιλία: Εντάξει, εντάξει συνέχισε.

Απελλής: Πήγαν στην βιβλιοθήκη. Άλλοι μελέτησαν την ιστορία των εθνών, άλλοι την παγκόσμια λογοτεχνία, τις θρησκείες του κόσμου, τα πάντα, τι να σου πω;  Τέλος πάντων, ακολούθησε διάλογος, συνομιλίες, συζητήσεις, συμβούλια...

Καικιλία: Ναι, και;

Απελλής: Έτσι καταστάλαξαν. Δημοκρατία. Δίκαιη διανομή των αγαθών. Χωρίς χρήμα. Ίσες ευκαιρίες για όλους. Όσο προσφέρει κανείς στο κοινωνικό σύστημα, τόσο αυτό του το ανταποδίδει. Η προσφορά μετριέται σε όρους αποδοτικότητας. Από την αποδοτικότητα του καθενός, απορρέουν και τα δικαιώματά του... Καταλαβαίνεις τι θα πει δίκαιο σύστημα;

Καικιλία: Καταλαβαίνω. Το βλέπω...

Απελλής: Μην γίνεσαι αχάριστη. Ήρθες εδώ και βρήκες...

Καικιλία: Στέγη, τροφή και ένδυση! Και φροντίζουν να μου το υπενθυμίζουν κάθε μέρα! Ελπίζω τουλάχιστον, να μπορώ να κάνω αίτηση να μου προσφέρουν και μια πέτρα να την κρεμάσω στον λαιμό για να πέσω στην θάλασσα, αν χρειαστεί, κύριε που ζεις στην τέλεια κοινωνία.

Απελλής: Εσύ έφυγες! Τον άφησες τον τόπο σου! Πώς μπορείς να κατηγορείς τον δικό μου;

Καικιλία: Δεν κατηγορώ τον τόπο σου. Κατηγορώ εσένα που κρύβεις την αλήθεια.

Απελλής: Σου είπα δεν μπορώ!

Καικιλία: Σου είπα οφείλεις!

Απελλής: Σε μια ειρηνική πόλη, ήρθε η διχόνοια... Εξαιτίας μου! Για δες, που είχε δίκιο η Τιτή...

Καικιλία: Η Τιτή;

Απελλή: Με είχε προειδοποιήσει. Ο κόσμος θα τρομοκρατηθεί, θα διχαστεί. Μου το είχε πει.

Καικιλία: Εκείνη το μόνο που ήθελε, ήταν να μην εκτεθεί. Το μεγαλύτερο πλήγμα από την αποκάλυψη της αλήθειας, αυτή θα το υποστεί. Εσύ την καλύπτεις.

Απελλής: Το ξέρω, όμως...

Καικιλία: Το να απελευθερωθούν οι διαδρομές, θα είναι η πιο σημαντική αλλαγή σε αυτήν την πολιτεία εδώ και κάτι γενιές ανθρώπων. Όμως  αυτό δεν μπορεί να το κάνει η Τιτή. Δεν το νιώθει!

Απελλής: Σε μια ειρηνική πόλη, ήρθε η διχόνοια... Εξαιτίας μου!

Καικιλία: Έχοντας ζήσει σαν πρόσφυγας, μπορώ να υποστηρίξω ότι η έλλειψη δικαιώματος στην μεταφορά, τον αποκλείει από την υπόλοιπη κοινωνία, απορροφά την ενέργεια του, τον κάνει ανίκανο να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του για κάποιο σκοπό, για εργασία, για δημόσιες σχέσεις... τον φυλακίζει στην αδράνεια! Αναρωτιέται κανείς, γιατί το μεγαλύτερο ποσοστό σε ψυχοφάρμακα καταναλώνεται στις εστίες;

Απελλής: Αν αυτή η αλλαγή είναι τόσο σημαντική, γιατί μαζί της να φέρνει τόση αναστάτωση; Γιατί να μην έχει ένα καθαρά θετικό αποτέλεσμα;

Καικιλία: Απελλή έτσι είναι...

Απελλής: Είμαι τόσο δειλός, λοιπόν; Τόσο ανίκανος να διαχειριστώ τις αλλαγές..

Καικιλία: Άλλαξες για χάρη μου, έγινες άλλος άνθρωπος. Μην λες πως δεν μπορείς να διαχειριστείς τις αλλαγές...

Απελλής: Γιατί; Γιατί; Ποιος ο λόγος;

Καικιλία: Απελλή, χρειάζεσαι ξεκούραση. Δεν έχεις καθαρό μυαλό...

Απελλής: Έχεις δίκιο. Χρειάζομαι χρόνο να σκεφτώ! Δεν έχω καθαρό μυαλό... Άφησε με!

Καικιλία: Όμως μπορώ να κάτσω να σου κάνω παρέα...

Απελλής: Δεν χρειάζεται, μπορείς να πηγαίνεις...

Καικιλία: Δεν με θες εδώ;

Απελλής: Δεν είπα πως δεν σε θέλω! Για την ώρα, σε παρακαλώ, άφησε με... (κλείνει τα μάτια)

Καικιλία: Απελλή, δημοσίευσε το τι πέρασες, τώρα όλοι το περιμένουν... Δεν θα σε περάσουν για τρελό. Σταμάτα πια αυτήν την απεργία!

Απελλής: (ανοίγει τα μάτια) Καικιλία... μην συνεχίζεις.

Καικιλία: Νοιάζομαι για εσένα. Δεν θέλω να πάθεις κακό! Αν έβλεπες πώς έχεις ζαρώσει...

Απελλής: Δεν με βοηθάς με αυτόν τον τρόπο...

Καικιλία: Είσαι ξεροκέφαλος.

Απελλής: Καικιλία! Άσε με ήσυχο!

Καικιλία: Εντάξει, δεν θα μιλάω. Θα μπορούσα να σιγοτραγουδήσω...

Απελλής: Όχι!

 Καικιλία: Να κάτσω εδώ ήσυχα;

Απελλής: Όχι! Δεν θέλω. Θέλω να μείνω μόνος μου!

Καικιλία: Θα σε περιμένω. Μην με ξεχάσεις!

Η Καικιλία τον φιλάει και κινάει να φύγει. Φεύγοντας συναντάει την Τιτή, η οποία μπαίνει με φούρια. Τα βλέμματα τους διασταυρώνονται. Η Καικιλία φεύγει.

Απελλής: Τι θέλεις εσύ εδώ;

Τιτή: Είχαμε μια συμφωνία! Ο Αγλαοφών είναι ελεύθερος και ζωγράφος!

Απελλής: Ζήτησα και την απελευθέρωση των διαδρομών, νομίζω...

Τιτή: Μα αυτό είναι ανήκουστο! Δεν μπόρεσα να κάνω ούτε νύξη για αυτό το θέμα στην βουλή.

Απελλής: Εγώ ξέρω πως ζήτησα και αυτό.

Τιτή: Είδες τι έχει γίνει στην πολιτεία μας; Πριν ηρεμήσουν τα πνεύματα, δεν μπορεί να γίνει τίποτα!

Απελλής: Σε έχω στο χέρι μου, το ξέρεις.

Τιτή: Δεν καταλαβαίνεις τι πλήγμα προκαλείς!

Απελλής: Η Καικιλία...

Τιτή: Ποια είναι η Καικιλία; Α, αυτή που έφυγε πριν λίγο; Αν δεν κάνω λάθος, αυτή είναι μια ξένη!

Απελλής: Επιμένει πως  πρέπει να φανερώσω την αλήθεια... Πως ο κόσμος πρέπει να ξέρει.

Τιτή: Τι γνώμη μπορεί να έχει για τον τόπο μας μια ξένη;

Χτυπάει το κινητό τηλέφωνο του Απελλή. Το αρπάζει η Τιτή.

Τιτή: Παρακαλώ.... Δεν ξέρω. Δεν μπορεί να μιλήσει αυτήν την στιγμή... Καλά είναι... Κοιμάται. Αντίο.

Απελλής: Τι κάνεις, ε; Ποιος ήταν;

Τιτή: Δεν ξέρω. Ρωτούσε αν είσαι καλύτερα...

Απελλής: Το έκλεισες!

Τιτή: Είπα, ότι δεν μπορείς να μιλήσεις αυτήν την στιγμή... Αυτή είναι λοιπόν! Αυτή; Ούτε καν Πλήβεια, μια ξένη! Θεέ μου, τι ντροπή! Δεν μου λες; Μαζί της θα κυκλοφορείς; Στην έκθεση του Αγλαοφών θα πας μαζί της;

Απελλής: Δώσε μου το κινητό μου! (η Τιτή δεν το δίνει) Είπα φέρε εδώ το τηλέφωνο! (η Τιτή το αφήνει να πέσει από τα χέρια της. Βγαίνουν το καπάκι και η μπαταρία του.)

Απελλής: Ώστε θες να με πείσεις; Η ιστορία μας θα ανέβει στην σκηνή!

Τιτή: Το έχεις πει και ξαναπεί.

Απελλής: Και θα το κάνω!

Τιτή: Θα σε εκδικηθώ! Τ’ ακούς;

Απελλής: Είσαι αδύναμη!

Τιτή: Θα την βρω! Θα σε χτυπήσω εκεί, αλύπητα! Θα την βρω!

Απελλής: Όταν όλοι μάθουν τι έχεις κάνει, θα είναι σαν να χτυπάς τις γροθιές σου σε τοίχο! Κανείς δεν θα σε ακούει! ( Η Τιτή έχει φύγει)

Σκηνή 11

Η υπάλληλος Τιτή χτυπά την πόρτα του δωματίου της Καικιλίας.

Καικιλία: (τινάζεται πάνω, χαίρεται) Απελλή, εσύ είσαι;

Τιτή: Δεν είμαι ο Απελλής. Άνοιξε να γνωριστούμε.

Καικιλία: Ποιος Είναι;

Τιτή: Είμαι υπάλληλος. Άνοιξε μου.

Καικιλία: (ανοίγει) Ορίστε.Τι θέλεις εδώ;

Τιτή: Κατ’ αρχήν να σε ενημερώσω. Μπορείς να μετακινηθείς ελεύθερα πια! Ακόμα και εσύ, μια ξένη! Τα κατάφεραν με τις παραστάσεις που ανεβάζουν (παύση) ψηφίστηκε το νομοσχέδιο. Για λίγο υπερτέρησε το «Ναι».

Καικιλία: Εσύ τι θες εδώ;

Τιτή: Ήρθα για να δω το θαύμα. Ώστε αυτή είναι η ομορφιά η πλανεύτρα! Ανυπομονούσα τόσο να συναντήσω τα κάλλη εκείνα που μπορούν να σαλέψουν νου ανθρώπου με 87,7 % αποδοτικότητα. Κάλλη που έκαναν τα ύψη να υποκλιθούν μπροστά στο δάπεδο.

Καικιλία: Τι θέλεις λοιπόν;

Τιτή: Ό,τι ήθελα το είχα! Οτιδήποτε! Μόνο ένα μου έλειπε, αλλά αυτό το πήρες εσύ! Το έκλεψες μέσα από τα χέρια μου! Με εμένα μόνο ταίριαζε ο Απελλής! Είχαμε τις υψηλότερες αποδοτικότητες στο σύστημα. (σταματά λίγο) Όλη μου την ζωή έκανα το σωστό. Καλή κόρη. Καλή μαθήτρια. Καλή στην υπηρεσία. Κάθε μέρα πίσω από εκείνον τον πάγκο. «Τι θέλετε, παρακαλώ;» «Χορήγηση ελευθερίας μετακίνησης» «Αμέσως» «Άδεια χρήσης οχήματος προς την εξοχή» «Αμέσως» «Χορήγηση στο πεδίο του έρωτα». Καθήκον. Πάντα πρώτα το καθήκον. Υποχρεώσεις. Πάντα εντάξει στις υποχρεώσεις. Είχα, βέβαια, τα πάντα! Τα πάντα εκτός από έναν άντρα ισάξιο μου. Έναν άντρα όπως ο Απελλής. Όμως αυτός πήγε και ερωτεύτηκε, εσένα! Μια ξένη! Μα μια ξένη να κάνει πραγματικότητα τα δικά μου όνειρα; Τι αδικία! Αδικία απ’ την ζωή!

Καικιλία: Δεν είναι έτσι...

Τιτή: Γι’ αυτό ήρθες, ε; Είχες σκοπό!

Καικιλία: Μα τι λες; Σε παρακαλώ!

Τιτή: Έτσι είναι. Τους δέχεσαι στην πόλη σου. Τους ντύνεις, τους ταΐζεις, τους σπιτώνεις και έπειτα σου κλέβουν τον πιο ευυπόληπτο γαμπρός σου!

Καικιλία: Δεν είναι έτσι...

Τιτή:  Τον τρέλανες τ’ ακούς. Τον τρέλανες! Άλλαξε, έριξε τα μούτρα του για εσένα!

Καικιλία: Άφησε με ήσυχη. Παρακαλώ!

Τιτή: Μα δεν τελείωσα ακόμα. Μια ολόκληρη πολιτεία έχει ξεσηκωθεί και η ρίζα του κακού είσαι εσύ! Εξαιτίας σου έγιναν όλα! Κατέστρεψες αυτόν και στην συνέχεια όλη την πόλη! Την πιο φιλήσυχη, αξιοκρατική, σχεδόν ιδανική πολιτεία!

Καικιλία: Αρκετά! Φτάνει πια!

Τιτή: Άκουσε να δεις! Δεν θα μου μιλάς εμένα έτσι!

Καικιλία: Έξω! Μπορεί να μην έχω άλλα δικαιώματα, όμως σε αυτόν το χώρο των δεκαπέντε τετραγωνικών έχω το δικαίωμα να δέχομαι όποιον θέλω!  Φύγε!

Τιτή: «Αυτό το όνομα δεν υπάρχει! Τι εννοείτε δεν υπάρχει; Δεν υπάρχει στο σύστημα!» (Γελάει) Τι θα γίνει αν μάθεις πως δεν υπάρχει πια ο Απελλής σου; (Γελάει υστερικά. Σοβαρεύει) Λυπάμαι για εσένα! Καικιλία, ξεριζωμένη! (φεύγει γελώντας)

Καικιλία: Έχεις τρελαθεί; Φύγε! Είπα φύγε...

Σκηνή 12

Είναι τα εγκαίνια της έκθεσης του Αγλαοφώντα. Αρχικά παίζουν μουσική ο Αγλαοφών και η Καικιλία. Η Καικιλία θέλει να φαίνεται χαρούμενη, στην πραγματικότητα όμως είναι πολλή ανήσυχη. Ακολουθεί ο λόγος του Αγλαοφώντα:

Αγλαοφών: Θα ήθελα, αρχικά, να ευχαριστώ την Καικιλία, που έβαλε την νότα της στην έναρξη της πρώτης ατομική έκθεσης μου. Νομίζω, πως με τα λόγια δεν τα πάω καλά, γι΄αυτό προτίμησα να ξεκινήσουμε με λίγη μουσική. Όμως λέω να πω και κάτι μια και μου δίνεται το βήμα. Ευχαριστώ πολύ που με τιμάτε με την παρουσία σας εδώ! ...Εμ, τι άλλο ήθελα να πω;... Α, οι πίνακες που βλέπετε έγιναν τις δύσκολες ώρες της φυλακής. Δηλαδή... Όχι. Όχι, δεν έγιναν τότε. Θα σας εξηγήσω αμέσως τι εννοώ. Το χέρι μου τους ζωγράφισε τις δύσκολες ώρες της φυλακής. ...Να πάρει! Δεν ήξερα ότι είναι τόσο δύσκολο να μιλάς σε κόσμο... Λοιπόν, θα συνεχίσω... Έλεγα ότι... οι πίνακες... γίνονταν όλα τα χρόνια της ζωής μου. Εννοώ μέσα μου. Απλά δεν αποτυπώνονταν. Σας είπα έκανα μια φορά φυλακή, αλλά και έπειτα στις εστίες δεν διέφερε πολύ η ζωή... Θυμάμαι την μέρα που βγήκα από την φυλακή! Την πρώτη φορά εννοώ. Επιτέλους λεύτερος! Θα πήγαινα να βλέπω το ηλιοβασίλεμα στην θάλασσα κάθε μέρα! Θα φρόντιζα ένα σκύλο! Θα πήγαινα στο ποδηλατοδρόμιο... Είχα τόσα σχέδια! Δεν ήξερα όμως πως μετά την φυλακή δεν θα ήμουν παρά ένας Πλήβειος... Πως ένας Πλήβειος τέτοιες δυνατότητες δεν τις έχει... Να σας θυμίσω πως δεν επιτρεπόταν η μετακίνηση για τους Πλήβειους... Έτσι δεν έκανα τίποτα... Άλλα περίμενα, άλλα βρήκα... Τι τα θες; ...Α, ναι! Είχα ζητήσει χρώματα και εξοπλισμό ζωγραφικής, αλλά η αίτηση μου παραμελήθηκε. Έτσι ούτε να ζωγραφίσω δεν μπορούσα στην εστία... Εμ, τι άλλο ήθελα να πω; Αυτά. Α, ναι, και μην σας κάνει εντύπωση που έβαλα την μουτζούρα από τον διαγωνισμό μπροστά-μπροστά, είναι ένα είδος αυτοσαρκασμού μας σαν κοινωνία... Δεν είναι αρκετά; Ή είπα πολλά; Αν είπα πολλά, συγχωρέστε με. Δεν προετοιμάστηκα καλά. Ζωγράφιζα ως αργά χθες... Ευχαριστώ και πάλι!

Δέχεται συγχαρητήρια, ευχαριστεί.

Υπάλληλος: Συγκινήθηκα στο καλό σου! Έφτασες ψηλά! Εσύ που κάποτε...

Καικιλία: (τον διακόπτει. Παίρνει πιο ιδιαίτερα τον Αγλαοφώντα) Ξέρεις πού είναι ο Απελλής; Έχει περάσει τόση ώρα κι ακόμα να έρθει...

Αγλαοφών: Μην πεις καμιά καλή κουβέντα και για εμάς. Κατ’ ευθείαν «πού είναι ο Απελλής;»!

Καικιλία: Με συγχωρείς, Αγλαοφών! Συγχαρητήρια! Ο λόγος σου ήταν... άμεσος...

Αγλαοφών: Ευχαριστώ πολύ, Καικιλία! Ο Απελλής θα ένιωσε τον υψηλό ανταγωνισμό και για αυτό δεν θα έρθει...

Καικιλία: Αγλαοφών, σταμάτα. Δεν είναι αστείο.

Αγλαοφών: Θα είναι στον δρόμο. Κάτι θα του έτυχε και καθυστέρησε. Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς.

Καικιλία: Είναι που τον τελευταίο καιρό είναι απόμακρος.  Δυο μέρες τώρα δεν έχω μιλήσει μαζί του...

Αγλαοφών: Περνάει κάποιο διχασμό. Όλες αυτές οι αλλαγές. Με εμένα μίλησε στο τηλέφωνο. Με διαβεβαίωσε πως θα έρθει. (καθώς επιστρέφει στον υπάλληλο)Απλά καθυστερεί.

Αγλαοφών: Τι λέγαμε;

Υπάλληλος: Αγαπητέ Αγλαοφών, πώς τα βλέπεις τα πράγματα; Ένας καλλιτέχνης πρέπει να εκφράζει την άποψη του για την κοινωνία.

Αγλαοφών: Πώς τα βλέπω; (δείχνει πίνακες) Ορίστε πώς τα βλέπω.

Υπάλληλος: Εννοώ την κατάσταση του λαού...

Αγλαοφών: Ποτέ δεν ήταν καλύτερα!

Υπάλληλος: Πώς; Δεν βλέπεις τι χαμός έχει γίνει; Μετά το θεατρικό του φίλου σου, νομίζουν πως οι υπάλληλοι κάνουμε ό,τι θέλουμε, όπως έκανε η Τιτή...

Αγλαοφών: Ποιος νοιάζεται για αυτό; Σημασία έχει που κάποιοι κόφτονται για την απελευθέρωση των διαδρομών. Δεν μπορούν να διανοηθούν μετακίνηση, χωρίς κριτήρια αποδοτικότητας... Το σύστημα καταρρέει... 

Υπάλληλος: Ω, αγαπητέ Αγλαοφών, ηρέμησε. Το θέμα είναι ότι ο κόσμος έχει διχαστεί. Οι "μεν" έκοψαν την καλημέρα στους "δε" και οι "δε" στους "μεν". Οι "μεν" λένε τους "δε" κουλτουριάρηδες, φιλελεύθερους και δεν ξέρω και ‘γω τι άλλο, ενώ οι "δε" τους "μεν" ρατσιστές, συνομωσιολόγους... Το πράγμα έχει ξεφύγει. Ως και κάδο έκαψαν κάποιοι!

Αγλαοφών: Κάδο; Σώπα! (γελάει) Τους είχε λείψει η ζωντάνια...

Υπάλληλος: Η βια τους είχε λείψει...

Αγλαοφών: Η παιδεία. Όμως σκέψου, πιο πριν ήταν μαμούχαλοι. Όλοι τους. Τώρα έχουν ζωντάνια. Χωρίς παιδεία, αλλά με ζωντάνια...

Υπάλληλος: Μα πώς το λες αυτό; Όλοι έχουν πάει σχολείο!

Αγλαοφών: Όλοι, ναι, όμως ποιος μελέτησε από δικό του μεράκι; Ποιος βρήκε τι τον ενθουσιάζει; Αυτή είναι παιδεία, όχι, τι θέλει να του πω ο δάσκαλος...

Υπάλληλος: Για μισό λεπτό... Εσύ, που μιλάς έτσι, τι παιδεία έχεις;

Αγλαοφών: Της ζωής, της φυλακής, της μοναξιάς και του πόνου. Ανώτατη εκπαίδευση...

Έρχεται η Καικιλία. Τους διακόπτει και πάλι.

Καικιλία: Συγγνώμη! Θέλω να μιλήσω λίγο στον Αγλαοφών. Ιδιαίτερα.

Υπάλληλος: Με την ησυχία σου.

Παράμερα Αγλαοφών-Καικιλία.

Καικιλία: Ακόμα να έρθει...

Αγλαοφών: Κάτι θα έτυχε... Μην κάνεις έτσι.

Καικιλία: (κλαίει) Τον παίρνω τηλέφωνο και δεν καλεί καν.

Αγλαοφών: Δεν απαντά θες να πεις....

Καικιλία: Όχι! Δεν καλεί!

Αγλαοφών: Πώς;

Καικιλία: Σταματούν την τηλεφωνική σύνδεση μόνο όταν πεθάνει κάποιος!

Αγλαοφών: Μην το λες, είχα διαβάσει στην εφημερίδα... πριν από καιρό... έγραφε για κάποιον που δεν λειτουργούσε η τηλεφωνική του σύνδεση. Οι συγγενείς του αναστατώθηκαν. Νόμιζαν πως είχε πάθει ξαφνικά κάτι. Τελικά τον βρήκαν ολοζώντανο να πίνει το τσάι του. Ήταν από τις σπάνιες περιπτώσεις που δεν είχε σήμα. Ωστόσο δεν ξανακούστηκε τέτοια περίπτωση. Όμως θα δεις, κι αυτό είναι μια από τις εξαιρέσεις. Αν είχε γίνει κάτι, δεν θα το μαθαίναμε από αυτό.

Καικιλία: (με λυγμούς) Ο Απελλής με την απεργία πείνας δεν ήταν καλά...

Αγλαοφών: Δεν γίνεται να έπαθε κάτι και να του διακόψουν την τηλεφωνική σύνδεση μπαμ και κάτω. Θα είχε βουίξει ο τόπος. «Ο Απελλής Πανσέληνος ...»

Καικιλία: Σσσσς... Μην το πεις αυτό...

Αγλαοφών: Με συγχωρείς. Θέλω να πω, θα το μαθαίναμε. Ηρέμησε Καικιλία! Θες να πάμε να τον βρούμε;

Καικιλία: Όχι, Αγλαοφών. Εσύ δεν θα φύγεις από την έκθεση σου...

Αγλαοφών: Μα εσύ έχεις τα χάλια σου, πώς να σ’ αφήσω μόνη σου;

Καικιλία: Θα πάω στο δωμάτιο μου...

Αγλαοφών: Καικιλία; Αυτό που λες δεν μου φαίνεται καθόλου...

Καικιλία: Έχω κουραστεί, Αγλαοφών. Δεν αντέχω άλλο! Θα πάω στο δωμάτιο μου...

Αγλαοφών: Δεν θα περιμένεις τον αγαπημένο σου;

Καικιλία: Αγαπημένο μου; Δεν μπορώ άλλη αγωνία. (κλαίει) Πάω. (Η Καικιλία φεύγει τρέχοντας.)

Αγλαοφών: Καικιλία! Το κανονάκι σου δεν θα το πάρεις;

Έρχεται ο υπάλληλος και κρατά τον Αγλαοφών, που πάει να την ακολουθήσει.

Υπάλληλος: Αγλαοφών, να σε ρωτήσω. Εκείνος ο πίνακας με τα κουνέλια και τους λαγούς τι θέλει να πει... (παγώνουν)

Η Καικιλία κλαίγοντας τρέχει στην άκρη της σκηνή, όπως στην άκρη στέγης. Κοιτάει κάτω. Ζαλίζεται πάει λίγο πίσω ξανά έρχεται εμπρός. Κρατά το χαρτί, όπου ο Απελλής είχε ζωγραφίσει την μορφή της και το είχε περάσει κάτω από την πόρτα της στην πρώτη τους συνάντηση.. Το αφήνει να πέσει και το παρακολουθεί. Παγώνει η σκηνή αυτή.

Επιστρέφουμε στην έκθεση του Αγλαοφώντα, όπου έρχεται ο Απελλής.

Απελλής: Συγχαρητήρια Αγλαοφών! Άργησα, όμως δεν ξέρεις τι φασαρία μου έκαναν... Είχα βρει να σου κάνω δώρο κάτι υπέροχες τιράντες, αλλά δεν μου τις έδιναν... Δεν με έβρισκαν, λέει,  στο σύστημα... Με πήγαν και στο τμήμα... Δεν ξέρεις τι τράβηξα για να καταφέρω να τους ξεφύγω! Ό,τι να ‘ναι! Τέλος πάντων, ήρθα με άδεια χέρια και καθυστερημένος...

Αγλαοφών: Απελλή, η Καικιλία πήγε στο δωμάτιο της σε κακά χάλια. Κακά χάλια! Η τηλεφωνική σου σύνδεση έχει διακοπεί. Φοβάται πως έχεις πάθει κάτι πολύ σοβαρό. Τρέξε να την βρεις!

 

Μέρος Γ

Η Καικιλία βρίσκεται στην άκρη της σκηνή. Ο Απελλής φτάνει αλαφιασμένος.

Απελλής: Καικιλία, συγχώρεσε με! Είμαι ηλίθιος, νόμιζα πως είσαι αρκετά δυνατή, ώστε να αντέξεις την ιδιοτροπία μου. Τώρα είμαι εδώ.

Καικιλία: Καικιλία Θαλασσινή. Έτσι ονομάστηκα από τον Αγλαοφών εκείνη την ημέρα. Θαλασσινή... αυτή που την έφερε η θάλασσα...

Απελλής: Και εμένα δεν με έλεγαν πάντα Απελλή. Μόνος μου το άλλαξα... Είναι ωραίο το Καικιλία!

Καικιλία: Είναι;

Απελλής: Έλα να συστηθούμε ξανά, με τα πρώτα μας ονόματα! (πάει να την πλησιάσει)

Καικιλία: Μην πλησιάζεις! ( ο Απελλής ακινητοποιείται)

Απελλής: Εμένα με έλεγαν Ματθαίο... Το Απελλής το επέλεξα για να πείσω για το επάγγελμά μου. Δεν μπορώ να μην ξέρω το πραγματικό όνομα σου!

Καικιλία: Κατλέια με έλεγαν. Πια αυτή δεν υπάρχει.

Απελλής: Κατλέια. Καικιλία. Δες πώς μοιάζουν.

Καικιλία: Απελλή, έκλαψα τόσο, που είναι δυνατόν να έχω παραισθήσεις...

Απελλής: Δεν έχεις, είμαι εδώ. Αγαπημένη μου, θα ζήσουμε σε αυτόν τον κόσμο! Θα ζήσουμε μαζί!

Καικιλία: Δεν μπορώ να συνεχίσω... Δεν μπορώ να πιστέψω σε μια καλύτερη ζωή. Δεν μπορώ...

Απελλής: Αν πέσεις, θα πάρεις και εμένα μαζί σου.

Καικιλία: Έχω μείνει παράλυτη. Ψυχικά. Δεν μπορώ να ελπίσω. Δεν μπορώ να πλάσω ούτε ένα μικρό όνειρο. Ένα τόσο δα. Να σαν αυτό το συννεφάκι. Δεν πιστεύω τίποτα. Δεν μπορώ να αγαπήσω... Δεν σ’ αγαπώ! Είναι μονάχα που μ’ αγαπάς εσύ. Είναι μόνο η παρηγοριά που μου έχεις δώσει.

Απελλής: Δεν είναι αλήθεια. Κατλέια, μ΄αγαπάς, το ξέρω!

Καικιλία: Το σώμα έπρεπε να εξασφαλίσει την επιβίωση του. Η καρδιά να αντέξει τον πόνο. Το πάγωμα της ήταν μονόδρομος. Τώρα έχω μια παγωμένη καρδιά. Δεν μπορεί να αγαπήσει.

Απελλής: Κατλέϊα, άκουσε με...

Καικιλία: Άφησε πίσω της το παρελθόν. Τις πρώτες της εικόνες. Τον τόπο της. Ό,τι είχε μείνει από αυτόν... Ξεριζώθηκε. Μια ξεριζωμένη. Γιατί; Μονάχα για να επιβιώσει. Μόνο γι’ αυτό αξίζει;

Απελλής: Για εμένα ήρθες!

Καικιλία: Μια κοπέλα, σχεδόν παιδί...

Απελλής: Κατλέια και Καικιλία!

Καικιλία: ... στο μισογκρεμισμένο σπίτι, έπρεπε να βρει τρόπο να διαφύγει. Σύρθηκε στην γη. Δυο αρβύλες στάθηκαν εμπρός της. Γελούσαν. Την άρπαξαν τα βδελυρά τους χέρια... Όμως... τον σκότωσε... πριν προλάβει... το ίδιο του το όπλο, του πήρε την ζωή. Η καρδιά της έγινε μια από τις ξεθεμελιωμένες πέτρες του σπιτιού... Την κουβάλησε. Την έφερε ως αυτήν εδώ την στέγη.

Απελλής: Γλυκιά μου! (την έχει πλησιάσει τόσο, ώστε τώρα την αγκαλιάζει)

Καικιλία: Στα ερείπια του είχε θαφτεί η οικογένειά της. Ήρθε εδώ ήδη πεθαμένη. Μια πεθαμένη που ανάσαινε, που έτρωγε, που κοιμόταν. Καθ’ όλα ζωντανή, μα μέσα της πεθαμένη...

Απελλής: Μην μ’ αφήσεις μόνο!

Καικιλία: Απελλή... Αν δεν ήσουν εσύ, δεν θα κρατιόμουν ως σήμερα...

Απελλής: Κατλέια, επέλεξε την ζωή. Όταν οι σκέψεις σε απελπίζουν, σταμάτησε τις. Κοιμήσου αν μπορείς. Ή πάρε δυο πέτρες και χτύπα τες να δεις ποια θα σπάσει πρώτη, όμως μην σκέφτεσαι!

Καικιλία: Είμαι δειλή; (κλαίει)

Απελλής: Θα κάνεις ένα πράγμα για εμένα;

Καικιλία: Αγαπημένε...

Απελλής: Μ’ ακούς; (Γνέφει ναι) Μόνο ένα. (Γνέφει ναι) Δεν θα κάνεις κακό στον εαυτό σου. (Καικιλία κλαίει) Για εμένα! Εντάξει;

Καικιλία: Εντάξει.

Απελλής: Μου το υπόσχεσαι;

Καικιλία: Υπόσχομαι! (τον αγκαλιάζει και κλαίει. Την αγκαλιάζει κι αυτός. Μετά από λίγο) Γιατί εξαφανίστηκες; Τι συνέβη;

Απελλής: Με διέγραψαν από το σύστημα... 

Καικιλία: Πώς;

Απελλής: Τώρα πια είμαι και εγώ ένας πρόσφυγας... στην ίδια μου την χώρα...

Καικιλία: Μα δεν γίνεται αυτό!

Απελλής: Να που έγινε.

Καικιλία: Η Τιτή;

Απελλής: Η Τιτή με την επιρροή που έχει; Αποκλείεται. Οι υπόλοιποι υπάλληλοι...

Καικιλία: Μα γιατί να φτάσουν ως εκεί;

Απελλής: Έχουν έρθει τα πάνω κάτω, κάπως έπρεπε να αντιδράσουν κι αυτοί.

Καικιλία: Και οι δυο μας πρόσφυγες λοιπόν. Τι θα κάνουμε τώρα;

Απελλής: Μηδέν τις εκατό αποδοτικότητα στο σύστημα... Ανύπαρκτοι σχεδόν.

Καικιλία: Το λες, λες και χαίρεσαι...

Απελλής: Σε κρατάω ζωντανή στην αγκαλιά μου, είναι να μην χαίρομαι; Γιατί δεν φεύγουμε; Τώρα πια και οι δυο πρόσφυγες, όπου και να πάμε θα ήμαστε το ίδιο.

Καικιλία:  Εννοείς...

Απελλής: Να αφήσουμε αυτήν την πόλη. Να πάμε αλλού. Να δούμε κι άλλα μέρη.

Καικιλία: Με ρωτάς, αν μπορώ, να ριζώσω και σε τρίτο τόπο;

Απελλής: Δεν θα χρειαστεί. Θα ταξιδεύουμε. Εσύ θα παίζεις κανονάκι και εγώ θα ζωγραφίζω! Θα κάνουμε ό,τι δουλειά χρειαστεί για να εξασφαλίσουμε την τροφή μας, ένα κατάλυμα και τις μετακινήσεις μας. Όσα έχουμε και εδώ δηλαδή. Θα κρατάμε ημερολόγιο! Κι αν υπάρχει ένα μέρος να μας κάνει δικούς του, μένουμε...

Καικιλία: Χαίρομαι, που σε βλέπω να έχεις τόση όρεξη, αν και δεν νομίζω να υπήρξες σε χειρότερη κατάσταση...

Απελλής: Φυσικά και υπήρξα. Στην φυλακή και μακριά σου ταυτόχρονα...

Καικιλία: Απελλή...

Απελλής: Κατλέια. Πάμε να φύγουμε από αυτήν την πόλη! Θα πάμε και στην δική σου χώρα. Δεν θες, να δεις, τι συμβαίνει εκεί μετά από τόσα χρόνια;

Καικιλία: Δεν ξέρω αν μπορώ να επιστρέψω... Ένα πράγμα, μπορώ να πω, πως με νοιάζει τώρα.

Απελλής: Πες μου, Κατλέια.

Καικιλία: Πως θα γινόταν να μην χάνει το σπίτι και την οικογένεια του κανένα παιδί πια. Να μην αναγκάζεται να αφήσει τον τόπο του μια για πάντα...

Απελλής: Φοβάμαι πως δεν έχουμε τίποτα. Πώς υπερασπιστούμε αυτόν τον σκοπό;

Καικιλία: Κι όμως έχουμε. Έχουμε τον λόγο, την έκφραση μας, το τραγούδι και την ζωγραφική. Εντάξει, λοιπόν ας ταξιδέψουμε, όμως με αυτόν τον σκοπό...

Απελλής: Κατλέια! Πάμε να βρούμε τον Αγλαοφών και φεύγουμε!

Καικιλία: Ναι, να αποχαιρετήσουμε τον φίλο μας... Αλλά τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα μας δώσουν τέτοια ελευθερία; Χορήγηση άδειας μετανάστευσης...

Απελλής: Τώρα πια δεν μπορώ να πάρω αμάξι για την εξοχή. Ο Αγλαοφών όμως μπορεί... Ο Αγλαοφών θα πει ότι του το κλέψαμε και φύγαμε... Υπάρχουν ακόμα κάποιοι δρόμοι για το εξωτερικό από όπου μπορεί να περάσει αμάξι.

Καικιλία: (το σκέφτεται) Κλεψιά; Μετά από αυτό δεν θα μπορούμε να επιστρέψουμε. Το έχεις σκεφτεί καλά;

Απελλής: Θα έχουμε φύγει από την πόλη, αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να μην μπορούμε να επιστρέψουμε! Προτιμήσαμε άλλο μέρος στην γη; Προσβολή!

Καικιλία: Αν πεις τι σου συνέβη στο λαό; Εννοώ για την διαγραφή. Θα σε υποστηρίξουν. Θα...

Απελλής: Θα ξαναγεννηθώ; Στο σύστημα εννοώ...

Καικιλία: Θα σε υποστηρίξει πολύς κόσμος!

Απελλής: Θα γίνω και πάλι ένας καλός πολίτης. Ένα ισάξιο μέλος της αψεγάδιαστης κοινωνίας. Μη σου πω πως θα γίνω και υπάλληλος... (γελάνε) Θέλω να δω πώς ζουν στα υπόλοιπα μέρη της γης. Σε παρακαλώ!

Καικιλία: Πάμε! (Απελλής την παίρνει αγκαλιά και κάνει στροφή. Εμφανίζεται ο υπάλληλος.)

Υπάλληλος: Άκουσα τι είπατε...

Απελλής: Δεν... ξέρεις, με διέγραψαν από το σύστημα... (πάνε να τρέξουνε)

Υπάλληλος: Θα με πάρετε και εμένα μαζί σας; (σταματούν)

Απελλής: Μνήσθιτή μου Κύριε...

Υπάλληλος: Σας παρακαλώ! (παύση, αφού δεν αποκρίνονται, συνεχίζει) Θα βάλω το αμάξι! Ως υπάλληλος, που είμαι, έχω ένα ιδιωτικό όχημα προς την εξοχή.

Απελλής: Ορίστε; Τι πράγμα;

Υπάλληλος: Ναι, είναι κρυφό. Μόνο οι υπάλληλοι το ξέρουν αυτό... Δεν θα το έλεγε κανείς νόμιμο, αλλά...

Απελλής: Ιδιοκτησία οι υπάλληλοι; Αν είναι δυνατόν!

Καικιλία: Εγώ ξαφνιάζομαι, που ακόμα σε ξαφνιάζουν κάτι τέτοια...

Υπάλληλος: Πάμε λοιπόν; Έτυχε να δω κάτι φωτογραφίες από τις Καβουρότρυπες και θέλω να πάω οπωσδήποτε να τις δω!

Σκηνή Τέλους

Ο Απελλής και η Κατλέια ταξιδεύουν, ενώ είναι καλλιτέχνες δρόμου. Ο Απελλής ζωγραφίζει και η Κατκλέια παίζει κανονάκι. Μπροστά τους έχουν ένα καπέλο. Περαστικοί αφήνουν ψηλά, περιεργάζονται τις ζωγραφιές του Απελλή. Συνομιλούν μεταξύ τους.

Μαρία Χατζάκη