Το δύσκολο

Το περιπολικό έκανε σήμα στο αμάξι να σταματήσει. Ο οδηγός ούτε ασφάλεια είχε να πληρώσει, ούτε στο "κτεο" είχε δώσει το φακελάκι να τον περάσουν. Κι αυτές τις πινακίδες πήγαινε τώρα να τις καταθέσει. Ήταν από εκείνους που είχαν δουλειά. Ήταν από εκείνους που είχαν μισθό αξιοπρεπή. Αξιοπρεπή κάποτε, γιατί τώρα με τόση φορολογία άμεση, έμμεση, λογική, άλογη και παράλογη, αξιοπρεπή δεν τον λες. Η γυναίκα του ήταν επίσης από εκείνες που είχαν δουλειά και κάποτε αξιοπρεπή μισθό.

- Το λάθος μας, κύριε αστυνομικέ, ήταν πως κάναμε οικογένεια. Γεννήσαμε τα παιδιά που μας δόθηκαν.

- Πόσα, αλήθεια;

- Οκτώ.

- Αντί να απολαύσετε οι δυο σας τα αγαθά...

- Για υλικά μιλάτε;

- Για υλικά βέβαια! Τι άλλο; Κι άκου: εμένα δεν θα με διακόπτεις! Τι έλεγα; Α, αντί να απολαύσετε οι δυο σας τα αγαθά που μπορείτε να αγοράσετε με τους μισθούς σας, τα μοιράζεστε με τα νέα όντα...

- Πρόσωπα.

- Είπα ή δεν είπα ότι δεν θα με διακόπτεις;

- Με συγχωρείτε.

- Συνεχίζω... τα μοιράζεστε με τα νέα όντα, που φέρατε στον κόσμο. Κι άντε κάνατε παιδιά, τώρα τι θέλετε; Στέγη, τροφή και ρούχα; Παραμύθια και παιχνίδια; Να πάνε σχολείο, φροντιστήριο, νοσοκομείο...

- Αχρείαστο να ‘ναι.

- Ορίστε, ορίστε πόσα έξοδα! Πόσες δημόσιες δαπάνες! Να γιατί δεν έχουμε να ξεπληρώσουμε τους δανειστές μας! Μα τι βλέπω εδώ;

- Στο κινητό σας;

- Χρωστάς και στην τράπεζα! Αυτό δεν μου το είπες;

- Από πού κι ως πού να σας το πω; Τέλος πάντων έχτισα με τον κλασικό τρόπο για να στεγάσω την οικογένειά μου. Δάνειο από την τράπεζα κι όλα σύμφωνα με το νόμο: σχέδια, άδειες, ασφάλειες κτλ. Έπειτα αποπληρωμή των δόσεων με τόκους για έτη πολλά.  Βέβαια σαν υπολόγιζα έσοδα-έξοδα και ‘βγαίναν δεν γνώριζα στο μέλλον πως θα μου φορολογήσουν την πρώτη κατοικία, την οποία ακόμα ξεπληρώνω και θα ξεπληρώνω...

- Και τι θες να κάνουμε, αφού πρέπει να πληρώσουμε τους δανειστές μας, κύριε. Τι «κύριε» δηλαδή, που εσύ χρωστάς. Χρωστάς! Πάμε μια βόλτα στο αυτόφωρο, που εξαιτία σου και των ομοίων σου θα χρεοκοπήσει η χώρα.

 

«Δεν είναι τίποτα πιο δύσκολο, απ’ το να ευεργετηθείς από εκείνον, που του έκανες κακό» μονάχα αυτή την φράση άκουγαν πού και πού να λέει ο ηλικιωμένος του τελευταίου δωματίου στο γηροκομείο. Αν δεν τον άκουγαν να μουρμουράει αυτό, είναι πιθανό να τον περνούσαν για μουγκό, αφού τίποτα άλλο δεν τον είχαν ακούσει να πει. Σε κάθε δραστηριότητα ήταν παρόν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Υπάκουε σ’ ό,τι του έλεγαν, χωρίς καμιά αντίρρηση. Κι όμως φαινόταν να τα ‘χει τετρακόσια. Ήταν ένα αρνάκι, που και στην σφαγή να τον πηγαίνανε, δεν θα έβγαζε «μεε». Παρ’ όλη την σιωπή του, ίσως και εξ αιτίας αυτής, είχε κερδίσει τον σεβασμό από όλα τα μέλη του ιδρύματος. Είχε εξάψει την περιέργεια τους το «πόθεν ήρθεν». Ποιος είναι τέλος πάντων αυτός ο άνθρωπος; Από τον ίδιο δεν περίμεναν να το μάθουν. Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια και δεν του είχαν πάρει κουβέντα. Να ‘βρισκαν κάποιον να τον ξέρει, να τον ρωτούσαν με ανυπομονησία...

 

Εκείνο το πρωινό δεν εμφανίστηκε ο κυρ-Αντώνης. Περίεργο κάθε πρωί ήταν στην ώρα του στο πρωινό. Μια υπάλληλος πήγε στο δωμάτιο του να δει αν είναι καλά. Χτύπησε την πόρτα. Ο συγκαταβατικός ήχος του κυρ- Αντώνη που σήμαινε «ναι», της έδωσε το δικαίωμα να ανοίξει και να μπει. Ο κυρ- Αντώνης δεν φαινόταν πολύ καλά. Το θερμόμετρο, που δεν άργησε να φέρει, έδειξε υψηλό πυρετό.

«Δεν είναι τίποτα πιο δύσκολο απ’ το να ευεργετηθείς από εκείνον που του έκανες κακό» μουρμούριζε ο κυρ-Αντώνης, ενώ η Χριστίνα, υπάλληλος του γηροκομείου, προσπαθούσε να του ρίξει τον πυρετό, αλλάζοντας του τα βρεγμένα πανιά στο κούτελο και στα χέρια. Όταν επέδρασε το αντιπυρετικό, ο ασθενής φαινόταν αρκετά καλύτερα. Έφαγε την σούπα του και χαμογέλασε στην κοπέλα, ενώ ψέλλισε «ευχαριστώ». Ήταν σχεδόν ανεξήγητος ο λόγος για τον οποίο είχαν εμφανιστεί τα δάκρυα στα μάτια του.

- Δεν κάνει τίποτα. απάντησε σαστισμένη η Χριστίνα.

- Θα μιλήσω. έκανε εκείνος. Το παλιοτόμαρο θα μιλήσει.

- Μη μιλάτε έτσι, σας παρακαλώ. τον διέκοψε η Χριστίνα.

- Μπροστά σε όλους. Μάλιστα μπροστά σε όλους. συνέχισε εκείνος.

 

«Θα τα πω όλα, θα δεις τι θα σου κάνω παλιο-εαυτέ! Θα σε εκθέσω μπροστά σε όλους, θα αποκαλύψω την επαίσχυντη πράξη σου, δίκαιη ή άδικη» ενώ άλλες φορές σκεφτόταν: «Έχω μετανιώσει, έχω κλάψει, έχω αλλάξει. Δεν θα πω τίποτα. Δεν χρειάζεται. Η σιωπή παρηγορεί την καρδιά μου». Μεταξύ του «θα μιλήσω- δεν θα μιλήσω» ακροβατούσε πολλά βράδια. Ο ύπνος δεν τον έπαιρνε εύκολα. Γυρνούσε πότε από την μια πλευρά, πότε από την άλλη, πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα.

Ετούτο το βράδυ, που ‘ταν κι αυτό από εκείνα, δεν τον ηρεμούσε τίποτα. Έκανε τον σταυρό του, μα δεν ένιωσε ανακούφιση ή λίγη αγαλλίαση. Ψέλλισε όσες προσευχές ήξερε και κάτι δικές του, που ‘χαν αποκρυσταλλωθεί στην ζωή του, όμως δεν του περνούσε η ανησυχία σαν άλλοτε. Έκλεινε τα μάτια, μπας και κοιμηθεί και απελευθερωθεί από το μαρτύριο του ξύπνιου, μα έβλεπε μια εικόνα. Ήταν σαν μια πληγή σε σάρκα, κάτι τέτοιο, μα δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς ήταν. Άνοιγε τα μάτια και δεν ήθελε να τα κλείσει ξανά. Η εικόνα του προκαλούσε αναγούλα. Άπλωσε το χέρι του. Βρήκε το ραδιόφωνο Το άνοιξε. Επέλεξε μια ήρεμη μουσική σε σιγανή ένταση. Συγκέντρωσε το μυαλό του εκεί. Να μην του ΄ρχονται να τον χτυπάνε οι σκέψεις. Να μην κλείνει τα μάτια να μην ξαναδεί την εικόνα. «Ας είναι καλά οι άνθρωποι» ψέλλισε μην εννοώντας κι ο ίδιος ποιους εννοεί. Άργησε, μα ο ύπνος τον πήρε. Κοιμήθηκε μέχρι το πρωί.

 

Το πρωί πήγε νωρίς στο χώρο όπου έπαιρναν πρωινό. Είχε φορέσει τα καλά του. Ήταν χαμογελαστός και περίμενε. Αφού κατέφτασε και ο τελευταίος και ενώ έπαιρναν το πρωινό τους: «Δεν είναι τίποτα πιο δύσκολο απ’ το να ευεργετηθείς από εκείνον που του έκανες κακό» είπε σχεδόν δυνατά. Όλοι εναπόθεσαν το βλέμμα τους πάνω του.

- Νόμιζα πως έβαζα στην φυλακή εγκληματίες και φονιάδες, μα έβαλα κι έναν αθώο. Το λάθος του; Είχε οικογένεια. Είχε παιδιά. Για χάρη τους, δεν πλήρωνε τους φόρους του κράτους και αυτό τους δανειστές που είχε τότε η χώρα. Τους δανειστές που αλύπητα είχαν βάλει την θηλιά σε ένα λαό. Τον έγδυσαν, του φόρεσαν πορφυρό μανδύα και αγκάθινο στεφάνι, τον έφτυσαν, τον ράπισαν, τον σταύρωναν και εμείς συλλαμβάναμε τους ταραξίες και τους αντιφρονούντες. Έζησα νομίζοντας πως κάνω το καλό, το δίκαιο. Το νόμο υπερασπίστηκα, νόμο δεν πάτησα κι όμως σωστός δεν ήμουν. Εκείνος μπήκε στην φυλακή. Το σπίτι του το πήρε η τράπεζα κι η οικογένειά του έμεινε στο δρόμο. Εγκληματίας! Αν δεν είμαι εγώ, τότε ποιος είναι;

Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα, μα όχι μόνο τα δικά του, η Χριστίνα έκλαιγε με λυγμούς.

- Μερικά χρόνια αργότερα, με πέταξαν από την υπηρεσία. Δεν πέρασα την αξιολόγηση, γιατί δεν δέχθηκα να κουκουλώσω μια "δουλειά" του ανώτερού μου. Ο γιος μου με άφησε στους πέντε δρόμους, δεν με αναγνώριζε για πατέρα του. Η πενιχρή σύνταξη μου πήγαινε κατευθείαν στην αποπληρωμή του δανείου μου μέσω τραπέζης και στα χέρια μου δεν υπήρχε δραχμή, ευρώ, λίρα, φράγκο, γιεν. Στα συσσίτια της εκκλησίας τρεφόμουν και έμενα με τους άστεγους της πόλης.  Δημόσιο δεν υπήρχε να μας περιθάλψει...

Η Χριστίνα δεν άντεξε άλλο, έφυγε από το δωμάτιο, μα ο κυρ- Αντώνης συνέχισε:

- Ώσπου μια μέρα ένα παλικάρι με φώναξε, μόλις που είχα πάρει το μπολάκι μου, και μου είπε: «Κοιμήθηκε σήμερα ο πατέρας μου και για συγχώριο του παράγγειλε να χαρίσω στέγη σε ένα άστεγο, τον πιο γέρο, να πληρώσω να περάσει τα γερατειά του με άνεση  κι όχι στους δρόμους, στο κρύο και το λιοπύρι. Το παλικάρι κάτι μου θύμιζε. Σαν να το είχα ξαναδεί. Προσπαθούσα να θυμηθώ –τι το ‘θελα; Διάλεξε το γηροκομείο στο οποίο δούλευε η αδερφή του κι ήξερε πως είναι καλό. Η αδερφή του κι αυτή μου θύμιζε κάποιον. Κάποιον που είχα κλείσει στην φυλακή. Αθώο...

Ζήτησε νερό. Σκούπισε τα μάτια του στο μαντήλι.

- Να της πείτε συγγνώμη!! Συγγνώμη εκ μέρους μου!! έκλεισε τα λόγια του. Έκλεισε τα μάτια του αλαφρωμένος.