Πώς έγινα ένας καλός άνθρωπος

Τα αμάξια παρκαρισμένα πολύ κοντά δεν χωρούσαμε να περάσουμε δυο. Μια κοπέλα ερχόταν από απέναντι. Περίμενα να περάσει πρώτα αυτή. Πέρασε από δίπλα μου, αλλά δεν με κοίταξε καν. Ένα «ευχαριστώ», ένα «καλημέρα» δεν έχει ο ένας άνθρωπος για τον άλλο. Δεν μιλώ για όσους γνωρίζονται μεταξύ τους. Είχα συνηθίσει από το χωριό μου να χαιρετώ και τους αγνώστους. Σαν ήρθα στην πόλη, δοκίμασα κάποιες φορές, μα με κοίταξαν περίεργα, μου απάντησαν αδιάφορα, βαριεστημένα ή καθόλου. Αλλά αυτό εσάς τι σας ενδιαφέρει;

Έφτασα στο γραφείο για δουλειά. Σ’ αυτό το στενό δωματιάκι, το οποίο ήταν επιπλωμένο με το γραφείο, την καρέκλα, τις δυο πολυθρόνες , το τραπεζάκι, τον καλόγερο και εμένα, δούλευα. Μπορεί να μην ήμουν εγώ, μπορεί να ήσασταν εσείς το αφεντικό της επώνυμης αλυσίδας καταστημάτων παπουτσιών, όμως εγώ επέβλεπα: σε ποιο από τα υποκαταστήματά μας αυξήθηκε ο τζίρος; σε ποιο έμεινε στάσιμο το ποσοστό κέρδους; πού έπεσε και γιατί. Επέβλεπα τους πωλητές και είχα την υποχρέωση να απολύσω όποιον δεν σχιζόταν να εξυπηρετήσει τον πελάτη, να του υποδείξει τα καλά και ποιοτικά μας παπούτσια, να του πει πόσο του πάνε και ότι τα ‘χει αγοράσει κι η ξαδέρφη του και έχει μείνει πολύ ευχαριστημένη...

Αυτόν τον καιρό σκεφτόμουν να απολύσω τους παλιούς. Γιατί να δίνουμε μισθό χίλια ευρώ, με μισό τον κατώτατο μισθό; Μισός κατώτατος μισθός σημαίνει σπουδαία μείωση του κόστους. Αύξηση του κέρδους ή της συσσώρευσης κεφαλαίου, ώστε να βγάλω περισσότερο κέρδος αύριο. Εμ, ναι, όχι εγώ... εσείς... το αφεντικό μου. Αλλά για να κρατήσω την θέση αυτή, έπρεπε να αυξάνω τον τζίρο. Είχα μείνει καιρό χωρίς δουλειά πιο πριν και ήξερα πώς είναι η ανεργία. Μπορεί ο μισθός μου να μην ήταν υψηλός, αλλά δεν βρίσκει πια κανείς εύκολα δουλειά. Έπρεπε να βγουν τα έξοδα του σπιτιού, να πληρώσουμε τα φροντιστήρια των παιδιών, να τους δώσω χαρτζιλίκι, στην καλύτερη περίπτωση να μείνει τίποτα για να αποταμιέυσουμε, γιατί δεν ξέρεις τι γίνεται, σπάει ο διάολος το ποδάρι του και παθαίνει κάποιος μας κάτι, άντε να βρεις χρήματα τότε να τρέξεις στους γιατρούς. «Μωρέ, πώς τα κάνανε έτσι; Πρέπει να απολύσω, να αυξηθεί ο τζίρος, να μην χάσω τα χίλια ευρώ που βγάζω» σκεφτόμουν.

Οι παλμοί μου είχαν αυξηθεί με όλες αυτές τις σκέψεις. Το βλέμμα μου στάθηκε στην διακριτική κορνίζα που βρισκόταν στον τοίχο απέναντί μου. Δεν την είχα παρατηρήσει. Ο προηγούμενος θα την είχε κρεμάσει. Μέσα φαινόταν ένας ψηλός νέος με λευκό μανδύα και φτερά. Δίπλα του μια γυναίκα με καφέ κοκκινωπό μανδύα. Έμοιαζε με την Παναγία. Μάλλον τον Ευαγγελισμό θα έδειχνε. Λιτή εικονοποίση με απαλά χρώματα, ξεκούραστη για τα μάτια μου. «Θα την κοιτάζω για λίγο, όποτε κουράζομαι» σκέφτηκα.

Όμως έπρεπε να συνεχίσω την δουλειά. Το υποκατάστημα στην Λάρισα τον τελευταίο μήνα είχε βγάλει κέρδη κάτω από τον μέσο όρο. Πήρα τηλέφωνο τον Γιάννη:

- Γιάννη, άκου λίγο... Σπύρο σε λένε; Με συγχωρείς! Σπύρο, θέλω να κοιτάξεις την βιτρίνα μας. Βάλε με μεγάλα γράμματα το ταμπελάκι για τις προσφορές και με μικρά τις τιμές των νέων παραλαβών. Ακόμα να...

Το χέρια μου μηχανικά είχαν πιάσει τα κλειδιά. Παίζοντας με το μπρελόκ, έσπασα καταλάθος το σχοινάκι του.

- Γιάννη, σε κλείνω και σε παίρνω σε λίγο.

Αυτό το μπρελόκ ήταν δώρο. Δεν ήθελα με τίποτα να το χάσω. Μα τι λέω, δεν ήταν δώρο, το είχα πάρει όταν έψαχνα ένα, ότι να ‘ναι, μπρελόκ για τα πρώτα μου κλειδιά και βρήκα αυτό παραπεταμένο. Ήταν της μητέρας μου. Αυτό πριν εικοσιτέσσερα χρόνια. Μετά από τόσα χρόνια όμως είχε αποκτήσει άλλη αξία για ‘μένα αυτό το πλαστικό ελεφαντάκι. Το ξαναέδεσα όπως-όπως, μέχρι να το φτιάξω καλά.

Έπειτα χτύπησε η πόρτα. Ήρθε ένας μαντράχαλος να μου πει ότι είχα απολύσει την αδερφή του και ότι από εδώ και πέρα θα ήταν καλή, αν την κρατούσα. Εγώ σκέφτηκα πως θα ήταν καμιά τσαπερδόνα που έβαφε τα νύχια της την ώρα της δουλειάς ή καμιά που άφησε τα παπούτσια όπως τα είχε αφήσει ο προηγούμενος πελάτης. Δεν τα έβαλε στην θέση τους άμεσα. Αποτέλεσμα; Να μην τα υπολογίσει ο επόμενος πελάτης ανάμεσα στις επιλογές του, μειώνοντας την πιθανότητα αγοράς από το κατάστημά μας. Μα αυτά πού να τα εξηγήσω σε αυτό το νταγλάρι το Μανούσο, που ‘χε δυο μέτρα μπόι. Μου έλεγε για την αδερφή του πως θα αλλάξει, πως δεν θα το ξανακάνει κτλ. Τα λόγια του δεν με έπεισαν, δεν μπορώ όμως να πω το ίδιο και για το μπόι του. Είπα πως θα την προσλάβω ξανά. Με ευχαρίστησε θερμά κι έφυγε.

Ύστερα βούτηξα ξανά στους αριθμούς και τους υπολογισμούς. Θυμήθηκα πως πρέπει να μιλήσω ξανά στο τηλέφωνο με τον Γιάννη και ταυτόχρονα θυμήθηκα πως πρέπει να τηλέφωνήσω στο υποκατάστημα στην Κρήτη να προσλάβουν ξανά την αδερφή του Μανούσου. Ταυτόχρονα θυμήθηκα... Όχι, ξέχασα τα πάντα. Ήθελα να θυμηθώ τι ήθελα να κάνω. Το μυαλό μου είχε κολλήσει. Το ρόλοι στον τοίχο έκανε τικ-τακ, τικ-τακ. Το κοίταξα με μίσος. Αυτό όμως άρχισε  να αλλοιώνεται και να πέφτουν οι αριθμοί του στο πάτωμα κάνοντας δυνατούς κρότους. Οι δείκτες δεν είχαν πια τίποτα να δείξουν. Τίποτα. Κενό. Τρόμαξα. Θυμήθηκα την εικόνα. Την κοίταξα να ηρεμήσω. Έγραφε: «δια χειρός Γ. Κόρδη». Τον ευχαρίστησα φωναχτά. Το τηλέφωνο χτύπησε. Το σήκωσα και το έκλεισα στο καπάκι. Μετάνιωσα. Το ξανασήκωσα, μα τώρα έκανε τουου... τουου... Το έκλεισα πάλι.

Τότε, τότε ήταν που μου ήρθε η ιδέα! Το βλέμμα μου άστραψε. Ευτυχώς που δεν ήταν κανείς μπροστά να με δει εκείνη την στιγμή. Κι ο ποιο θαρραλέος θα με φοβόταν. Πήρα τηλέφωνο όλους όσους είχα απολύσει και τους είπα ότι προσλαμβάνονται ξανά. Έπειτα πήρα τηλέφωνο στα υποκαταστήματά μας και τους είπα να τους δεχθούν στην δουλειά. Όλους!

Στον καλόγερο είχε ξεχαστεί ένα καπέλο από κάποιον. Ήταν μοβ. Δεν ταίριαζε καθόλου με τα ρούχα μου. Το φόρεσα κι άφησα το στενό δωματιάκι.

Κατά λάθος σκόνταψα πάνω σε κάποιον που δεν είχα προσέξει. Κοίταξα αγριωπά, έτοιμος να βρίσω. Ήταν ένα παιδί. Είπα «συγγνώμη» «Δεν πειράζει» είπε αυτό χαμογελώντας. Χάιδεψα το κεφαλάκι του. Εκείνο έπιασε το χέρι μου. Ω, χάρηκα τόσο αυτήν την κίνηση! 

Αυτό έγινε εκείνο το πρωινό, κύριε διευθυντά. Χαίρετε!