Ποτέ την Κυριακή

- Είναι φρικτό! Πρωτοπορία το είπαν! Κίνητρο για να είμαστε πιο παραγωγικοί, λέει... Μα δεν το καταλαβαίνω! Μας έδωσαν άδεια! Άδεια! Κυριακή, μας είπαν, δεν θα δουλέψουμε. Και πού να πάμε; Να κάνουμε τι; Αυτό δεν μας το είπαν... Έβαλα το ρομπότ να κάνει βόλτες πάνω-κάτω και να σκεφτεί να μου πει τι να κάνω...

- Γιατί δεν βλέπεις μια ταινία; Είπε με σοβαρή φωνή. Άλλαξα την ρύθμιση σε πιο γλυκιά.

- Πάλι ταινία; Κι ας πούμε ότι βλέπω μια ταινία. Μετά τι;

- Να πας στην αγορά. Μου είπε.

- Στην αγορά; Τι να κάνω στην αγορά; Αν θέλω κάτι, το παραγγέλνω και έρχεται σπίτι μου... Η αγορά είναι άχρηστη πια.

- Πήγαινε μόνο για να πάρεις τον αέρα σου...

- Έχω κλιματισμό. Τον βάζω στο φουλ και παίρνω τον αέρα μου...

- Να σε δουν οι ακτίνες του ηλίου...

- Δεν θέλω! Βρες κάτι άλλο!

- Δεν θέλεις ή φοβάσαι;

- Φοβάμαι; Ας γελάσω! Τι να φοβηθώ; του είπα.

- Δεν χρειάζεται να κοιτάξεις άλλον άνθρωπο. Έχεις την εφαρμογή που κρύβει από το οπτικό σου πεδίο κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Πήγαινε. Θα πάρεις τον αέρα σου και κανείς δεν θα σε ενοχλήσει... Αυτό που είχε συμβεί πριν εφτά χρόνια, δεν πρόκειται να ξαναγίνει.

Αφού το μάλωσα που αναφέρθηκε σε αυτό που είχε γίνει πριν εφτά χρόνια, πήρα την απόφαση. Βγήκα έξω! Η εφαρμογή ήταν πράγματι καλή. Κανείς δεν με ενόχλησε. Κανέναν δεν είδα. Μόνο ανιαρές βιτρίνες. Τι κάθονται και τις φτιάχνουν ακόμα; Σκεφτόμουν πως δεν είχα τίποτα να θέλω. Μήπως δεν είχα τα πάντα; Φωλιά είχα και όλο τον εξοπλισμό της. Σχεδιασμένη και διακοσμημένη με τις πιο σύγχρονες τάσεις. Μόλις η μόδα άλλαζε, ερχόταν ο διακοσμητής μου και την ανανέωνε. Σκάφος είχα από την εταιρία. Με πήγαινε στην δουλειά και με επέστρεφε στην φωλιά. Ο,τιδήποτε πάθαινε βλάβη ή φθορά το ανεφέρα στην εταιρία και το αντικαθιστούσαν. Δεν μου έλειπε τίποτα... Μόνο που βαριόμουν αφόρητα όταν δεν είχα δουλειά...

Στην δουλειά το αφεντικό λέει πως είμαι πολύ καλός. Είναι τυχερός που με έχει. Είμαι έξυπνος. Είμαι χρήσιμος. Φιλάει τα χέρια μου πού και πού «Χέρια που κάνουν τέτοια δουλειά είναι χέρια για φίλημα» λέει.

Τις σκέψεις μου διέκοψε ένα τετράγωνο κομμάτι. Το βλέμμα μου κόλλησε πάνω του. «Ω, μα τι είναι αυτό; Είναι μπλε! Μα τι μπλε; Δεν έχω δει ξανά τέτοιο μπλε! Κίτρινες ανταύγειες που κινούνται, κυματίζουν, πάλλονται πάνω του. Τι ομορφιά! Θα πάω πιο κοντά!» Μα όσο πήγαινα πιο κοντά, τόσο μεγάλωνε... Μεγάλωνε, πλάταινε, γινόταν απέραντο... Δεν ήταν πια τετράγωνο, απλωνόταν ως εκεί που έβλεπε το μάτι μου. Ένιωσα ότι κινδυνεύω. Όσο ήθελα να το αντικρίζω, τόσο καταλάβαινα πως έπρεπε να φύγω! Δεν μπορούσα να πάρω το ρίσκο και πάλι... Δεν έπρεπε να αφήσω να ερωτευτώ ξανά! Τι να ερωτευτώ, θα μου πείτε. Δεν ήταν άνθρωπος αυτό, όμως μου προκαλούσε ένα τέτοιο ερωτισμό... Το έβαλα στα πόδια.

Όμως φαίνεται δεν είχαν φορτιστεί καλά τα παπούτσια μου. Σταμάτησε το αριστερό, ενώ το δεξί συνέχισε. Η έλλειψη συγχρονισμού τους με έριξε φαρδύ πλατύ κάτω. Έκλεισα και το δεξί παπούτσι και πήγα να σηκωθώ. Έπεσα πάλι. Καιρό είχα να περπατήσω χωρίς την υποβοήθεια των παπουτσιών. Δοκίμασα δεύτερη φορά να σηκωθώ, όμως τώρα με σταμάτησε κάτι άλλο...

Ένα γαλάζιο τετράγωνο κομμάτι. Γαλάζιο! Μα τι γαλάζιο! Δεν είχα δει ξανά τέτοιο γαλάζιο. Βρισκόταν ακριβώς από πάνω μου. Κάλεσα το σκάφος μου. Άρχισα να ανεβαίνω, να ανεβαίνω... Μα όσο το πλησίαζα τόσο αυτό απομακρυνόταν. Μεγάλωνε, πλάταινε, γινόταν απέραντο! Δεν ήταν πια τετράγωνο. Το μάτι μου δεν μπορούσε να δει πού τελειώνει. Στο αριστερό μου πλευρό κατάλαβα ένα παλμό. Πάγωσα! Όχι πάλι! Όχι πάλι αυτό! Άρχισε πάλι να χτυπά! Καταραμένη καρδιά! Καταραμένο γαλάζιο! Καταραμένε έρωτα! Καταραμένη Κυριακή! Τόσα χρόνια, τόσος κόπος, τόση σπουδή για να την κάνουμε να σωπάσει! Άρχισε πάλι να χτυπά...

Απελπισμένος έκλεισα την στολή μου. Κι έτσι στον αέρα που ήμουν, έκλεισα και την μηχανή του σκάφους. Αυτό όμως με κατέβασε ασφαλή στην γη. Είχε αυτόματο πιλότο.

Κατέβηκα. Του έδωσα και μια κλωτσιά. Μου ανταπέδωσε κι αυτό μια. Έπεσα πάλι. Πήγα να σηκωθώ και τι να δω; Με το ένα χέρι έκρυψα το πρόσωπό μου, ενώ με το άλλο έψαχνα να βρω να ενεργοποιήσω πάλι την στολή. Ήταν εκείνη. Εκείνη. Δεν είχε αλλάξει καθόλου. Τώρα η καρδιά μου χτυπούσε γοργά. Την κοίταξα πάλι ανάμεσα από τα δάχτυλά μου. Από τα μάτια της είδα να τρέχουν δυό σταγόνες. Ήταν σαν νερό. Την έκαναν πιο όμορφη... Δεν μπόρεσα. Σηκώθηκα και την αγκάλιασα όπως άλλοτε.

- Με άφησες! Μου είπε σπρώχνοντάς με.

- Ήμουν δειλός.

- Το αφεντικό σου.

- Μου είπε ότι ήσουν επικίνδυνη για το μυαλό μου. Και το μυαλό μου είναι απαραίτητο για την δουλειά!

- Χωρίς καθαρό μυαλό, πώς θα ελέγχεις αν βιδώνονται σωστά τα καπάκια της κoκακ-έλα τώρα που δεν ξέρεις...

Κυριακή να αγοράζουμε κοκακ-έλα τώρα που δεν ξέρεις... Να πίνουμε στην υγειά τους!