Ο κόσμος π_αλλιώς

2014-03-07 19:25

Ωραία, λέει, θα ‘τανε να μπορούσα στον κόσμο να μοιράσω:

καθένας να ‘χει το σπιτικό του

και μιαν αυλή κι ένα μελίσσι

ή ένα κήπο, ένα κοτέτσι

ένα περιβόλι, ένα στάβλο

και μια βάρκα στο γιαλό.

Ό,τι από αυτά επιθυμεί

να γίνεται πιο... Άνθρωπος.

 

Αχ, χωριά με πλατεία

με βρύση, με εκκλησία

με ιατρείο, με φαρμακείο...

Ο ψαράς, ο κρεοπώλης

ο μανάβης, ο παντοπώλης

ο ζωγράφος, ο επιπλοποιός

ο αρχιτέκτων, ο νομικός

καθένας το μεράκι του

το μεροκάματο του.

 

Άνθρωποι ευχαριστημένοι με λίγα, με λίγα και καλά.

 

Σε τέτοιο κόσμο να έρχονταν όλα τα παιδιά

πεινασμένος καιάδας με άδεια κοιλιά.

Το σπίτι να είναι φωλιά κι η μητέρα να επιστρέφει

ζωντανή μετά τη δουλειά

ή μάλλον να μην την χρειαζόμαστε καθόλου

όχι τη μητέρα, την δεύτερη δουλειά

αρκεί η μητέρα.

Το σχολείο εστία κι όχι φυλακή, προς Θεού!

να αντικρίζουμε αστέρια το βράδυ

η κουβέρτα Του, που σκεπάζει την γη.

 

«Ωραία θα ήταν να μπορούσα να μοιράσω τον κόσμο σε χωριά»

είπε το παιδί, που είδε τον κόσμο

στον οποίο δεν γεννήθηκε.

Η μητέρα του φοβήθηκε

φοβήθηκε και απελπίστηκε.